[Κριτική] Το «Bad Luck Banging or Loony Porn» του Ράντου Ζούντε είναι η ταινία που θέλουμε και πρέπει να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο!
Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ και ο Τζον Γουότερς δίνουν ραντεβού στη μακράν καλύτερη ταινία του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου: μια κινηματογραφική πρόκληση φοβερά επείγουσα, εξόχως πολιτική, λυτρωτικά αθυρόστομη και διαβολικά ψυχαγωγική που αξίζει να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο.
[Update]: Και πράγματι η ταινία είναι η νικήτρια της Χρυσής Άρκτου 2021
Μέσα σε κάτι ελάχιστα παραπάνω από μία δεκαετία, ο ρουμανικής καταγωγής Ράντου Ζούντε έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε έναν από τους πιο συναρπαστικούς δημιουργούς της χώρας του, όσο και αυτού που αξίζει να αποκαλούμε σήμερα αδιαπραγμάτευτα καλλιτεχνικό σινεμά. Η διεθνής αναγνώριση ξεκίνησε για τον 43χρονο σκηνοθέτη με το «Αφερίμ!», το 2015, και συνεχίστηκε έναν χρόνο μετά με τις «Ραγισμένες Καρδιές», τις μοναδικές μέχρι στιγμής ταινίες του που κάποιοι θαρραλέοι εγχώριοι διανομείς ανέλαβαν να κυκλοφορήσουν στις ελληνικές αίθουσες.
Μια διαβρωτικά χλευαστική (και ξεκαρδιστική) επίθεση που γίνεται εν πλήρη γνώσει της πιθανότητας να προσβάλλει
Ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν, παρόλα αυτά, ότι το εν πολλοίς αναθεωρητικό σινεμά του Ζούντε θα αποκτούσε σύντομα μια επιπλέον διάσταση, μέσω μιας σειράς ταινιών του άρχισαν να θολώνουν τις αντιλήψεις περί μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ με απώτερο σκοπό να σκαλίσουν τις λιγότερο κολακευτικές πτυχές του παρελθόντος της πατρίδας του και να αναρωτηθούν πώς διαχειρίζεται κανείς τα συσσωρευμένα κατάλοιπα και τα κληροδοτήματα της μνήμης και της Ιστορίας.
Ο κινηματογράφος που με σχεδόν επαναστατική διάθεση εμπλουτίζει χρόνο με τον χρόνο ο Ζούντε είναι το είδος του ατίθασου σινεμά των ιδεών που δεν λογαριάζει κανέναν και ανήκει αποκλειστικά στον δημιουργό του. Δεν έχει συγκεκριμένο κοινό στο μυαλό του, δεν υπακούει σε εποχιακές μόδες και τάσεις, δεν ενδιαφέρεται να γίνει εύπεπτο και αρεστό στις μάζες. Αντιθέτως, προσκαλεί τους θεατές σε ένα διαλεκτικό και μεταμοντέρνο παιχνίδι, μια εκ νέου ανασκόπηση και ανάγνωση της σύγχρονης Ιστορίας με εργαλεία την αιχμηρή σάτιρα και την κωμωδία του παραλόγου, πρωταγωνιστές της οποίας είμαστε, αυτή τη φορά, όλοι εμείς.
Τα παραπάνω αξίζει να τα διαβάσει οποιοσδήποτε δεν είναι εξοικειωμένος με τη μέχρι τώρα φιλμογραφία του Ράντου Ζούντε ή δεν γνωρίζει το παραμικρό για την περίπτωσή του, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένος για τη νέα του ταινία. Ακόμη κι έτσι, όμως, είναι βέβαιο ότι θα απομείνουν πολλοί με ανοιχτό το στόμα βλέποντας το «Ατυχές Γαμήσι ή Παλαβιάρικο Πορνό» (όπως μεταφράζεται στα ελληνικά ο τίτλος) και κυρίως το ξεκίνημά του: ένα πεντάλεπτο σκηνών harcdore σεξ οι οποίες αμέσως καταλαβαίνουμε ότι ανήκουν στο προσωπικό βίντεο που φιλμάρει ένα παντρεμένο ζευγάρι την ώρα της ερωτικής του περίπτυξης.
Χωρισμένη σε κεφάλαια, τα οποία συνοδεύονται από χρωματισμένες ροζ κάρτες, κιτς γραμμένους μεσότιτλους και χιουμοριστική μουσική υπόκρουση, η ταινία σηματοδοτεί από νωρίς τις παιχνιδιάρικες διαθέσεις και το κωμικοτραγικό ύφος της, ζητώντας ωστόσο από το κοινό να μην διαλέξει απαραιτήτως ανάμεσα στο σοβαρό και το φαιδρό, αλλά να αγκαλιάσει και τα δύο ως συγκοινωνούντα δοχεία της πραγματικότητας που περιγράφει ο σκηνοθέτης.
Αμέσως μετά από το τολμηρό της καλωσόρισμα, που σκοπό δεν έχει να προκαλέσει αλλά να ανοίξει με τον θεατή έναν διάλογο περί ηθικής (που θα «κλείσει» με κρότο στο τέλος), η ταινία μας εισάγει στο πρώτο της μέρος για να μας συστήσει την «πρωταγωνίστρια» της sex tape που λίγο κρυφοκοιτάξαμε: μια καθηγήτρια σε απελπισία καθώς το ιδιωτικό της βίντεο έχει μυστηριωδώς διαρρεύσει στο διαδίκτυο, η αξιοπρέπειά της κινδυνεύει και η δουλειά της απειλείται άμεσα.
