Vortex
Vortex
Ο Γκασπάρ Νοέ θέλει να εμφανιστεί διαφορετικός, παρότι πάντα παραδομένος στις εμμονές του, με μία ταινία όπου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (Ντάριο Αρτζέντο, Φρανσουάζ Λεμπρούν) βλέπει τη ζωή του να εκφυλίζεται εξαιτίας της άνοιας.
Ο Γκασπάρ Νοέ είναι από τους δημιουργούς που έχουν σφιχταγκαλιάσει έννοιες όπως προβοκάτορας, πρόκληση και σοκ. Για την ακρίβεια, έχει στήσει ολόκληρη καριέρα με αυτά για βάσεις. Η θέαση του «Μη Αναστρέψιμος» είναι ακριβώς μια τέτοια, μη αναστρέψιμη εμπειρία, η αναζήτηση μιας οριακής κατάστασης αποτελεί παραδοσιακά το οργασμικό απόγειο κάθε του ταινίας, που ενίοτε βαφτίζεται ως τέτοια (βλ. «Climax»). Οι ήρωές του, συνήθως νέοι, εμφανίσιμοι και σχεδόν πάντα κενοί κάτω από τη χάρτινη ταπετσαρία τους, μπλέκουν πάντα σε μία καταστασιακή ρουφήχτρα γεμάτη βία, λαγνεία και ουσίες, λουσμένη σε στρόμπο φώτα και ιδωμένη συχνά μέσα από PoV ματιά που προσπαθεί να προσδώσει υποκειμενική πιστότητα εκεί όπου τα υποκείμενα λάμπουν δια της υπαρξιακής απουσίας τους.
Το «Vortex» φιλοδοξεί ωστόσο να μας συστήσει έναν διαφορετικό Νοέ. Ο οποίος δίχως να απεμπολεί τις αισθητικές του καταβολές που έχουν πάντα κάτι από video art και avant-garde, επιθυμεί εδώ να φτιάξει κάτι νέο ως προς όσα ξέραμε και είδαμε σε περιπτώσεις όπως τα «Enter the Void» και «Love». Για πρώτη φορά επιλέγει για ήρωές του ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, με τον Ιταλό θρύλο του giallo Ντάριο Αρτζέντο και την Φρανσουάζ Λεμπρούν της «Μαμάς και της Πουτάνας» στους πρωταγωνιστικούς. Και ίσως από σεβασμό στο ειδικό μέγεθος των πρωταγωνιστών του, ίσως λόγω της θεματικής που εστιάζει στο βιολογικό τέλος ενός αγαπημένου ζεύγους χτυπημένου από την άνοια, να είναι αυτή η πρώτη φορά που προσπαθεί πραγματικά να γράψει δύο χαρακτήρες με μια κάποια υπόσταση, αντί για τα χάρτινα τίποτα που συνηθίζει.
ους η αγάπη συνέζευξε, η άνοια τους χωρίζει οριστικά, και οι κάμερες του Νοέ θα καταγράψουν εκ παραλλήλου αυτόν τον de facto διαχωρισμό
Στο παρισινό τους διαμέρισμα, δύο γεροντάκια βλέπουν την κοινή ζωή τους να εκφυλίζεται καθώς η γυναίκα (Λεμπρούν) κατρακυλά ανεπιστρεπτί στην άβυσσο της άνοιας. Εκείνη είναι συνταξιούχος ψυχίατρος που πλέον την περισσότερη ώρα πασχίζει να έχει στοιχειώδη επαφή με το περιβάλλον, την ώρα που ο σύζυγος και ο μοναχογιός τους αδυνατούν να τη βοηθήσουν. Εκείνος (Αρτζέντο) είναι συγγραφέας που βλέπει τα προσχέδια του επόμενου βιβλίου του με θέμα το σινεμά και τα όνειρα να καταλήγουν - κυριολεκτικά - στο καζανάκι της τουαλέτας. Αν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το πού πάει το πράγμα, το ενιαίο εισαγωγικό πλάνο που μας δείχνει το ζευγάρι να κοιμάται γαλήνια στο κρεβάτι του θα χωριστεί ευθύς εξαρχής στα δύο, με το split screen να γίνεται στο εξής το κυρίαρχο εκφραστικό συστατικό της αφήγησης. Κοινώς, ους η αγάπη συνέζευξε, η άνοια τους χωρίζει οριστικά, και οι κάμερες του Νοέ θα καταγράψουν εκ παραλλήλου αυτόν τον de facto διαχωρισμό, μέσα σε μια ατελείωτη δίνη (για να παραπέμψουμε στον τίτλο της ταινίας) νιχιλισμού που εξαφανίζει πνευματικά και σωματικά χνάρια δεκαετιών.
