A Complete Unknown - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

A Complete Unknown

A Complete Unknown

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Μάνγκολντ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζέιμς Μάνγκολντ, Τζέι Κοκς
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τιμοτέ Σαλαμέ, Μόνικα Μπάρμπαρο, Έντουαρντ Νόρτον, Ελ Φάνινγκ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Φαίδων Παπαμιχαήλ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment
    A Complete Unknown

Kαταπληκτική ερμηνεία συνόλου, ξεσηκωτικό στα μουσικά του μέρη, πιθανότατα και οσκαρικό. Πρόκειται για εκείνο το crowdpleaser που, αν και σπάνια προσεγγίζει τη σπουδαιότητα, θα θέλαμε να βλέπουμε συχνότερα στη μεγάλη οθόνη. Κι αν εργάζονταν δέκα Τζέιμς Μάνγκολντ παραπάνω στο σημερινό στουντιακό σύστημα, θα το παίρναμε.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Στους δημιουργούς πρώτης γραμμής ο Τζέιμς Μάνγκολντ μπορεί να μην βρίσκεται, αλλά το κλασικό αμερικανικό σινεμά το αγαπά πολύ και στις ταινίες του συνηθίζει να έχει ένα σχετικό σημείο αναφοράς, άλλοτε κεκαλυμμένο, άλλοτε ευθέως αναφερόμενο. Αν στον «Logan» η πατρική φιγούρα του Γούλβεριν και η «θετή» κόρη παρακολουθούσαν το «Shane», ξεκλειδώνοντας έτσι τον τρόπο ανάγνωσης του ήρωα (και της ταινίας μαζί), εδώ ο Μάνγκολντ βάζει τον Μπομπ Ντίλαν και τη σύντροφό του Σίλβι να παρακολουθούν το «Now, Voyager», το μελόδραμα του Έρβιν Ράπερ με μια συγκλονιστική Μπέτι Ντέιβις που, μέσω της ψυχαναλυτικής θεραπείας, συγκρούεται με το παρελθόν της και με μια δεσπόζουσα (αν και όχι απαραίτητα δεσποτική) μητρική φιγούρα και κατορθώνει να αλλάξει και να κάνει μια νέα αρχή.

Προσοχή, δεν «βρίσκει τον εαυτό της», όπως λέμε, αλλά ανακαλύπτει την ανάγκη της να μεταμορφωθεί, τη θέλησή της για αλλαγή – η θεραπεία άλλωστε είναι ένα έργο εν εξελίξει. Έτσι κι ο Ντίλαν της ταινίας, που έρχεται από τη Μινεσότα, με την κιθάρα στον ώμο, για να συναντήσει τον επιδραστικό για τον ίδιο Γούντι Γκάθρι,  έχει την ανάγκη να μεταμορφωθεί. Με την τραγουδοποιία να αντικαθιστά την ψυχανάλυση, μέχρι το τέλος της ταινίας ο ήρωας θα το πετύχει – η δράση σταματά λίγο μετά την επεισοδιακή συναυλία στο Νιούπορτ. Όταν λίγο πριν τους τίτλους τέλους, ο Ντίλαν επιστρέφει στον Γκάθρι τη φυσαρμονικά του, εκείνος τού γνέφει να την κρατήσει, αναγνωρίζοντας την ανάγκη του για μεταμόρφωση, την ανάγκη της ίδιας της μουσικής να μεταμορφωθεί για να επιβιώσει, ίσως κι ότι το πνεύμα της επανάστασης συνεπάγεται τη δυνατότητα (και το σθένος) να αναιρέσεις ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό και όσα τον συνέθεταν μέχρι τώρα.

Φυσικά, κάθε μεταμόρφωση, κάθε αλλαγή, μπορεί να κουβαλά και μια μελαγχολία, αν όχι έναν θρήνο για όσα αφήνει πίσω.Ο Μάνγκολντ, όμως, δεν είναι ο σκηνοθέτης που θα κάνει μια κεντρική ιδέα σαν αυτή και κεντρική σκηνοθετική γραμμή, που θα εφαρμόσει πάνω της τον τόνο και ρυθμό και θα την υπογραμμίσει με τις παρεμβάσεις του. Τον μέλλει να στήσει τις σκηνές του με ζηλευτό επαγγελματισμό, να αφηγηθεί παρατακτικά και κατανοητά και να μην κάνει το κοινό του να βαρεθεί. Έτσι, δεν καταφέρνει τη μεγάλη ταινία, εκείνη που μας έδωσε πχ. ο Σκορσέζε με το σχεδόν αριστουργηματικό «No Direction Home» του, καλύπτοντας ανάλογο χρονολογικό έδαφος, αλλά εφαρμόζοντας την ιδέα του σκορσεζικού ήρωα στον Ντίλαν – ο Ντίλαν εκεί τιμωρείται για την ύβρη του να πετάξει ψηλά και να αψηφήσει τους «θεούς» κι αφού ταπεινώνεται, παίρνει από τους τελευταίους ένα ξεροκόμματο λύτρωσης στο πιάτο του.  Καταφέρνει όμως μια ταινία άκρως ψυχαγωγική, με τη μουσική να αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία, με τις εκτελέσεις των τραγουδιών να στήνονται και να κινηματογραφούνται ευλαβικά, συχνα σαν ιεροτελεστία – θα σταυρώσετε τα χέρια και θα σας πέσει το σαγόνι όταν η Μόνικα Μπάρμπαρο ερμηνεύει το «House of the Rising Sun» ως Τζόαν Μπάεζ.