Η κάμερα την ακολουθεί να μιλά αγχωμένη στο κινητό της τηλέφωνο, περπατώντας σε ένα Βουκουρέστι προσαρμοσμένο στις υγειονομικές συνθήκες της COVID εποχής, σε δρόμους με μαγαζιά κλειστά και επιγραφές για εκδηλώσεις που αναγκαστικά αναβλήθηκαν, με περαστικούς εξαγριωμένους και επιθετικούς, με την αποκαρδιωτική εικόνα μιας πόλης της οποίας ακόμη και τα πιο όμορφα κτίρια, τις πιο γραφικές της γωνιές έχει παραβιάσει μια κακόγουστη αισθητική της ραγδαίας δυτικοποίησης.
Και εκεί που παρακολουθούμε κατά πόδας τη μασκοφορεμένη καθηγήτρια, η κανονική ροή της ταινίας φρενάρει και μας εισάγει απότομα σε ένα αριστουργηματικό 25λεπτο που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εκπληκτικό μικρού μήκους φιλμάκι από μόνο του και το οποίο, σε έναν τέλειο κόσμο, θα έπρεπε, ταυτόχρονα με τις σάλες των κινηματογράφων, να προβάλλεται και στις αίθουσες διδασκαλίας των σχολείων.
Το κομμάτι αυτό της ταινίας φέρει τον τίτλο «Μικρό Λεξικό με Ανέκδοτα, Σημεία και Θαύματα» και αποτελεί έναν καταιγισμό αναφορών, φιλοσοφικών τσιτάτων, λογοτεχνικών αποσπασμάτων, αστείων παρατηρήσεων, αρχειακών πλάνων και πάμπολλων ειρωνειών που εναλλάσσονται και δουλεύουν βομβαρδιστικά: Κατακεραυνώνουν αλλεπάλληλα όχι μόνο συγκεκριμένα σύμβολα και «ένδοξα» γεγονότα της ρουμανικής Ιστορίας αλλά και θεσμούς, παραδόσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές της μοντέρνας ζωής.
Πρόκειται για μια διαβρωτικά χλευαστική (και ξεκαρδιστική) επίθεση που γίνεται εν πλήρη γνώσει της πιθανότητας να προσβάλλει ή να φανεί διδακτική. Όμως είναι τέτοια η φρενίτιδα και τόσο εύστοχες και πνευματώδεις οι βολές της ώστε αφήνουν τον θεατή σε κατάσταση εγκεφαλικής υπερδιέγερσης μπροστά στο μέγεθος των πληροφοριών και στο σκιαγράφημα ενός κόσμου σε παραφροσύνη που περικυκλώνει την ηρωίδα και ο οποίος δεν απέχει πολύ από τον δικό μας.
Κανένα απολυμαντικό δεν αρκεί για να απαλλάξει από τις δυσάρεστες οσμές της Ιστορίας.
Αμέσως μετά το οπτικοακουστικό αυτό ξέσπασμα η ταινία μπαίνει στο τρίτο και τελευταίο μέρος της: μια παρωδία λαϊκού δικαστηρίου με επίκεντρο την καθηγήτρια και γύρω της συγκεντρωμένο ένα πλήθος από συναδέλφους, γονείς, ιερείς, στρατιωτικούς και ανώνυμους οι οποίοι κλήθηκαν να αποφασίσουν αν η «κολάσιμη» πράξη της πρέπει να της στερήσει τη δουλειά της και να την στιγματίσει.
Κι ενώ η φαρσική δίκη δείχνει να μακρηγορεί, ο Ζούντε εξαπολύει ένα ντελιριακό και βλάσφημο φινάλε που θα μπορούσε να είχε σκεφτεί ο Τζον Γουότερς και το οποίο ενώνει τον κυνισμό, τον σαρκασμό και την αγανάκτηση που έχουν προηγηθεί σε μια κραυγή εκτόνωσης.
Είναι μια δήλωση θυμού και ύστατης ασέβειας απέναντι στην εμπορευματοποίηση και πορνογράφηση των πάντων, τη βεβήλωση του απλού ανθρώπου από την ηθικολογία και τον φαρισαϊσμό και βέβαια την κατά συρροή υποκρισία μιας προοδευτικής, υποτίθεται, κοινωνίας που νοιάζεται να ξεπλύνει με αντισηπτικό υγρό τα όποια μικρόβια στα χέρια της και να φορά σχολαστικά τις προστατευτικές μάσκες στα πρόσωπά της.
Όμως κανένα απολυμαντικό δεν αρκεί για να απαλλάξει από τις δυσάρεστες οσμές της Ιστορίας. Καμιά μάσκα δεν έχει εφευρεθεί για να κρύψει ένα ένοχο πρόσωπο. Κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Κανείς δεν δικαιούται να εκσφενδονίσει τον πρώτο λίθο. Και αν κάποιος γελάει με τη σατανική κωμωδία του Ζούντε, το κάνει σίγουρα με σφιγμένα τα δόντια.