[Κριτική] Η «Πίτσα Γλυκόριζα» του Πολ Τόμας Άντερσον είναι το βαθιά απολαυστικό κινηματογραφικό πιάτο της χρονιάς!
Μια από τις δυο-τρεις καλύτερες ταινίες του 2021 μας έρχεται στις αρχές του 2022 και, πιο συγκεκριμένα, τον Γενάρη. Μέχρι τότε κάντε λίγο υπομονή και διαβάστε τη γνώμη του cinemagazine.gr για την πολυαναμενόμενη καινούργια δημιουργία του Πολ Τόμας Άντερσον.
Η περιοχή του Σαν Φερνάντο Βάλεϊ είναι από τις πιο προνομιούχες του Λος Άντζελες. Οι ρυθμοί είναι χαλαροί, η ποιότητα ζωής υψηλή, το πράσινο άφθονο, η θερμοκρασία ποτέ δεν χαλάει το χατίρι όσων αγαπούν το συνεχές καλοκαίρι και η βιομηχανία του θεάματος, λίγα βήματα μακριά, ρίχνει καθημερινά τη σκιά της στα όνειρα και τις επιθυμίες των κατοίκων. Μέσα στις τελευταίες δεκαετίες η ηλιόλουστη τοποθεσία φιλοξένησε δημοφιλείς ταινίες όπως ο «Ε.Τ.», το «Καράτε Κιντ», η «Πιο Κουφή Μέρα του Φέρις Μπιούλερ», το «American Beauty», οι δυο πρώτοι «Εξολοθρευτές», το «Valley Girl». Όμως το εγκώμιο του ειδυλλιακού προαστίου το έπλεξε γλαφυρότερα από κάθε άλλον ο Πολ Τόμας Άντερσον. Μεγάλωσε κοντά εκεί και επέστρεψε ως σκηνοθέτης για να γυρίσει τις «Ξέφρενες Νύχτες», τη «Μανόλια» και κομμάτια του «Punch-Drunk Love». Σε καμιά προηγούμενη ταινία του, ωστόσο, δεν εκδήλωσε τόσο νοσταλγικά την αγάπη του για τις μυθολογίες και την πολυμορφία του μέρους αυτού όσο στην καινούργια του.
Η «Πίτσα Γλυκόριζα» αποτελεί ένα πολύχρωμο πανόραμα των καλιφορνέζικων seventies, προσαρμόζοντας την πλοκή της στις αρχές της σημαδιακής δεκαετίας και στην τότε νεολαία με τον ίδιο καλειδοσκοπικό τρόπο που το «American Graffiti» του Τζορτζ Λούκας χαρτογραφούσε τις παράλληλες διαδρομές μιας ομάδας αγοριών και κοριτσιών το 1962, στη μία καθοριστική νύχτα που τους ήθελε να αποχαιρετούν οριστικά την ξενοιασιά τους. Η ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον εστιάζει στο συνεσταλμένο και ανολοκλήρωτο ρομάντζο ανάμεσα σε ένα φιλόδοξο δεκαπεντάχρονο αγόρι με ζωηρό επιχειρηματικό μυαλό και το κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο κορίτσι που του κλέβει εξαρχής την καρδιά. Οι πορείες τους πότε συναντιούνται και πότε απομακρύνονται ενόσω καθένας διαπιστώνει με τον δικό του γλυκόπικρο τρόπο ότι, σε ένα ταξίδι με αναπόφευκτο προορισμό την ενηλικίωση, καμιά εφηβική αθωότητα δεν μπορεί να αποτελεί πάντοτε καταφύγιο και άλλοθι.
Μια φωτεινή καρτ ποστάλ από το μαγικό εκείνο σημείο του παρελθόντος που θα είναι ισόβια συνδεδεμένο με την παιδική ηλικία και τα σεισμικά πρώτα σκιρτήματά της
Ρομάντζο μετ' εμποδίων και συνεχών αναβολών, η ταινία απλώνεται σε έναν ευρύτερο θεματικό καμβά ως ένα πορτρέτο της Αμερικής σε δεδομένη χρονική στιγμή, εκεί που ένας πιο ανώδυνος κόσμος του παρελθόντος τελειώνει και ένας νέος, κυνικότερος και πιο ωφελιμιστικός υψώνεται. Είναι ένα μωσαϊκό το οποίο συνθέτουν μικρές βινιέτες από τις ζωές ανθρώπων που έχουν μάθει στο πολύ ραχάτι και δεν είναι ποτέ προετοιμασμένοι για τις βίαιες αναταράξεις της ζωής και χαρακτήρων με άγνοια κινδύνου και σε απόσταση αναπνοής από οτιδήποτε ανησυχητικό καιροφυλακτεί εκτός του κινηματογραφικού κάδρου. Είναι, τέλος, μια φωτεινή καρτ ποστάλ από το μαγικό εκείνο σημείο του παρελθόντος που θα είναι ισόβια συνδεδεμένο με την παιδική ηλικία και τα σεισμικά πρώτα σκιρτήματά της, άρα γι' αυτό και τόσο εξιδανικευμένο.
