Από σήμερα στις αίθουσες: Το «Megalopolis» του Κόπολα είναι ένα magnum opus και μαζί μια πράξη καλλιτεχνικής αυτοκτονίας
Περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες αφότου εκδήλωσε την επιθυμία του να το πραγματοποιήσει, ο 85χρονος σκηνοθέτης παραδίδει επιτέλους το μακροχρόνιο όραμα και τον διακαή κινηματογραφικό πόθο του: μια γιγαντιαία sci-fi αλληγορία που συναγωνίζεται σε μέγεθος, φιλοδοξία και ρίσκο τις επικές δημιουργίες του Κόπολα από το ένδοξο παρελθόν του, την ίδια στιγμή που υπόσχεται να διχάσει και να συζητηθεί όσο ελάχιστες ταινίες της πρόσφατης μνήμης.
Αν υπήρξε ποτέ σκηνοθέτης μετά τον Όρσον Γουέλς, που να αντιμετώπισε την καριέρα του ως μια δονκιχωτική αλληλουχία από υπέρμετρες φιλοδοξίες και αυτοκαταστροφικά ρίσκα, που κατόρθωσε να θριαμβεύσει όσο συχνά ηττήθηκε και που ποτέ δεν σταμάτησε να υπερασπίζεται το καλλιτεχνικό του όραμα σε πείσμα κάθε χολιγουντιανού παρεμβατισμού, αυτός είναι σίγουρα ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Για να γυρίσει τον πρώτο «Νονό», 50 και κάτι χρόνια πριν, χρειάστηκε να κερδίσει μια σειρά από μνημειώδεις μάχες με το στούντιο της Paramount. Για να πραγματοποιήσει την «Αποκάλυψη Τώρα» έβαλε ενέχυρο τρία χρόνια από τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του, μαζί και ολόκληρη την περιουσία τους. Για να σκηνοθετήσει το μουσικοχορευτικό «Μια Μέρα Ένας Έρωτας» του 1981, με τον πανάκριβο και άκρως φαντασμαγορικό τρόπο που επιθυμούσε, κατέληξε να χρεωθεί μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές αποτυχίες της δεκαετίας του '80 και να γίνει για τα επόμενα χρόνια σκλάβος των στούντιο προκειμένου να ξεχρεώσει. Κι όταν πια τακτοποίησε μια και καλή τις κινηματογραφικές του οφειλές, στο δεύτερο μισό των 00s, αποφάσισε να ακολουθήσει έναν πειραματικό και εντελώς μοναχικό δρόμο.
Στη διάρκεια των τελευταίων 47 χρόνων, από το 1977 δηλαδή, ο Κόπολα αναφερόταν ξανά και ξανά στη θέλησή του να πραγματοποιήσει ένα επικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας για την πιθανότητα μιας ιδανικής και απολύτως δημοκρατικής κοινωνίας του μέλλοντος. Από την πρώτη φορά που ακούστηκε το όνομα «Megalopolis», μέχρι χτες βράδυ που η εμφάνιση του τίτλου στη μεγάλη οθόνη προξένησε ρίγη στο κοινό του Φεστιβάλ Καννών, η ταινία πέρασε από αμέτρητες αναβολές και ματαιώσεις, συχνότερα επειδή ο σκηνοθέτης δυσκολευόταν να βρει χρηματοδότηση για το παράτολμο και άκρως ιδιοσυγκρασιακό του σχέδιο. Και να που, 85 ετών πλέον, με έναν προϋπολογισμό 120 εκατομμυρίων δολαρίων τον οποίο κάλυψε εξ ολοκλήρου μόνος, ο Κόπολα παρέδωσε επιτέλους ολοκληρωμένο το ξέφρενο όραμά του, εμπνευσμένο εξίσου από το «Μετρόπολις» του Φριτς Λανγκ, το μυθιστόρημα «The Fountainhead» της Άιν Ραντ και τα συμβάντα που οδήγησαν στη συνομωσία του Κατιλίνα εναντίον του ρωμαϊκού πολιτειακού καθεστώτος!
Η ταινία είναι μια σύνθετη κινηματογραφική κατασκευή που τρέφεται και παράλληλα κανιβαλίζεται από το χάος και την τρέλα της
Και μόνο η ύπαρξη πλέον αυτής της ταινίας προκαλεί συγκίνηση, ιδίως αν λάβει κάποιος υπόψη την προϊστορία της, τον μακροχρόνιο πόθο του δημιουργού της να την ολοκληρώσει όσο και την απόφασή του να την γυρίσει ανεξάρτητα και με δικά του χρήματα. Το σενάριο του «Megalopolis» γράφτηκε ξανά και ξανά μέσα στις δεκαετίες, κρατώντας ως κεντρική ιδέα την ιστορία ενός πρωτοποριακού αρχιτέκτονα και επιστήμονα, με την ικανότητα να ρυθμίζει τον χρόνο και τον χώρο, ο οποίος βασίζει σε ένα θαυματουργό κατασκευαστικό υλικό το όνειρό του για μια ουτοπική μητρόπολη του μέλλοντος. Μέσα από την ιστορία αυτή, ο Κόπολα επιχειρεί μια απρόσμενη αντιστοιχία των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που οδήγησαν την αρχαία Ρώμη στην καταστροφή με την εικόνα μιας σημερινής Αμερικής την οποία απειλούν παρόμοιοι κίνδυνοι και δονούν αντίστοιχα πάθη.
