Ο κόσμος του παλιού Γουέστ μεταφέρεται στο σύγχρονο Λος Άντζελες και δυο από τους μεγαλύτερους σταρ βρίσκονται αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο. Αστυνομική περιπέτεια ή ταινία χαρακτήρων; Γιατί όχι και τα δύο...
Με μεγάλη -και ιδιαίτερα πετυχημένη- τηλεοπτική εμπειρία και ήδη στο σινεμά από τα τέλη της δεκαετίας του '70, ο Μάικλ Μαν γνωρίζει καλά τόσο τους σκληρούς συμβιβασμούς και τις απαιτήσεις της show business όσο και όλα τα απαραίτητα, μικρά ή μεγάλα, κινηματογραφικά μυστικά. Περνώντας μέσα από τα είδη (αστυνομική περιπέτεια, θρίλερ, ταινία του φανταστικού, περιπέτεια εποχής), φλερτάροντας με το mainstream «εξ αποστάσεως» και έχοντας πάντα στο επίκεντρο ήρωες στην κόψη του ξυραφιού, ο Μαν επιστρέφει ξανά στη μεγάλη οθόνη με την κλασική ιστορία ενός κλέφτη και ενός αστυνόμου. Μόνο που εδώ, συν τοις άλλοι, ο ένας είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο άλλος ο Αλ Πατσίνο.
Ο Νιλ Μακόλεϊ είναι αποφασισμένος να μη γυρίσει ποτέ ξανά στη φυλακή και μετά το «χτύπημα» ενός θωρακισμένου αυτοκινήτου με ομόλογα, χρειάζεται ένα τελευταίο μεγάλο κόλπο. Η γνωριμία του με την Ίντι, μια νεαρή και ανύποπτη υπάλληλο βιβλιοπωλείου, είναι ένας επιπλέον λόγος να εγκαταλείψει γρήγορα το ζην επικινδύνως και να φύγει για τη Νέα Ζηλανδία.
Αναλαμβάνοντας την υπόθεση των κλεμμένων ομολόγων η οποία κατέληξε στο φόνο τριών φρουρών, ο αστυνόμος Βίνσεντ Χάνα βρίσκεται σύντομα στα χνάρια του Μακόλεϊ. Ο γεμάτος προβλήματα τρίτος γάμος του μπορεί (;) να περιμένει, μια και ο Χάνα ξέρει ότι βρίσκεται μπροστά στη σημαντικότερη υπόθεση της καριέρας του.
Η «Ένταση» μας αποκαλύπτει ξανά τη χαμένη ακρίβεια και γοητεία του κλασικού αμερικάνικου σινεμά
Άντρες του «επαγγέλματος», άνθρωποι που ζουν μέσα στην ένταση και τη βία, χαρακτήρες που περπατούν σε τεντωμένο σχοινί, οι Μακόλεϊ και Χάνα αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή, αν προτιμάτε, έναν άνθρωπο και το είδωλό του μόνο που η επιφάνεια του καθρέφτη δεν είναι εδώ άλλη από τα όρια και τις ανοχές του Νόμου. Καθόλου τυχαία, στις δυο σκηνές στις οποίες οι ήρωες συναντιούνται, ο Μαν τους σκηνοθετεί πάντα αντικριστά, πρόσωπο με πρόσωπο.
Πάνω σ' αυτή τη σχέση ο Μάικλ Μαν οικοδομεί όλες τις άλλες οι οποίες, ως συνιστώσες, ορίζουν τη δυναμική των δύο βασικών του χαρακτήρων, μα και ολόκληρη την ταινία του. Η έντονη παρουσία των γυναικών, τα πρωτοπαλίκαρα και τα μέλη των δύο ομάδων, οι λεπτομέρειες και ο σχεδιασμός για την ώρα της δράσης που αργεί να έρθει, όλα στήνονται και περιγράφονται διεξοδικά μα, εν τέλει, «περιφερειακά», καθώς η καρδιά του φιλμ χτυπάει στο ρυθμό εκείνης των δύο αυτών μοναχικών ανθρώπων, τελευταίων δειγμάτων ενός κόσμου τιμής, καθήκοντος και αφοσίωσης που έρχεται κατευθείαν από το μακρινό κόσμο του παλιού Γουέστ και στους κινηματογραφικούς του κώδικες.
