Ευλογία
Benediction
Η ζωή και το έργο του Άγγλου ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν, υπό το πρίσμα ενός πρωτότυπου σεναρίου του Τέρενς Ντέιβις. Αν μόνο τα «biopics» διέθεταν τέτοιες έξοχες αρετές, θα ήταν τόσο ευκολότερο να συγχωρούνταν οι περιστασιακές τους, ανθρώπινες άλλωστε, αδυναμίες.
Οι ταινίες είναι θύλακες πραγματικότητας προσωπικής εφεύρεσης μέσα στους οποίους κρυβόμαστε, καθόλου παραιτημένοι, για να αντέξουμε, αντί να υποστούμε, εναντιώσεις της καθημερινότητας.
Αν το παραπάνω είναι ένας πρόχειρος ορισμός μιας διάστασης που μπορεί να παίρνει η τέχνη στους (όπως πάντα) χαλεπούς καιρούς μας, το σινεμά του Ντέιβις, έτσι οπωσδήποτε ιδιωματικό που είναι, μπορεί, κατά περίσταση τουλάχιστον, να ανυψωθεί στο μέγεθος μιας ολόκληρης κυψέλης, ενός κόσμου κανονικού αντί «απλώς» ενός θύλακα. Η «Ευλογία», παρότι σποραδική στην εμφάνισή της ως έννοια στην προπέρσινη ταινία του, λαμβάνει ανά στιγμές διαστάσεις κυριολεξίας. Όχι μόνο κινηματογραφικά, σαν ένας κατασκευασμένος κόσμος ας πούμε, μα και τονικά, ρυθμικά, ακόμα και φιλοσοφικά. Πράγματα δηλαδή απολύτως κινηματογραφικά, αν θέλουμε να είμαστε ουσιώδεις περί της ακριβούς φύσης του σινεμά.
Μιας και αναφέρθηκαν καιροί χαλεποί, να μην είμαστε εγωπαθείς. Η περίοδος στην οποία εκτυλίσσεται αρχικά η «Ευλογία», ο 1ος ΠΠ, είναι το πραγματικό σκοτάδι. Ενός αιώνα, μιας γενιάς, μα και της μνήμης που χαράχθηκε εξαιτίας της. Ο Σασούν υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες ποιητικούς χρονικογράφους του σκότους αυτού και θα ήταν ασεβές, αν όχι αφύσικο, να περιμένει κανείς μια «ευχάριστη» ταινία. Παρά τον τίτλο της δεν είναι καν μια ταινία που αφήνει μια σκυτάλη συλλογικής ελπίδας. Δεν έρπει όμως ποτέ υπαρξιακά, ούτε εγκαταλείπεται στην απαισιοδοξία. Στο τέλος δε, οι ουρανοί ανοίγουν να χαρίσουν το ίδια εννοούμενο φως τους πάνω στην συνειδητοποίηση του ήρωα. Δεν είναι κάτι κοσμοϊστορικό, τίποτε ατομικό δεν είναι ποτέ, μεταγγίζει όμως μια ευχαριστία, ακριβώς μια μορφή Χάρης, που είναι περίπου όποια ευλογία μπορεί να περιμένει ένα είδος ανθρώπου μετά των εμπειριών και της μνήμης του.
Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας, αν είσαι ο τύπος θεατή της, είναι ένα κόσμημα. Κόσμημα διαλόγου, χιούμορ, βρετανικής περίφρασης, ποιητικής χρήσης, υποδήλωσης, παρουσίασης χαρακτήρα και γούστου. Είναι μάθημα κινηματογράφου αυτό που ανοίγεται μπρος σου. Ο ευλογημένος αυτός δημιουργός, δίχως «προϋπολογισμούς», δίχως άγχος έναντι της ανυπομονησίας μιας μοντέρνας νοοτροπίας, δίχως το πνευματικό μαράζωμα που φέρνει η προσπάθεια «να μην χάσεις τον θεατή», παραδίδει σχεδόν μια ώρα από τον κομψότερο κινηματογράφο που μπορεί να δει πια κανείς. Όλα έχουν την θέση τους, κυριότερα δε όλων η ιστορία, ο χαρακτήρας και οι ηθοποιοί, εκ των οποίων ο Τζον Λόουντεν (στον ρόλο του Σασούν) είναι μια απαντημένη προσευχή της νεότερης γενιάς των Βρετανών ηθοποιών. Πρόσθετη ευλογία που αυτή η κρήνη δεν στερεύει.