Και, όπως πάντα, θα πριμοδοτήσει τους ηθοποιούς του, θα βγάλει από αυτούς μια εξαιρετική ερμηνεία συνόλου – είναι καλός σκηνοθέτης ηθοποιών ο Μάνγκολντ, ελάχιστα του έχει αναγνωριστεί- που αναγνωρίστηκε κι από το Σωματείο Ηθοποιών και πιθανότατα θα βραβευτεί. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ δούλεψε πολύ για να βρει τη μανιέρα του Ντίλαν, ειδικά στον τρόπο που τραγουδά – και πού αλλάζει το τραγούδι του, μιμούμενος άλλους, με βάση τα εκάστοτε ερεθίσματα και τη διάθεσή του. Δεν πρόκειται για απλή μίμηση όμως. Δείτε στην αρχή, όταν τραγουδά στον Γκάθρι, πώς ξεκινά συνεσταλμένα, σχεδόν ντρέπεται να τον κοιτάξει στα μάτια, και πώς όταν διαγνώσει την έγκριση από το είδωλό του, ζωντανεύει και παίρνει θάρρος κι αυτό το θάρρος ενσωματώνεται και στο τραγούδι του. Το παίξιμο του Σαλαμέ ενσωματώνει και τον (αναπόφευκτο) κωλοπαιδισμό, καθώς κι εκείνη την απομάκρυνση και τη δυσφορία, που πηγάζει τόσο από την ανάγκη μεταμόρφωσης του Ντίλαν, όσο κι από την ταυτόχρονη παρουσία του σε ένα άλλο κόσμο, εκείνον όπου τα πνεύματα υφαίνουν μουσική.

Ο Πιτ Σίγκερ του Έντουαρντ Νόρτον έχει τόσο πηγαία καλοσύνη, που αναρωτιέσαι μήπως ο ηθοποιός θα έπρεπε να είχε χτίσει σχετική σταρ περσόνα  και να αποκτήσουμε ακόμα έναν Τζίμι Στιούαρτ ή Τομ Χανκς – κι ας χάναμε μερικές «ηλεκτρισμένες» ερμηνείες στην πορεία. Για τη Μόνικα Μπάρμπαρο, τα είπαμε, έχει χάρισμα θεόσταλτο, αυτός ο μαγνητισμός είναι έμφυτος ενδιάθετος, δεν φτιάχνεται. Πρέπει να της βρουν κι άλλους ρόλους άμεσα. Η Ελ Φάνινγκ με τη σειρά της είναι από εκείνες τις θαυμάσιες ηθοποιούς με την κατάρα να μην τους αναγνωρίζεται άμεσα και ευρέως όσα «θαυμαστό» κομίζουν- κάνουν ακριβώς ό,τι εξυπηρετεί τη σκηνή και το γενικότερο όραμα και τίποτε παραπανίσιο, ποτέ δεν θα καπελώσουν τον συμπρωταγωνιστή τους, αν δεν είναι απαραίτητο. Κι ο Σκουτ ΜακΝέρι δεν λαμβάνει μέρος στην οσκαρολογία, μόνο επειδή ο φιλμικός του χρόνος είναι λίγος, ίσως κι επειδή δεν είναι τόσο γνωστός. Αν στη θέση του βρισκόταν ο φίλος του σκηνοθέτη Χιου Τζάκμαν, που μοιάζει και περισσότερο στον Γκάθρι παρεμπιπτόντως, θα διάβαζες για «αποκαλυπτική» ερμηνεία.

Πρόκειται για actors showcase λοιπόν, πρόκειται και για crowdpleaser, από εκείνα που σηκώνουν επαναληπτικές προβολές, και μόνο για να ξαναδείς τη σκηνή στο Νιούπορτ, που θα πάρει κάποιες (δεκτές) ελευθερίες χάριν δραματουργίας – «Ιούδα» πχ. τον Ντίλαν τον αποκάλεσαν μεταγενέστερα, σε συναυλία επί βρετανικού εδάφους- αλλά θα συλλάβει τον παλμό της βραδιάς, θα αφηγηθεί παράλληλα τα εντός κι εκτός σκηνής, με τους τεχνικούς του ήχου να κάνουν θαύματα, και θα μάς ξεσηκώσει στο κάθισμα.

Δεν πειράζει που δεν είναι σπουδαίο το «Complete Unknown», δέκα με δεκαπέντε ταινίες παραπάνω σαν αυτή τον χρόνο αν έβγαζαν τα στούντιο, θα ήμασταν ευτυχισμένοι – και θα πήγαινε κι ο κόσμος συχνότερα στο σινεμά.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • A Complete Unknown
  • A Complete Unknown