Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων
Ούτε τον Ντίκενς προσβάλλει, ούτε το οικογενειακό κοινό θα απογοητεύσει αυτή η ελληνική εκδοχή της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας». Aπλώς, πέραν της γλώσσας και της μεταφοράς της δράσης στην Ήπειρο, δεν φέρει τίποτε ξεχωριστό εντός του σχετικού κανόνα.
To «Christmas Carol» του Τσαρλς Ντίκενς πρέπει να συναγωνίζεται τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ σε κινηματογραφικές διασκευές / παραλλαγές και να χάνει μόνο στα σημεία. Είναι η αρχετυπική χριστουγεννιάτικη ιστορία, αποτελεί μια ενδεικτική (και άψογη) εφαρμογή της βασικής ντικενσιανής αρχής ότι τα χαρούμενα φινάλε έχουν τον μέγιστο αντίκτυπο μόνο όταν κερδηθούν δύσκολα και, βέβαια, εκπροσωπεί και τις ιστορίες φαντασμάτων - ένα στοιχείο της που συχνά αμελούμε, όταν επιχειρούμε γενικές αναφορές στις τελευταίες.
Με δεδομένο τον κορεσμό μεταφορών, λοιπόν, για να έχει μια νέα τέτοια όχι λόγο ύπαρξης - αυτός προεξοφλείται από την απήχηση της πηγής - αλλά κάτι για να ξεχωρίσει εντός του σχετικού κανόνα, οφείλει μια δική της κατάθεση πάνω στον γνώριμο μύθο. Εκείνη των «Καλάντων των Χριστουγέννων» φοβόμαστε πώς εξαντλείται στη μεταγραφή της ιστορίας επί ελλαδικού χώρου, στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, στην αντικατάσταση των αγγλοσαξονικών καλάντων με εγχώρια παραδοσιακά, άντε και στην προσθήκη μιας πιο προσδιορισμένης θρησκευτικά πνευματικότητας, εκεί που ο Ντίκενς επέλεγε τη μεταφυσική – ποτέ δεν έβαλε τον Σκρουτζ του να προσεύχεται μπρος στην Παναγιά, μέσα σ' εκκλησιά. Τα παραπάνω περισσότερο ιδιαιτερότητα συνιστούν, παρά κατάθεση, η οποία ιδιαιτερότητα (μάλλον) εξαντλεί τη γοητεία της εντός εγχώριων συνόρων.
Όμως, η μέριμνα της παραγωγής είναι εμφανής, η επιλογή ντικενσιανών φυσιογνωμιών και η δουλειά των υπεύθυνων μακιγιάζ ώστε να μοιάσουν τέτοιες, με μύτες σουβλερές, γυάλινα μάτια και δόντια κιτρινισμένα αξιέπαινη και η διατήρηση του στοιχείου του τρόμου, πάντα σε μια φιλική προς το οικογενειακό κοινό εκδοχή του, μαρτυρά πως ο Ντίκενς δεν κακόπεσε – τουναντίον. Ο πρωταγωνιστής Λώρης Λοϊζίδης ευτυχεί στην απόδοση της στριφνότητας και της φθοράς του Σκρουτζ, που εδώ επανασυστήνεται ως Λυκούργος – μάλλον επειδή κάνει ρίμα με το «κακούργος». Ομολογουμένως, η πραγματική του ηλικία φαίνεται λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε κατά τη μεταστροφή του ήρωα, αν και ο συνήγορος υπεράσπισης θα έκανε λόγο για συνειδητή επιλογή, επειδή ο ήρωας «ξανάνιωσε». Τα υπόλοιπα μέλη του καστ συγχρονίζονται αβίαστα με τις απαιτήσεις του παραμυθιού - «σαν να βάζουν νερό στο ποτήρι», που έλεγε και μια ψυχή.
Γενικά, το αποτέλεσμα δεν θα απογοητεύσει τους γονείς, που δυσκολεύονται κάθε εβδομάδα να βρουν θεάματα ευπρεπή για τα παιδιά τους και ανεκτά για τους ίδιους. Απλώς, εντός της ευρύτερης οικογένειας των ντικενσιανών μεταφορών, τα «Κάλαντα των Χριστουγέννων» θα ήταν μάλλον κάποιο από τα αδέρφια του μικρούλη Τιμ, που ουδείς θυμάται πώς λέγονται – και δεν πιστεύουμε ότι θα μας επισκεφτούν τα Πνεύματα των Χριστουγέννων γι’ αυτή μας την εκτίμηση. Θαρρούμε πως, ακόμα κι εκείνα, θα κατέληγαν στην ίδια διαπίστωση.











