Για την Κιάρα
A Chiara
Στην Τζόια Τάουρο της Καλαβρίας, η 15χρόνη Κιάρα βλέπει τον πατέρα της να χάνεται μυστηριωδώς και να μαθαίνει γι' αυτόν και την εγκληματική του δραστηριότητα από το διαδίκτυο. Όμως είναι αποφασισμένη να τον βρει, με όποιες συνέπειες. Έντιμο κοινωνικό δράμα από αρμόδια ιταλικά χέρια, που δια του ατομικού θίγει μια σειρά συλλογικών προβλημάτων για την Ιταλία και τον κόσμο.
Δεν πρέπει να υπάρχει περίπτωση να ψάξει κανείς την Τζόια Τάουρο στο διαδίκτυο και να μην την συνδέσει με το οργανωμένο έγκλημα. Το λιμάνι της μικρή πόλης βρίσκεται υπό τον έλεγχο της τοπικής Ντραγκέτα, μια καλαβρέζικη εκδοχή της ναπολιτάνικης Καμόρα, βασισμένη όμως ολοκληρωτικά σε αδιαπέραστους δεσμούς αίματος. Η Ντραγκέτα «είναι αυτό που είναι» κάτω από την αδιάφορη/αδύναμη μύτη της ιταλικής διοίκησης, πέρα μακριά από την αντίληψη ή την ικανότητα, ή και την διάθεση, άμεσης επέμβασης οποιουδήποτε. Είναι άραγε και αυτή τελικά ένα σύμβολο μιας ακεραιότητας (εγκληματικής μεν, αλλά ακεραιότητας) των γεννημάτων-θρεμμάτων μιας κοινωνίας εξαιρεμένης από την καπιταλιστική πρόοδο, τα οποία βρίσκουν τρόπο ύπαρξης; Ίσως. Για τους έξω, πάντως, η οργάνωση είναι «η Μαφία». Από μέσα, είναι «ένας τρόπος να επιβιώνεις», όπως χαρακτηριστικά ακούγεται στο έργο.
Η ταινία του Γιόνας Καρπινιάνο, που κλείνει και μια γεωγραφική, κοινωνικοπολιτική τριλογία μετά τα «Mediterranea» (2015) και «A Ciambra» (2017), δεν αποτελεί πάντως μια άμεση καταγγελία. Δεν λείπουν κάποιες στιγμές με βαριά κάμερα (κατά το βαρύ χέρι), που θα ωφελούσαν αν απουσίαζαν διότι δίνουν έναν στόμφο στο έργο. Δεν είναι όμως πολλές, αντιθέτως. Και όλες τους, σχεδόν, εξουδετερώνονται από μια λεπτοφτιαγμένη δραματουργική ζυγαριά, ευτυχώς αδύναμη να δώσει επιπόλαια μέτρηση. Το παραπάνω ωφελεί εντελώς τον, κατά τον υπογράφοντα, πραγματικό στόχο του έργου που είναι η καταγραφή της ενηλικίωσης της Κιάρα και δια μέσω αυτής την ιχνογραφία ατομικών διαδρομών σε ένα τοπικό σύμπαν όπου η οικογένεια συνιστά ευλογία και κατάρα.
Ο δρόμος που ακολουθεί ο Καρπινιάνο είναι δικής του εμπνεύσεως. Με τα καλά του και με τις αδυναμίες του. Διαλέγει αρχικά την οδό του «κινηματογράφου της αλήθειας», εξού και η επιλογή μιας πραγματικής οικογένειας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η Κιάρα (Σουάμι Ρότολο), όπως και οι γονείς και τα αδέλφια της, δεν γνωρίζουν πολλά έξω από τους ρόλους τους, με την Κιάρα ειδικά να αφήνεται σαν σε οδυνηρό escape room να καταλάβει τι είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση του πατέρα της. Γνωρίζει βέβαια ότι «όλα είναι μια ταινία», καθώς όμως είναι ένα κορίτσι από την Τζόια Τάουρο, κουβαλά πάνω της τα μπαγκάζια του τόπου, φέρει και όλη την αυθεντικότητα. Η κάμερα μένει πεισματικά πάνω της κι αυτή ανταποδίδει ίσως όχι μια μεστή, επαγγελματική ερμηνεία εκφράσεων, αλλά οπωσδήποτε μια δουλεμένα μονοτονική και «ερασιτεχνικά» αφτιασίδωτη καθαρότητα. Ο εμμονικός φακός και ο ενίοτε περιορισμένης χρησιμότητας αργός ρυθμός δεν μας χαρίζουν ίσως μια απρόσκοπτη εμβύθιση στην ψυχολογία της, το εξαιρετικό όμως μοντάζ των αντιδράσεων αποδίδει απόλυτα την αποφασιστικότητά της και την συγκλονιστική απώλεια της αθωότητας.
Ο και σεναριογράφος Καρπινιάνο κρατά λοιπόν έναν βασικό «νεορεαλισμό», που πάντως μολύνεται, επίσης κατά βάση εύστοχα, από στοιχεία όπως η χρήση της μουσικής ή το περιστασιακό, λιτά ποιητικό στιλιζάρισμα και η έκτακτη ψυχολογική σύνδεση του καιρού με το δράμα. Η διηγητική μουσική, μουσική δηλαδή που οι χαρακτήρες ακούνε οι ίδιοι στην εξέλιξη του έργου (κυρίως ιταλική τραπ), προσδίδει μια πρόσθετη ηλικιακή ακριβολογία, ταυτόχρονα όμως διευρύνει τον ορίζοντα του έργου: Ναι, αυτά συμβαίνουν στην ταπεινή Καλαβρία, την χτυπημένη από όλα τα σύγχρονα δεινά των «πολλών ταχυτήτων», αλλά όσα βλέπουμε είναι μια αποτύπωση της γενιάς αυτής για την μοντέρνα Ευρώπη - και όχι μόνο.
Το αποτέλεσμα θα μπορούσε - και υπό μια αυστηρότερη κρίση θα έπρεπε - να είναι πιο ανοιχτό σε ατραπούς ταξικής και ιδίως φεμινιστικής ανάγνωσης. Τα στοιχεία υπάρχουν, όμως η δραματική ματιά μένει ατομοκεντρική. Αν το έκανε, αν ξαναδιάβαζε με συνειδητή φιλοδοξία την πατριαρχικότητα του οργανωμένου εγκλήματος (και των κινηματογραφικών του ενσαρκώσεων βέβαια), τον ενεργό γυναικείο ρόλο (αντιστασιακά, αντί συνενοχικά, όπως ο υπανάπτυκτος χαρακτήρας της μάνας) και αν επίσης πόνταρε περισσότερα στην ταξική υπερδήλωση (υπάρχει ο θαυμάσιος διάλογος για τον Ραφαέλο που δίνει πάσες, αλλά μένει ανεκμετάλλευτο μοτίβο), θα είχαμε να κάνουμε ίσως με μια μεγάλη ταινία. Και έτσι, ωστόσο, πειστικό αισθητικό ντοκουμέντο παραμένει και μπορείτε άφοβα να το τιμήσετε.