Ο Εξορκιστής: Πιστός
The Exorcist: Believer
To μεγαλύτερο κόλπο που σκάρωσε ο Διάβολος, ήταν να μας πείσει ότι χρειαζόμαστε ακόμα μια συνέχεια του «Εξορκιστή». Και να την αναθέσουμε στον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν.
Η ρετσινιά της «χειρότερης ταινίας όλων των εποχών» συνοδεύει τον «Εξορκιστή ΙΙ» εδώ και δεκαετίες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ταινία προβληματική μεν, η οποία απλά ατύχησε να είναι το σίκουελ μιας εμβληματικής ταινίας τρόμου και κατέρρευσε στη σύγκριση. Θεματικά, όμως, είναι μια ταινία που βρίσκεται σε διάλογο με την πρώτη ταινία, προσπαθεί να πει δυο πράγματα και έχει και (τουλάχιστον) δυο σκηνές που μένουν στη μνήμη: το POV πλάνο της ακρίδας, χωρίς το οποίο ο Σαμ Ρέιμι θα έπρεπε να εφεύρει το αντίστοιχο δικό του στα «Evil Dead» του, και τη συνάντηση με τον Τζέιμς Ερλ Τζόουνς, που περιλαμβάνει και την πιο φρικιαστική σκηνή μιας ταινίας με ελάχιστες τέτοιες. Ε, λοιπόν, η ταινία του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν δεν διαθέτει ούτε αυτά.
Η δομή της είναι παρεμφερής με εκείνη της συμφωνίας τρόμου του Φρίντκιν. Ξεκινά με έναν πρόλογο σε εξωτική χώρα, κατόπιν η δράση μεταφέρεται στην Αμερική, όπου γνωρίζουμε μια μονογονεϊκή οικογένεια. Το παιδί συμπεριφέρεται αλλόκοτα, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά και, αφού διαπιστωθεί η πιθανότητα δαιμονισμού, στην τρίτη πράξη ο «επαγγελματίας» του τίτλου αναλαμβάνει τη βρώμικη δουλειά. Το μοναδικό εύρημα όλης της ταινίας είναι ότι αντί για ένα δαιμονισμένο έφηβο κορίτσι, έχουμε δύο τέτοια. Η όποια αρετή του ευρήματος εξαντλείται απλά σε ένα ανέβασμα των στοιχημάτων, με τη λογική ενός κάφρου – εύκολα φαντάζεσαι τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν να συζητά με τον Ντάνι ΜακΜπράιντ για τον «Εξορκιστή» μετά μπυροποσίας και τον έναν από τους δύο να λέει «δεν θα ήταν γαμάτο αντί για μια Ρέγκαν, ο εξορκιστής να είχε να αντιμετωπίσει δύο;», με τον άλλο να ενθουσιάζεται και έπειτα να τσουγκρίζουν τα ποτήρια ή, μάλλον, τα κουτάκια.
Κατά τα άλλα, σε 101 λεπτά ταινίας, δεν υπάρχει ούτε ένα εμπνευσμένο τρικ, ούτε μια σεκάνς άξια λόγου, ούτε καν μια εικόνα την οποία θα σκέφτεσαι φεύγοντας από την αίθουσα. Αναλογιστείτε πόσες τέτοιες είχε η ταινία του Φρίντκιν ή το παρεξηγημένο τρίτο μέρος του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι. Τόσο ανέμπνευστη είναι η εκτέλεση δε, που παρακαλάς για την παρείσφρηση του camp στοιχείου, εύχεσαι να ερχόταν κάποιο twist και να εμφανιζόταν ο Ράσελ Κρόου ως «Εξορκιστής του Βατικανού» για να καταπιεί την οθόνη και να ζωντανέψει λίγο τα δρώμενα. Δεν ξέρουμε αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κατάθεση του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν στη μυθολογία του «Εξορκιστή», γιατί για να υπάρξει κατάθεση, θα πρέπει να υπάρχει (έστω) και κάποια στιλιστική ιδιαιτερότητα – ακόμα και το αίσχος του Ρένι Χάρλιν είχε τέτοια. Τίποτα δεν διαφοροποιεί τον κατά Γκόρντον