Σπιθαμιαία στην όψη μα ευμεγέθης καλλιτεχνικά, η Ιρλανδή τραγουδίστρια με το ξυρισμένο κεφάλι και την αδιάλειπτα ταραχώδη ζωή, προσέλκυσε απεριόριστα τους κιτρινισμούς, στόλισε την ποπ και όχι μόνο δισκογραφία και άφησε μια παρακαταθήκη που μένει ίσως ακόμα να αναγνωριστεί. Το σινεμά μια φορά την χρειάστηκε μουσικά αναρίθμητες φορές.
Πολλοί από εμάς, τουλάχιστον της γενιάς που συμπορεύθηκε με την ανατολή του άστρου της εκεί στα τέλη του '80 και την βίαιη δύση του (από τα charts) σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, αισθανθήκαμε το τσίμπημα χθες στο άκουσμα του θανάτου της. Πρόωρος κατά μια έννοια, ξακουστά καθυστερημένος αν λάβει κανείς υπ' όψιν του τα σημεία της ζωής της ήδη από την εποχή της σύντομης, μα εκθαμβωτικής, δόξας.
Η Σινέντ έβγαλε έναν καταπληκτικό δίσκο στα 20 της (...), το Drink Before the War από αυτόν στο «State of Grace» του Φιλ Ιωάννου (ναι όχι Τζοάνου κι ας είναι το σωστό) μας σημάδεψε για πάντα, απογείωσε στην στρατόσφαιρα του 1990 το Nothing Compares 2U (κι αυτό από έξοχο, δεύτερο, δίσκο), που ο Prince είχε πρωτοβγάλει πέντε χρόνια πριν, μένοντας για έναν μήνα στο Νο1 του Billboard, έσκισε την φωτογραφία του Πάπα σε μνημειώδη στιγμή του SNL, διαμαρτυρήθηκε παντού και πάντα για την κακοποίηση και τα δικαιώματα παιδιών και γυναικών, δήλωνε λεσβία αλλά παντρεύτηκε τέσσερεις φορές άνδρες, άλλαξε τρεις φορές το όνομά της, αποκάλεσε το Βατικανό «φωλιά διαβόλων» και ζήτησε επανειλημμένα τoν αφορισμό της, δήλωσε Χριστιανή Καθολική, αλλά πριν πέντε χρόνια προσχώρησε στο Ισλάμ, έκανε δηλώσεις κατά καιρούς πιο απίστευτες απ' όσο κι η ίδια άντεχε, έκανε τέσσερα παιδιά, έζησε τον θάνατο του ενός...
Τέλος πάντων. Η ζωή της Σινέντ είναι τόσο δημοσιευμένη, τόσο αντιφατική, τόσο τρικυμισμένη. Κι όμως ακόμα κι όλες αυτές οι προκλήσεις, οι ενστάσεις, οι διαμαρτυρίες, οι πολλές φορές δίκαιες - και σίγουρα δικαιολογημένες - διαμαρτυρίες, ο αγώνας της με μια εύθραυστη υγεία και μια ψυχική διαταραχή, ίσως οφειλόμενη και στο οικογενειακό της παρελθόν, δεν μπόρεσαν ποτέ να επισκιάσουν, ιδίως αν προτιμάς την καλλιτεχνική φωνή από την ταμπλόιντ παράκρουση, την δημιουργικότητά της. Η φωνή της υπήρξε όπλο διαμετρήματος, οι ερμηνείες της έπειθαν στα πρώτα δευτερόλεπτα ότι ήσουν μάρτυς μιας ιδιοσυγκρασίας αχαλίνωτα εκφραστικής, δημιουργικής.
Εξού και το σινεμά την χρειάστηκε μουσικά άπειρες φορές. Ποιος ξεχνά το Υou Made Me The Thief of Your Heart από το «Εις το Όνομα του Πατρός», το I'm Not Your Baby στο «Τέλος της Βίας», το ηχόστρωμα στον «Μάικλ Κόλινς» του Νιλ Τζόρνταν, ο οποίος θα την χρησιμοποιούσε σε έναν χαρακτηριστικό ρόλο και στον υπέροχο «Μικρό Χασάπη» του (όπου τραγουδά αξέχαστα και το Butcher Boy), την φωνή της στις «Στάχτες της Άντζελα», το πλήρως παραγνωρισμένο ιρλανδικό του Άλαν Πάρκερ, ή την παρουσία της στους τίτλους της αρχής του «Ανεμοδαρμένα Ύψη» του Κοσμίνσκι, ως Μπροντέ υπό τους ήχους του Σακαμότο. Δεν τα ξεχνάμε ποτέ αυτά.
Αντίο Σινέντ μας, ξυρισμένο ξωτικό μας, μ' εκείνη τη φωνή που στις ψηλές της σε ταράζει σύγκορμο, με εκείνα τα κέλτικα σπασίματα που άλλες έκλεβαν κι άλλες κακοποιούσαν, με εκείνο το δάκρυ στο Nothing... που δεν μπορούσες να μην πιστέψεις, με τις συνεργασίες, τις θαρραλέες κραυγές και τους θλιμμένους ψιθύρους, τις στιγμές που σαν κακομαθημένη στεκόσουν ανυποχώρητη μπροστά σε σκληρά πλήθη κάνοντας το ατόφιο που έβγαινε πλημμυριστικά από μέσα σου. Αντίο ασίγαστα μαχητική γυναίκα, ανίκητα δημιουργική καλλιτέχνιδα. Να ησύχασες άραγε;