Ντυμένη με τα κομψά ρούχα της αστυνομικής περιπέτειας των '90s, η «Ένταση» κρατά κρυμμένη μέσα της όλη τη μυθολογία του γουέστερν και του κλασικού αμερικάνικου σινεμά, την οποία ο Μαν δείχνει να κατέχει απόλυτα, «μεταφράζοντάς» την πιστά στις μοντέρνες της διαστάσεις. Η φετιχιστική σχέση των ηρώων με τα όπλα, τα αυτοκίνητα -ή τα αεροπλάνα στην τελευταία σκηνή- που έχουν αντικαταστήσει τα άλογα, η αντρική φιλία ως υπέρτατη αξία, η παρουσία της γυναίκας (και της οικογένειας) ως το καταδικασμένο όνειρο της ήσυχης, «φυσιολογικής» ζωής... Και όλα αυτά στους νυχτερινούς δρόμους και τα κλειστά διαμερίσματα του σύγχρονου Λος Άντζελες, μιας πόλης αμφίβολης ηθικής, αδιέξοδων σχέσεων και απραγματοποίητων επιθυμιών.
Κάθε πλάνο της ταινίας αποπνέει μια αίσθηση βαθιάς αποξένωσης, οι σκοτεινοί τόνοι κυριαρχούν και ο Μάικλ Μαν, σκηνοθετώντας με μια μελαγχολική, υπόγεια ένταση, επιμένει περισσότερο στην περιγραφή των χαρακτήρων και των διλημμάτων τους παρά στη δράση και την κορύφωση του σασπένς. Η πιο θεαματική σκηνή του φιλμ δεν είναι το πρωτοφανές μακελειό που ακολουθεί τη ληστεία της τράπεζας, αλλά η ήσυχη συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών -για πρώτη φορά στο ίδιο πλάνο στην ιστορία τους- σε ένα καφέ.
Ο διάλογός τους, κάτι ανάμεσα σε μονομαχία και εξομολόγηση, σηματοδοτεί την κορύφωση όλης της δύναμης και όλου του πάθους που σιγοκαίει τα σπλάχνα της ταινίας και, καθώς οι αντίπαλοι χωρίζουν δίνοντας ραντεβού στην...τελευταία σκηνή, ξέρουν και ξέρουμε πλέον ότι ο πραγματικός τους εχθρός δεν είναι η άλλη πλευρά του νόμου, αλλά το παρελθόν (τους) και οι εκκρεμείς λογαριασμοί μαζί του.
Ο εμμονοληπτικός, υπερκινητικός και εξωστρεφής αστυνόμος πρέπει, πριν τη σκηνή του φινάλε, να τελειώσει με τις δεσμεύσεις της οικογενειακής του ζωής και ο αυτοπειθαρχημένος, ψύχραιμος και μεθοδικός Μακόλεϊ (η πιο σοφή ερμηνεία του ΝτεΝίρο εδώ και χρόνια) να αποφασίσει αν μπορεί να ξεχάσει τους κώδικες τιμής και «να φύγει μακριά σε τριάντα δευτερόλεπτα».
Καταργώντας τα εύκολα όρια ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, έχοντας σε πρώτο πλάνο χαρακτήρες πολλαπλών, αντιφατικών διαστάσεων και όχι μερικούς ακόμα ήρωες-καρτούν και ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην καταιγιστική δράση και τις ανθρώπινες ιστορίες, η «Ένταση» πηγαίνει πολύ μακρύτερα από την τυπική χολιγουντιανή αστυνομική περιπέτεια. Μας βυθίζει σε ένα σκοτεινό, χωρίς λύτρωση κόσμο, μας ξανα-αποκαλύπτει τη χαμένη ακρίβεια και γοητεία του κλασικού αμερικάνικου σινεμά και μας υπενθυμίζει ότι ο δημιουργός των «Σκληρών του Μαϊάμι» είναι, πριν απ' όλα, ένας διακριτικός όσο και σπουδαίος κινηματογραφικός σκηνοθέτης.
Η κριτική της ταινίας είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 66 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Μάρτιο του 1996.