Μια Κρυφή Ζωή
A Hidden Life
Ο Μάλικ εξακολουθεί να γυρεύει τον Θεό μέσα από τον φακό του, αυτή τη φορά όμως έχει (ευτυχώς) σενάριο, στην με διαφορά καλύτερη ταινία του από τον καιρό του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα «Δέντρου της Ζωής».
Ένας απόλυτα αναγνωρίσιμος Τέρενς Μάλικ επιστρέφει με την καλύτερη ταινία του από τον καιρό του «Δέντρου της Ζωής», του Χρυσού Φοίνικα του 2011 που όμως έμελλε να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας αφόρητα υπερφίαλης δημιουργικής φάσης για τον βετεράνο σκηνοθέτη. Για τους περισσότερους άλλωστε τα «Μέχρι το Θαύμα» (2012), «Knight of Cups» (2015) και «Song to Song» (2017) αποτέλεσαν τίποτε περισσότερο παρά μια μπανάλ άσκηση ύφους δίχως σενάριο, με ήρωες να αναζητούν ατέρμονα τον Θεό, την αγάπη, το νόημα και με τους ευρυγώνιους φακούς του Μάλικ να τους αιχμαλωτίζει κυκλωτικά με καλλιγραφική διάθεση.
Στο «Μία Κρυφή Ζωή» τα δεδομένα αλλάζουν στο βαθμό που υπάρχει ιστορία από πίσω και μάλιστα αληθινή. Αφορά στον Φραντς Γιέγκερστετερ (Όγκαστ Ντιλ), έναν φιλήσυχο Αυστριακό αγρότη που δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης αρνούμενος να πολεμήσει για τον Χίτλερ. Μία απόφαση που προφανώς σήμαινε έναν ατελείωτο εφιάλτη για τον ίδιο και την οικογένειά του, από τη στιγμή που η Αυστρία ήταν μέρος του Τρίτου Ράιχ και όλοι οι Αυστριακοί που καλούνταν να καταταγούν στη Βέρμαχτ ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν όρκο αφοσίωσης στον ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας.
Το ύστερο εκφραστικό στυλ του Μάλικ με την αεικίνητη κάμερα, τις χαμηλά τοποθετημένες, σχεδόν αποθεωτικές για τους πρωταγωνιστές γωνίες λήψης, τη μόνιμη χρήση ευρυγώνιων φακών, το voice over μέσα από το οποίο οι ήρωες μας ανοίγονται και το μοντάζ που χτίζει μια αφήγηση η οποία προσιδιάζει σε ανάκληση αναμνήσεων, δηλώνει και εδώ βροντερό παρών.
Στη βάση του, το «Μία Κρυφή Ζωή» είναι ένα ελεγειακό φιλμ για το αφόρητο βάρος της μη συμμόρφωσης
Το ίδιο εμφανής είναι και η απόπειρα του 75χρονου δημιουργού να μετασχηματίσει τον γολγοθά ενός καθημερινού ανθρώπου που όρθωσε ανάστημα απέναντι στο απόλυτο κακό σε μια υπαρξιακή, θεολογικού τύπου αναζήτηση. Στη βάση του, το «Μία Κρυφή Ζωή» είναι ένα ελεγειακό φιλμ για το αφόρητο βάρος της μη συμμόρφωσης. Όμως για όποιον έχει παρακολουθήσει την τελευταία περίοδο του Μάλικ, δεν προκαλεί έκπληξη η αναγωγή της αληθινής ιστορίας του Φραντς στο χρονικό ενός σύγχρονου μάρτυρα που διαλέγει το οδυνηρό μονοπάτι, όπως ακριβώς ο Χριστός στον οποίο πάντα πίστευε. Στο πλαίσιο αυτό, ο Φραντς γίνεται ένας αφανής άγιος και η γυναίκα του η Φανί (Βαλερί Πάχνερ) ένα κράμα Παναγίας και Μαρίας Μαγδαληνής. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ να παρατηρήσει κανείς πώς η ταινία υπογραμμίζει όχι μόνο την (από φόβο ή πεποίθηση, λίγη σημασία έχει) σύμπλευση της τοπικής κοινωνίας με τους ναζί, αλλά και την πλήρη υποταγή της επίσημης Εκκλησίας σε αυτούς.
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμα και στην αχρείαστα μεγάλη διάρκεια των τριών ωρών κάνει προφανώς τεράστια διαφορά το γεγονός ότι ο Μάλικ γράφει μετά από καιρό ένα υποτυπώδες σενάριο. Παρότι δεν σταματά στιγμή να γυρεύει τον Θεό μέσα από μεγαλόσχημους εσωτερικούς μονολόγους και βλέμματα στον ουρανό (πρακτική που ξεκίνησε με το «Δέντρο»), η παρουσία και μόνο ενός ουσιαστικού αφηγηματικού σκελετού βοηθά ώστε το νέο του εγχείρημα να μην καταρρεύσει όπως τα αμέσως προηγούμενα.
Κάπου εκεί δημιουργείται ο αναγκαίος χώρος για να λάμψει ερμηνευτικά η Βαλερί Πάχνερ, εκμεταλλευόμενη την ούτως ή άλλως γενναιόδωρη προς τους ηθοποιούς σκηνοθετική προσέγγιση του Μάλικ, ενώ από αρκετά κοντά την ακολουθεί και ο Όγκαστ Ντιλ (fun fact: στους «Μπάσταρδους» του Ταραντίνο έπαιζε τον ναζί που τσάκωσε στο καπηλειό τον Φασμπέντερ και την παρέα του). Για το τέλος, ας σημειωθεί πως το «Μία Κρυφή Ζωή» σηματοδοτεί μία από τις τελευταίες παρουσίες στη μεγάλη οθόνη του σπουδαίου Μπρούνο Γκανζ.