Γκριν «Εξορκιστή» από τους κινηματογραφικούς εξορκιστές της σειράς που έχουμε φάει με το κουτάλι μέσα στα χρόνια, παρά μόνο οι επικλήσεις στην πρωτότυπη ταινία, η λειτουργία των οποίων εξαντλείται σε εκείνη των φευγαλέων εμφανίσεων άλλων υπερηρώων σε ταινίες της Marvel, δηλαδή σε ένα στείρο fan service. Το αντεπιχείρημα λέει ότι ένας ακόμα καλύτερος τρόπος από την παράθεση easter eggs για να «υπηρετήσεις τους φαν», είναι να τους δώσεις μια καλή ταινία – πού πάμε και σκαρφιζόμαστε τέτοιες ιδέες, ε;
Κι ακόμα δεν περάσαμε σε όσα (φαίνεται να) λέει αυτό το πρώτο μέρος μιας υποτιθέμενης τριλογίας που, εάν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, μάλλον θα μείνει στα χαρτιά. Αν υποθέσουμε ότι, όπως και στα «Halloween» του σκηνοθέτη, το θέμα της ταινίας είναι αυτό που μονολογεί ένας χαρακτήρας λίγο πριν το φινάλε, το άλλοτε αστέρι του αμερικανικού indie θέλει να κάνει μια ταινία για την ελπίδα. Παραμερίζοντας τη (ρηχή κι αδούλευτη) δραματουργία και άλλα ασήμαντα στοιχεία, όπως η νοηματική ανάπτυξη μιας θεματικής, ας δεχτούμε ότι σε αυτόν τον «Εξορκιστή» το αντίδοτο απέναντι στο Κακό είναι η ελπίδα. Πώς λοιπόν ο πρωταγωνιστής την έχει χάσει, όταν μεγαλώνει χωρίς προβλήματα την έφηβη κόρη του, τον απόγονό του, τη «συνέχειά» του δηλαδή, με τον οποίο διατηρεί αγαστή σχέση;
(Ακολουθούν spoilers) Την έχει χάσει με δυο τρόπους. Αφενός δεν πιστεύει στον Θεό, τον μόνο Παντοκράτορα. Αφετέρου, όταν γιατροί στην Αϊτή τού θέτουν το δίλημμα να σώσει την τραυματισμένη κυοφορούσα γυναίκα του ή την αγέννητη κόρη του, εκείνος επιλέγει τη γυναίκα του, άρα, στο context της ταινίας, αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη του στην «ελπίδα». Δεν ξέρουμε αν η ταινία του Γκριν είναι ηθελημένα κατά των αμβλώσεων, επειδή, όμως, και η νοσοκόμα πρώην μοναχή έχει ένα αντίστοιχο backstory, επειδή η έκτρωση που έκανε την έστρεψε μακριά από τον δρόμο του Κυρίου – άρα και από την ελπίδα, πάντα σύμφωνα με την ταινία- κι επειδή ο Διάβολος τιμωρεί την Έλεν Μπέρστιν που «εγκατέλειψε» την κόρη της , τυφλώνοντάς την, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι όλα αυτά είναι τυχαία ή ότι ο Γκριν τα τοποθέτησε στο έργο επιπόλαια. Επιπολαιότητα είναι να πιστεύει ότι με την πρόσκληση εκπροσώπων άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων, πέρα από τον καθολικισμό, για να τελέσουν τον εξορκισμό, κάνει μια πιο προοδευτική ταινία, ενώ στην πραγματικότητα έχει γυρίσει την πιο αντιδραστική προσθήκη σε όλο το franchise. Πρόκειται, δυστυχώς, για έναν ιδεολογικό οχετό, απείρως αηδιαστικότερο από το CGI περιεχόμενο του στομάχου της δαιμονισμένης κόρης, το οποίο εκτοξεύεται στο ταβάνι, σε μια από τις πολλοστές, ατυχείς επικλήσεις του (απρόσιτου) πρωτότυπου.
Πραγματική φρίκη, αλλά όχι με τον τρόπο που φανταζόταν ο σκηνοθέτης, που εδώ αγγίζει το ναδίρ τόσο της καριέρας του, όσο και του franchise. Βαριά κουβέντα η τελευταία, αν αναλογιστείτε ότι υπάρχει και η ταινία του Ρένι Χάρλιν.