Έπειτα από δεκατρία χρόνια σκηνοθετικής απουσίας, ο τελευταίος των σπουδαίων Ελλήνων δημιουργών κλείνει την πολυαγαπημένη τριλογία των «Γυναικών» με μια πανέμορφη ταινία που υπενθυμίζει ότι ο Σταύρος Τσιώλης και το θεσπέσια προσωπικό σινεμά του δεν έχουν όμοιό τους.
Το 1992, με το «Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε», ο Σταύρος Τσιώλης υπέγραφε όχι μόνο μια από τις ωραιότερες ταινίες του (μαζί, ασφαλώς, με τον Χρήστο Βακαλόπουλο) αλλά και το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που χρειάστηκε 25 χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί. Ώσπου να συμβεί αυτό είχε μεσολαβήσει το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» (1998), μια κωμική ταινία δρόμου η οποία κατόρθωσε να αποκτήσει αναρίθμητους θαυμαστές, αρκετό καιρό μετά το πέρας της προβολής της στις αίθουσες, σε σημείο του να αποτελεί ένα από τα ελάχιστα γνήσια cult φαινόμενα για τα οποία μπορεί να υπερηφανεύεται η εγχώρια κινηματογραφία.
Φέτος, δεκατρία χρόνια μετά την «Φτάσαμεεε!» και το εκτενές κινηματογραφικό διάλειμμα που ακολούθησε, ο Τσιώλης επαναφέρει την παρεΐστικη και ταξιδιωτική διάθεση, την διαλογική ηδονή και την διαρκή αναζήτηση των απαντήσεων στα ζητήματα της καρδιάς που απαριθμούσαν τόσο χαριτωμένα οι δυο εκείνες κωμωδίες του και τα τοποθετεί στην υπηρεσία μιας ακόμη φιλμικής περιπλάνησης η οποία διαλέγει αυτή τη φορά να ακινητοποιηθεί και να στρέψει τις διαδρομές της προς τα μέσα.
Απαραίτητη υπενθύμιση του πόσο πολύτιμη είναι η απλότητα στην τέχνη, το «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» γλιστρά στη μεγάλη οθόνη σαν απαλό αεράκι και συναντά τον θεατή σαν εγκάρδια χειραψία και φιλικό χτύπημα στον ώμο.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού ο Τσιώλης επιστρατεύει τους Κωνσταντίνο Τζούμα και Ερρίκο Λίτση ως φτωχοδιάβολους οι οποίοι πληρώνονται για να φυλάνε τσίλιες καθώς χτίζεται παράνομα ένα σπίτι, τους τοποθετεί σε κάποια ήσυχη γωνιά της Αθήνας και τους βάζει να γίνονται μάρτυρες και διακριτικοί σχολιαστές μιας παρέλασης από περαστικούς οι οποίοι κοντοστέκονται για να μοιραστούν προσωρινά τη δική τους ιστορία και μετά να εξαφανιστούν ξανά μέσα στην αχανή πόλη. Σε καθεμιά από τις διηγήσεις αυτές καιροφυλακτεί ο καημός και οι διαψεύσεις του έρωτα, το καθημερινό παράδοξο που είναι άρρηκτο κομμάτι των ανθρωπίνων ζωών, αλλά και η μνήμη που εμφανίζεται συνήθως απρόσκλητη για να θυμίσει όσα χάθηκαν ή δεν πρόλαβαν να συμβούν με το πέρασμα του χρόνου.
Ο Τσιώλης παρακολουθεί τους δυο ήρωές του στη διάρκεια μιας μέρας, με το ρολόι στην πρόσοψη μιας εκκλησίας να μετράει τις ώρες που κυλούν. Τους φιλμάρει με την πλάτη γυρισμένη στη μεγαλούπολη, η οποία δεσπόζει κάπου στο βάθος, διασκεδάζει με τις αντιθέσεις τους (ψηλόλιγνος, ομιλητικός και επικοινωνιακός ο ένας, κοντός, λιγομίλητος και εσωστρεφής ο άλλος) και τους παρατηρεί καθώς εμπλέκονται άθελά τους σε ένα γαϊτανάκι από εξομολογήσεις, ονειροπολήσεις και φαντάσματα αλλοτινών ημερών τα οποία εμφανίζονται πότε ως αφηγήσεις και πότε ως πλάνα από προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, ένα εύρημα το οποίο διοχετεύει μικρές συγκινησιακές δονήσεις και ενώνει σοφά όλους τους τωρινούς και παρελθόντες ήρωες του Τσιώλη στην ίδια υπαρξιακή και χιμαιρική αναζήτηση.
Και καθώς ο ήλιος δύει και η νύχτα έρχεται σιγά σιγά, η ταινία αποκτά μια διακριτική μελαγχολία, λες και το τέλος της μέρας γίνεται συνώνυμο ενός άτυπου αποχαιρετισμού, όχι μόνο για τους πρωταγωνιστές αλλά και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Ο Τσιώλης είχε δηλώσει, άλλωστε, ότι οι «Γυναίκες που Περάσατε από Δώ» ενδεχομένως θα αποτελούσαν την τελευταία του δημιουργία. Θα ήταν μεγάλο δυστύχημα αν συνέβαινε αυτό όταν ο 80χρονος σκηνοθέτης όχι μόνο εξακολουθεί να κινηματογραφεί με αξιοθαύμαστη νεανική ξενοιασιά αλλά και παραμένει μοναδικός εμπνευστής και διαχειριστής ενός σινεμά χειροποίητου και ποιητικού, που αγαπά τις ιστορίες των κοινών ανθρώπων και επιμένει να αντικρίζει την αληθινή ζωή με βλέμμα ονειροπαρμένο και αλαφροΐσκιωτο. Απαραίτητη υπενθύμιση του πόσο πολύτιμη είναι η απλότητα στην τέχνη, το «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» γλιστρά στη μεγάλη οθόνη σαν απαλό αεράκι και συναντά τον θεατή σαν εγκάρδια χειραψία και φιλικό χτύπημα στον ώμο. Είναι ένα μικρό κινηματογραφικό δώρο σε εποχές που το έχουν περισσότερο ανάγκη από ποτέ.