Μόνοι στη Νέα Υόρκη
Daddio
Μια 30χρονη γυναίκα παίρνει το ταξί από το αεροδρόμιο για το σπίτι της. Στην διαδρομή θα έχει μια εκ βαθέων συνομιλία με μεσήλικο οδηγό του ταξί. Προσιτό διαλογικό δράμα που στεριώνεται εξαιτίας της αυθεντικής του γραφής και υψώνεται λόγω των πρωταγωνιστών του.
Ξεπερνώντας γρήγορα την αναπόφευκτη ανεκδοτολογία που θα περιέβαλλε ένα τέτοιο θέμα σε χώρες με ειδική, κυρίως στερεοτυπικά δικαιολογημένη, άποψη για την συντεχνία των επαγγελματιών οδηγών, το ντεμπούτο της Κρίστι Χολ είναι σοβαρό, σίγουρο και ενδιαφέρον.
Ποντάρει σε αυτό που είθισται να λέμε, και για κάποιους ανθρώπους είναι ακριβές, ότι είμαστε πιο ανοιχτοί και εξομολογητικοί σε αγνώστους. Ξεκινώντας από εδώ «αντέχει» η συνθήκη που πρέπει να καταπιείς άμεσα για να το παρακολουθήσεις: Δυο «αταίριαστοι» άνθρωποι θα πουν το εσώψυχά τους σε πραγματικό χρόνο, μιάμιση ώρα που έτυχε να βρεθούν και δέσουν σαν αντιγόνο/αντίσωμα στην περίκλειστη αγκαλιά ενός ταξί στην κίνηση.
Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στο θαυμάσιο (Τζόνσον) και στο εκπληκτικό (Πεν)
Η απλούστατη φόρμα έχει κινηματογραφικό ταβάνι – το οποίο ας πούμε σχετικά πρόσφατα άγγιξε το «Locke» (2013) με τον Τομ Χάρντι – και είναι ακριβώς η πλήρως θεατρική φόρμα που, θεωρώντας δεδομένο ότι σκηνοθετεί και μοντάρει άνθρωπος που ξέρει να στήνει διάλογο, ρίχνει όλο το βάρος στις ερμηνείες και την ποιότητα διαλόγου/ιστορίας. Ευτύχημα που, σε αντίθεση με το θέατρο, από την ταινία απουσιάζουν (σχεδόν) οι συμβολισμοί που στο θέατρο προσπαθούν να προσδώσουν με «τεχνικά» μέσα τα νοηματικά ανοίγματα. Εδώ, απλά, οι δύο χαρακτήρες μιλούν κι ακούν ο ένας τον άλλον. Η ταινία ξέρει – και το βάζει στο στόμα του Σον Πεν – ότι κάτι τέτοιο είναι πια ασύνηθες, οπότε και για τους ακόμα εξασκούντες το, αυτόχρημα ενδιαφέρον.
Θεματικά η ταινία δεν παίζει και στο πιο ειρηνικό έδαφος, καθώς μιλά για τις οπτικές των μέχρι πρότινος δύο φύλων, των οποίων η σχέση συστηματικά βάλλεται στη σημερινή ατμόσφαιρα. Η ταινία αψηφά όμως το σοσιομιντιακο περιβάλλον, το οποίο ως γνωστόν σκοτώνει τον διάλογο – αφού πρώτα τον βασανίσει. Από φύσεως και θέσεως, η Χολ θέλει να βρει πόσα μας ενώνουν, όχι τι μας χωρίζει. Η ιστορία, ειδικά της γυναίκας, είναι γεμάτη αγκάθια – και χαρίζει και τον τίτλο της ταινίας που στην Αμερική ίσως έχει αντιπαθείς αντηχήσεις στα προαναφερθέντα περιβάλλοντα. Daddio είναι σε διάλεκτο ο «μπαμπάς». Σε μια «άλλη γυναίκα», ερωτευμένη με έναν πολύ μεγαλύτερο της, η λέξη αποκτά πολλαπλά νοήματα.
μια ταινία-αστερίσκος στο σημερινό απλανές χολιγουντιανό στερέωμα
Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στο θαυμάσιο (Τζόνσον) και στο εκπληκτικό (Πεν). Η πρώτη έχει συστοιχία γονιδίων που φέρνουν στα μέτρα της έννοιες όπως τον ερωτισμό σε σύνδεση με την αυτοδιάθεση, την αίσθηση πως μια γυναίκα ξέρει να φλερτάρει τόσο καλά όσο ξέρει να προστατεύεται. Σε 20 λεπτά ταινίας η Ντακότα Τζόνσον έχει πιάσει το ρόλο με ατσάλινο αγκίστρι. Από εκεί και μετά δίνει το ρεσιτάλ υποδήλωσης που είναι το στοιχείο της, παίζει θαυμαστά με τα δισυπόστατα βλέμματα, κάνει λίγα, εκφράζει πολλά. Η συναισθηματική έκρηξη του ρόλου έρχεται σταδιακά, συμβαίνει υπόκωφα και σημαίνει όσα ζήτησε η ιστορία. Ειδικά στην τελική σκηνή με τη χειραψία μένεις από λόγια.
Ο Πεν κάνει την μεγάλη έκπληξη γιατί είναι μαθημένος στο over the top ηθοποιός – προικισμένος ενίοτε, βέβαια. Εδώ είναι ακριβώς το αντίθετο – προικισμένος παραμένει. Παίζει με άνεση την (αρχικά υπερβολικά τραβηγμένη) πρόζα του και μετά συντονίζεται στο παιχνίδι των βλεμμάτων που του υποβάλλει η παρτενέρ του. Τα δικά του δεν έχουν μόνο το έξτρα βάρος της βιωμένης εμπειρίας, έχουν και κάποιες πραγματικά επικίνδυνες αμφίσημες αναλαμπές που ο ίδιος παίζει στα δάχτυλα σε συνεργασία με τα λόγια του. Και οι δύο τους δίνουν ένα ρεσιτάλ στο πώς ο ηθοποιός ακούει πειστικά χωρίς να «κλέβει» τον άλλον. Ένα μάθημα κινηματογραφικής ερμηνείας που σε ταινία άλλης εμβέλειας θα ακουγόταν ανάλογα.
Κι έτσι πάντως μια ταινία-αστερίσκος στο σημερινό απλανές χολιγουντιανό στερέωμα. Μπορεί η σύλληψη και εν μέρει η φτιαξιά να μην φιλοδοξούν πάνω από το κριτικά περιλάλητο «μικρή ταινία», μπορεί τα αστεράκια να υποδεικνύουν την εγγενή τους κρυάδα, όμως στα σίγουρα κάποιοι που θα τη δούμε θα την έχουμε πολλαπλάσια μέσα και μαζί μας. Αυτό στη σχέση με το σινεμά είναι και το μόνο που μετράει.