Αν τυχόν ζητάτε περισσότερα πειστήρια για τον ξεγυρισμένο μηδενισμό που τυλίγει ασφυκτικά μια ταινία με δυνατότητες απόδρασης εφάμιλλες του ιστοριών τρόμου με home invasion, αρκεί μια ματιά στην επίσημη σύνοψη που επέλεξε ο Νοέ στο πλαίσιο της παγκόσμιας πρεμιέρας του «Vortex» στο περσινό Φεστιβάλ Καννών: «Η ζωή είναι ένα σύντομο πάρτι που σύντομα θα ξεχαστεί». Αν θέλετε κι άλλο για το τι προμηνύεται, το φιλμ ξεκινά με τους τίτλους τέλους για να μην αφήσει περιθώρια παρανόησης πως όλα κάποτε τελειώνουν, αλλά και με μια αφιέρωση «για όσους το μυαλό τους αποσυντεθεί πριν από την καρδιά τους».
Οι συνειρμοί και οι συγκρίσεις με το θεματικά εφάμιλλο «Amour» του Χάνεκε είναι ασφαλώς αναπόφευκτες
Οι συνειρμοί και οι συγκρίσεις με το θεματικά εφάμιλλο «Amour» του Χάνεκε είναι ασφαλώς αναπόφευκτες. Ακόμα και στο επίπεδο επιστράτευσης βετεράνων ηθοποιών στους κεντρικούς ρόλους. Όμως σε αντίθεση με τον Χρυσό Φοίνικα του 2012 και τον κάτοχο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, το φιλμ του Νοέ δεν ενστερνίζεται απλώς τη δυσβάσταχτη φύση του βιολογικού τέλους που επίσης πραγματεύεται, αντίθετα έχει σταθερά στο πίσω μέρος του μυαλού το σοκ ως κυρίαρχο ψυχολογικό μοχλό απέναντι στο κοινό. Ο Νοέ του «Vortex» μοιάζει λίγο με νεαρό άτομο που όψιμα ήρθε σε επαφή με τη ζόρικη πλευρά του γήρατος και ταράχτηκε, αντικρίζοντας για πρώτη του φορά τη θνητότητα όχι σαν μια ατυχία ή στραβοτιμονιά μιας ζωής στα ντουζένια, αλλά σαν αυτή τη φυσιολογική και εκφυλιστική διαδικασία μπροστά την οποία αναμενόμενα νιώθουμε άβολα. Από την άλλη, αν κάποιος ισχυριστεί πως ο Νοέ προσεγγίζει με όρους απολαυσιακούς το ζοφερό θέμα του, δύσκολα θα βρούμε επιχειρήματα να τον αντικρούσουμε.
Τα μεμονωμένα πλάνα με τους ηλικιωμένους ήρωες δείχνουν εδώ πιο ασφυκτικά από όσο πραγματικά είναι, ίσως γιατί ο ίδιος ο Νοέ αντιλαμβάνεται με όρους μιας ένα-προς-ένα αναλογίας την απομόνωση και τον εγκλωβισμό τους μέσα στην αναπόφευκτη βιολογική φθορά. Από το ζευγάρι δε λείπουν οι αναλαμπές αγάπης ή το πηγαίο νοιάξιμο, και οι ερμηνείες των Αρτζέντο και Λεμπρούν δουλεύουν εξαιρετικά προς την κατεύθυνση να χτίσουν δύο πιστευτές, τρεκλίζουσες ανθρώπινες φιγούρες με παρελθόν και ψυχή. Όμως η παροιμιώδης έλλειψη πίστης του Νοέ στον άνθρωπο βροντοφωνάζει ξανά παρών όταν οι ξεχασμένοι δαίμονες του πρώην τοξικοεξαρτημένου γιου του ζεύγους (στο ρόλο ο Άλεξ Λουτζ) επιστρέψουν. Κι αυτό είναι ένα ενδεικτικό σημείο όπου ο Αργεντινός σκηνοθέτης δηλώνει ξανά πως στο σύμπαν του, το πανταχόθεν στρίμωγμα του θεατή εξακολουθεί να αποτελεί αυτοσκοπό.