Από την υπερκινητική σκηνοθεσία και τη μεθυστική φωτογραφία μέχρι το ρυθμικό μοντάζ και την εκλεκτική χρήση τραγουδιών, η «Πίτσα Γλυκόριζα» είναι από μόνη της μια ανακούφιση. Επιστρέφει για λίγο το εξουθενωμένο αμερικανικό σινεμά σε μια παλιότερη εποχή (τα 70s) όπου οι σκηνοθέτες δούλευαν με διάθεση να δοκιμάσουν συνεχώς καινούργια πράγματα και να εκφραστούν θαρραλέα και ανενόχλητα, με αποτέλεσμα οι ταινίες τους να εκπέμπουν κάτι από τον ενθουσιασμό και την ελευθερία τους. Κάτι τέτοιο πετυχαίνει και ο Άντερσον εδώ. Στα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας έχει καταφέρει να κάνει αξιαγάπητους τους δυο πρωταγωνιστές του, με έναν καθόλου συνταγογραφούμενο ή γλυκερό τρόπο. Στην πρώτη μισή ώρα ο θεατής εύχεται αυτή η ζωηρή λιτανεία των seventies να μην τελειώσει ποτέ. Και αρκετό καιρό αφότου πέσουν οι τίτλοι τέλους στην οθόνη, τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα και τα τρυφερά μάτια των δυο νεαρών ηρώων, που σε κοιτάζουν όλο προσμονή και μικρομέγαλη τσαχπινιά, παραμένουν μια πολύτιμη ανάμνηση.
Υποδυόμενοι το αγόρι και το κορίτσι της ταινίας αντίστοιχα, ο Κούπερ Χόφμαν (γιος του αδικοχαμένου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) και η Αλάνα Χάιμ (μέλος του οικογενειακού γυναικείου συγκροτήματος που φέρει το επώνυμό της) δεν αποτελούν μόνο τις ερμηνευτικές ανακαλύψεις της χρονιάς, πραγματοποιώντας το υπέροχο ντεμπούτο τους στο σινεμά, αλλά με τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό τους γίνονται θαυμάσια ενσάρκωση μιας οικουμενικής εφηβείας, βιωμένης από πολλούς, εύκολα αναγνωρίσιμης σε όλους.
Το μόνο που εύχεται κανείς, βλέποντας την ταινία, είναι η κινηματογραφική διαδρομή των δυο αυτών ηρώων να μπορούσε να συνεχίζεται για πάντα
Η «Πίτσα Γλυκόριζα» βαδίζει σε ένα κλίμα ανέμελο και πληθωρικό, όπου τα ραδιόφωνα παίζουν ολημερίς, ωραίες μουσικές αντηχούν από παντού, η πόλη σφύζει από ενέργεια και μόνο οι τηλεοράσεις πραγματοποιούν την αναπόφευκτη σύνδεση με την πραγματικότητα του Ρίτσαρντ Νίξον και της σφοδρής πετρελαϊκής κρίσης που ετοιμάζεται να σαρώσει τη χώρα. Είναι επίσης φτιαγμένη από επεισόδια που σμίγουν τη σεναριακή φαντασία με αληθινά συμβάντα και με υπαρκτά πρόσωπα του σινεμά (ο Μπράντλεϊ Κούπερ στο ρόλο του παραγωγού Τζον Πίτερς, ο Σον Πεν ενσαρκώνει μια εκδοχή του ηθοποιού Γουίλιαμ Χόλντεν) και της πολιτικής (ο Μπένι Σάφντι υποδύεται τον παρ' όλίγον δήμαρχο του Λος Άντζελες, Τζόελ Γουάκς), υπογραμμίζοντας συχνά τη διττή υπόσταση μιας Αμερικής μοιρασμένης ανάμεσα στο είναι και το θεαθήναι.
Πρόκειται για ένα πολυφωνικό κινηματογραφικό όραμα, πολύ κοντά σε εκείνο του Ρόμπερτ Όλτμαν και του Τζόναθαν Ντέμι, με περιπλανώμενη αφήγηση, απρόβλεπτες τροπές και διαρκή την αίσθηση του αυτοσχέδιου και του παρορμητικού. Λίγο πειράζει που όλα τα κομμάτια της ταινίας δεν είναι το ίδιο πετυχημένα και οι συναισθηματικές ανταμοιβές παραμένουν σε γενικές γραμμές μετρημένες. Με ένα γλυκύτατο φινάλε που ταιριάζει το τέλος ενός ταξιδιού με την αφετηρία ενός άλλου και επαναλαμβάνει, για ακόμη μια φορά σε δημιουργία του Άντερσον, ότι πιο παρήγορη σκέψη σε αυτή τη ζωή είναι η πιθανότητα μιας κάποιας λύτρωσης, το μόνο που εύχεται κανείς, βλέποντας την ταινία, είναι η κινηματογραφική διαδρομή των δυο αυτών ηρώων να μπορούσε να συνεχίζεται για πάντα. Όμως στην ταινία του Άντερσον το «πάντα» είναι μια μάλλον ανυπόστατη έννοια. Η στιγμή είναι η μόνη αξιόπιστη μονάδα μέτρησης αυτού του κόσμου. Και μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, η στιγμή έχει χαθεί.
Η ταινία «Πίτσα Γλυκόριζα» θα ξεκινήσει να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 6 Ιανουαρίου του 2022 σε διανομή της Tulip.