«Η δουλειά πήγε στραβά και τα ρεμάλια στο τέλος σκοτώνονται». Το αγαπημένο θέμα για πολλά θρίλερ του ένδοξου αμερικανικού σινεμά-παρελθόντος, πέφρτει στα χεράκια του νεοσσού Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος μέσα από δανεικά και αγύριστα πλάνα, εμμονές σε στιλ Κιούμπρικ και ερμηνείες-νάρκες από παλιούς πολέμους δίνει μια γροθιά στο στομάχι σ' αυτούς που νομίζουν ότι η κλοπή δεν είναι μορφή Τέχνης.
Όλα αρχίζουν σε τερέν Σκορσέζε: Συζήτηση-μονοπλάνο γύρω από ένα τραπέζι γλιτσιάρικου καφέ στο Λος Άντζελες, όπου ο γερο-απατεώνας Τζο Κάμποτ και ο χοντρούλης γιος του Nice Guy Eddie (Κρις Πεν) συντονίζουν μια ομάδα από ρεμάλια και τους ψήνουν για μια ληστεία διαμαντιών. Η δουλειά πάει κατά διαόλου, γιατί μπαίνει στη μέση η προδοσία, και η συμμορία των τύπων που έχουν ονόματα-χρώματα κρύβεται σε μια αποθήκη.
Ο παμπόνηρος Ταραντίνο κατευθύνει την πτώση της ομάδας με τη μαεστρία ενός σκακιστή
Αμοιβαία καχυποψία, πανικός και αίμα στέλνουν τη συνοχή της συμμορίας στο διάβολο και ο παμπόνηρος Ταραντίνο κατευθύνει την πτώση της ομάδας με τη μαεστρία ενός σκακιστή. Η εξυπνάδα του έγκειται στο γεγονός ότι κλέβει «τεχνικά» από μια πληθώρα πηγών και μετά φτιάχνει ένα χαρμάνι που μοιάζει με μολότοφ, από ορίτζιναλ «δικά» του πλάνα.
Αλλά, τελικά, είναι η γραφή (εδώ ο Ταραντίνο μπαίνει στα χωράφια του Ντέιβιντ Μάμετ και φτιάχνει ένα καταραμένο κλειστοφοβικό σενάριο) και οι ερμηνείες που σου κόβουν τα πόδια: Η αυτοκαταστροφική ανασφάλεια του Χάρβεϊ Καϊτέλ, η μανιακή υστερία του Μάικλ Μάντσεν-που με σαδιστικό αισθησιασμό σαν Έλβις-ζόμπι κόβει το αυτί του μπάτσου-και η απελπισία του Τιμ Ροθ, που αργοπεθαίνει πνιγμένος στο αίμα, σου τρώνε το μυαλό.
Μετά την ταινία σου έρχονται απανωτοί οι εφιάλτες: Το «νέο ταλέντο» παίζει κρυφτούλι με την απειλή της βίας και εκεί που ο Κόπολα στήνει σκηνικό αλά Καμπούκι theater για να τρομάξει το κοινό, ο Ταραντίνο χρησιμοποιεί το αίμα και την «αλήτικη» σκληρότητα σαν οπτικό εφέ, σαν κωλοπαιδίστικο αστείο, σαν κουρτίνα που σε οδηγεί στην άλλη όχθη. Εκεί που το έγκλημα λειτουργεί σαν φάρσα, κάτι σαν αγχολυτικό, εν κατακλείδι σαν Άλκα-Σέλτζερ, για να χωνέψεις το TV dinner που καταβρόχθισες.
Η κριτική της ταινίας «Reservoir Dogs» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 39 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Οκτώβριος 1993).