Μετά τα 50 λεπτά, η ταινία χάνει τον τέλειο βηματισμό της. Κάπου στην ώρα έχουμε φύγει εντελώς από την άμεση σκιά του Πολέμου και έχουμε τον Σασούν στην αγκαλιά του Άιβορ Νοβέλο – του διάσημου συνθέτη/τραγουδιστή και ηθοποιού που διέπρεψε στην ψυχαγωγία του Μεσοπολέμου. Ίσως συντονισμένος με τον ήρωά του, ο Ντέιβις «χάνει τον εαυτό του». Η αλήθεια όμως είναι ότι χάνει και στοιχεία - που τελικά θα ξαναβρούμε αργότερα – που έδιναν στο πρώτο μέρος μια γοητεία θυελλώδη. Ο ήρωας δεν έχει πια την ακτινοβολία, την συντριβή που γεννά την ποιητική του έξαψη, το αέρινο φλέγμα που του επιτρέπει να βάλλει κατά των καταστροφικών καθωσπρέπει συνθηκολογήσεων και ταυτόχρονα να μένει ευάλωτος στην ακριβή αλήθεια των ανθρώπων. (Οι δύο τελικές σκηνές με τον Γουίλφρεντ Όουεν – έτερο μεγάλο ποιητή της γενιάς, που σκοτώθηκε στον Πόλεμο μια εβδομάδα πριν το τέλος του – είναι λόγος να δεις το έργο και να σπουδάσεις ερμηνεία.) Η «Ευλογία» έχει θολώσει. Δεν είναι ποτέ αδιάφορη, είναι όμως απρόσμενα κατώτερη. Στην αρχή ήταν αισθητική διακήρυξη, μετά βολεύτηκε ως επεισοδιακή καλλιέπεια.
Για την επόμενη ώρα περίπου λοιπόν ο Ντέιβις κάνει μια διαφορετική, μόλις πιο ανάλαφρη ταινία, διάστικτη με queer χαριτολογίες βασισμένες σε ναρκισσιστικούς χαρακτήρες, πληγωμένη όμως την εγγύηση ενός πιο «γουαϊλντικού» χιούμορ και μιας υπαρξιστικής θέσης. Περιστασιακά υπάρχει και αυτό, το έχουμε βρει όμως αλλού καλύτερα. Για αυτή την ώρα ο Ντέιβις πελαγοδρομεί όπως ο ήρωάς του σε λάθος αγκαλιές, συγκρούεται, κάπως αναιτιολόγητα σε σχέση με την αρχή του έργου, και με δυο λόγια δεν πραγματοποιεί όσα υποσχέθηκε. «Μα biopic είναι», θα διαμαρτυρηθεί κάποιος. Ό,τι αποφασίσει ο δημιουργός του είναι, απαντάμε εμείς. Ο κινηματογραφικός ήρωας οφείλει σε αυτόν και, έπειτα, στον θεατή του. Η φαντασία βρίσκει την αλήθεια συντομότερα από την πραγματικότητα.
Στην τελευταία πράξη υπάρχουν δυο ταινίες να παντρευτούν – ξανά όπως και ο Σασούν. Στην δεύτερη όψη του έργου η έννοια της Ευλογίας έχει λησμονηθεί, εξού και θα χρειαστεί να προσκληθεί ξανά η αριστοτεχνική «ταινία μέσα στην ταινία» του πρώτου μέρους για να δοθεί μια κάποια διέξοδος. Εκεί οι αρχικές επιλογές αποδεικνύονται και πάλι θείας έμπνευσης. Η ποίηση, το μοντάζ του παρόντος πάνω στην εικόνα του παρελθόντος (τίποτα δεν εξηγείται δίχως αυτό που το γέννησε), η εγγλέζικα μουντή κι όμως πανέγχρωμη αποτύπωση, καθώς και η εμπνευσμένη απεύθυνση στη «Φαντασία σε ένα Θέμα του Τόμας Τάλις» του Ρέιφ Βον Γουίλιαμς στο σάουντρακ, θα φτιάξουν μια κινηματογραφική διάρκεια αξέχαστη. Εδώ πια η συγκίνηση θρυμματίζει, γίνεται σωματική. Η ανάμνηση, η «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα», η συνειδητοποίηση του τραύματος που δεν έγειανε ποτέ, η μνήμη της απώλειας που κάποτε γίνεται εντονότερη (και πιο αβάσταχτη) εκείνων που αναπαριστά. Η στιγμή μιας επιφοίτησης, η στιγμή των ουρανών που ανοίγουν για να δεις, μόνο εσύ, εκείνο που ποτέ πριν, ξανά μόνο εσύ, δεν θα μπορούσες. Είναι και αυτή μια ευλογία.