Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία
Three Colors: White
Μία μικρή ιστορία εκδίκησης. Ο Κισλόφσκι κινηματογραφεί ένα ανορθόδοξο tete-a-tete, σε πολωνικές αποχρώσεις.
Μετά το «Μπλε» της ελευθερίας, ακολούθησε το «Λευκό» της ισότητας. Τι γίνεται βέβαια με την περίπτωση που η τελευταία έννοια δεν ισχύει; Την κατακτάς με το ζόρι ή με στρατηγική; Στρατηγική είναι η απάντηση. Ο φτωχός Κάρολ που εκδιώκεται από τη σεξουαλική ανικανοποίητη γυναίκα του, παίρνει των κομματιών του για την πατρίδα Πολωνία και ετοιμάζει την εκδίκησή του.
Μιλώντας για τον Κριστόφ Κισλόφσκι, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στη μεγαλοσύνη. Ο Πολωνός δημιουργός διέθετε την εξαιρετική ικανότητα να σου αφήνει την αίσθηση της εκπλήρωσης με το τέλος των ταινιών του, αλλά παράλληλα σου μιλούσε προσωπικά με τις πινελιές, με λεπτομέρειες που απευθύνονται προσωπικά στον καθένα. Στη «Διπλή Ζωή της Βερόνικα» μεγέθυνε τα θέματά του (και μαζί την ποιότητα της παραγωγής του), με αποκορύφωμα το πανευρωπαϊκό κρεσέντο του «Μπλε». Ακόμη και σ' αυτές τις δυο ταινίες, και ιδιαίτερα στην «Βερόνικα» όπου το φινάλε επιφυλάσσει μια εσωτερικά εκπεφρασμένη αυτογνωσία, το κυρίαρχο σημείο δεν έπαυε ποτέ να είναι η αγωνία του ανθρώπου, ο προσωπικός του αγώνας μπροστά στο μοιραίο.
Μόνο όταν κάποιος έχει δει ανάποδα το τρίπτυχο «Μπλε-Λευκό-Κόκκινο», θα καταλάβει ευκολότερα την ευφυΐα του Κισλόφσκι. Σε ανύποπτο χρόνο στο «Μπλε», η Ζιλιέτ Μπινός φθάνει σε ένα δικαστήριο για να εντοπίσει και να συναντήσει τη δικηγόρο - φίλη του συζύγου της. Ψάχνοντας στους διαδρόμους, η Μπινός κυριαρχείται από ένα δίλημμα: είναι άραγε ικανή να συγχωρήσει και να δεχθεί την κοπέλα, μετά την περίοδο του πένθους ή θα χάσει την ψυχραιμία της ολοκληρωτικά; Αυτή η σκηνή προϋποθέτει την ισορροπία της ηρωίδας και παράλληλα δίνει νέα πνοή στη δραματική εξέλιξη της ταινίας. Όταν, λοιπόν, η Μπινός ανοίγει την πόρτα της δικαστικής αίθουσας, ακούμε την εξέλιξη της αίτησης διαζυγίου της Ντομινίκ εναντίον του Κάρολ. Έτσι αρχίζει η «Λευκή Ταινία» και μαζί της η οδύσσεια ενός ανθρώπου που φτάνει στο χείλος του γκρεμού, έτοιμος να σκοτώσει έναν άλλον πλούσιο απελπισμένο, μόνο και μόνο για να βγάλει χρήματα. Όταν του στρώσει μια δουλειά, βάζει μπρος την εκδίκησή του, ένα παιχνίδι εξόντωσης «με το μπαμπάκι», μαεστρικό και σατανικό, σε πλήρη αντίστιξη με το αθώο καλοκάγαθο ύφος του.
Εδώ ο Κισλόφσκι αφήνει τα μεγαλόσχημα μονοπάτια της «Μπλε Ταινίας» και ξαναγυρίζει στην Πολωνία, την οποία και προτιμά έντονα μελαγχολική, ενίοτε μίζερη, πλήρως εναρμονισμένη με την πολιτική του αλληγορία που συνεχίζεται σε όλες του τις ταινίες. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας του, το ύστατο πένθος μεταφράστηκε σε ποιητική έκκληση πανανθρώπινης ένωσης, με μια θρησκευτική σχεδόν αίσθηση του πόνου, της συγχώρεσης και της λύτρωσης. Όταν έχεις χάσει βέβαια τα πάντα, τη ζωή σου την ίδια, πλησιάζεις τον Θεό. Στη «Λευκή Ταινία», ο Κάρολ φθάνει σχεδόν στο μηδέν. Αυτό το σχεδόν κάνει την ειδοποιό διαφορά και τον ωθεί σ' ένα απολύτως γήινο παιχνίδι αρσενικού - θηλυκού, γάτας - ποντικιού, όπου ακόμη και οι κακίες του είναι δικαιολογημένες.
Ο Κισλόφσκι δίνει μια καινούργια διάσταση του Λευκού, ενός χρώματος που μας παραπέμπει στην απόλυτη αγνότητα. Αυτό είναι το λευκό που βοηθάει έναν άνθρωπο να μην χάσει τις μνήμες του, σαν μια αίσθηση που τον συνδέει με το παρελθόν και τον οδηγεί με καθαρότητα στην πορεία του. Αυτή η διαύγεια υπηρετείται, όχι δυστυχώς από τη μονίμως νόστιμη Ζιλί Ντελπί, αλλά από τους δυο Ζμπίγκνιεφ: τον πολυτάλαντο συνθέτη Πράισνερ, που αλλάζει κλίμα μετά το «Μπλε» και τον εκπληκτικό ηθοποιό Ζαμακόφσκι, ο οποίος σαν δυναμική πλαστελίνη, λειτουργεί σαν μελαγχολικός θύτης και πληγωμένο θύμα, δίνοντας μια από τις καλύτερες ερμηνείες εκείνης της χρονιάς.