Είναι αδύνατο να συνοψίσει κανείς σε λίγες γραμμές τον αφηγηματικό χείμαρρο μιας ταινίας η οποία σκοπεύει να λειτουργήσει ως προειδοποιητική αλληγορία, ως μπαρόκ σάτιρα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και ως ένα είδος ρομαντικής παρακαταθήκης του σκηνοθέτη στις επόμενες γενεές, μια προτροπή του να χρησιμοποιήσουν καλύτερα το παρόν προκειμένου να εξασφαλίσουν ασφαλέστερο το μέλλον. Είναι εξίσου όμως αδύνατο για κάποιον να περιγράψει και όσα συμβαίνουν εν γένει στο εξωφρενικό «Megalopolis». Η ταινία είναι μια σύνθετη κινηματογραφική κατασκευή που τρέφεται και παράλληλα κανιβαλίζεται από το χάος και την τρέλα της, ένα συνονθύλευμα από συχνά αδιέξοδες ή ανώφελες υποπλοκές, από πομπώδεις λογοτεχνικές αναφορές, από αμφίβολου γούστου ευρήματα, από συμβολικούς ήρωες και καρναβαλικές καρικατούρες που δεν αποκτούν ποτέ ζωή.
Tο «Megalopolis» προκαλεί δέος και απορία, σαν ένα όχημα που απειλεί διαρκώς να εκτροχιαστεί, σαν μια χειρονομία αυθαιρεσίας στο όνομα μιας μεγάλης ιδέας
Όλα τα παραπάνω ο Κόπολα τα αδειάζει άτακτα και ανερμάτιστα στην οθόνη, συχνά σπασμωδικά και με παροιμιώδη έλλειψη συνοχής, τόσο θεματικά όσο και αισθητικά. Η ταινία παλεύει να βρει τον εαυτό της μέσα από τις οπερατικές διαθέσεις και τα art deco σκηνικά της, δημιουργώντας ένα παράδοξο και υστερικό ψηφιδωτό από συμβάντα και διαθέσεις που ποτέ δεν βρίσκουν επαρκές δραματουργικό βάρος και ποτέ δεν αποκρυσταλλώνονται πλήρως μέσα από το κεφάλι του δημιουργού τους.
Ανάμεσα στο σαιξπηρικό δράμα και το ξεδιάντροπο camp, το φιλοσοφημένο παραμύθι και την φτηνή σαπουνόπερα, τις ασυμμάζευτες ερμηνείες και τα συχνά σαστισμένα πηγαινέλα αρκετών ηθοποιών, τα προβληματικά εφέ, την απλοϊκή ρητορεία και την εντύπωση ενός θεάματος που χρειάστηκε να συμπιεστεί και να μετριαστεί ελλείψει ανετότερων μέσων παραγωγής, το «Megalopolis» ολοένα απλώνει γέφυρες που προσπαθούν να ενώσουν το εμπνευσμένο με το ανόητο και ολοένα τις βλέπει να καταρρέουν.
Ο ενθουσιασμός του Φράνσις Φορντ Κόπολα πίσω από την κάμερα βοηθά, φυσικά, ώστε να μην γίνεται ποτέ βραδυκίνητη αυτή η άτακτη παρέλαση από παραδοξότητες και παραφωνίες. Όμως το «Megalopolis» δεν παύει να προκαλεί δέος και απορία, σαν ένα όχημα που απειλεί διαρκώς να εκτροχιαστεί, σαν μια χειρονομία αυθαιρεσίας και απροσεξίας στο όνομα μιας μεγάλης ιδέας. Αποτυχημένο το φιλμ ή όχι, ελάχιστη σημασία έχει. Γιατί ακόμη κι όταν καταθέτει τον παροξυσμό και το παραλήρημά του ένας 85χρονος σκηνοθέτης με το παρελθόν και την τεράστια προσφορά του Φράνσις Φορντ Κόπολα, οφείλει κανείς να το αντιμετωπίζει με σεβασμό. Αν μη τι άλλο για ένα είδος θάρρους και θράσους που αποκλείεται κάποιος να επικαλεστεί ξανά.
INFO
Το «Megalopolis» προβάλλεται από την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου στις αίθουσες σε διανομή Feelgood Entertainment.