Peter Von Kant
Peter Von Kant
Ο σταθερά απρόβλεπτος Φρανσουά Οζόν διασκευάζει «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ», αποτίοντας φόρο τιμής στον αγαπημένο του σκηνοθέτη.
Οι συντελεστές του «Peter von Kant» δηλώνουν πως η εκδοχή τους είναι μια διαφορετική ταινία από το πρωτότυπο. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης όμως δεν επιτρέπει στους θεατές, ούτε και τον εαυτό του να δουν την ταινία του έξω από τη βαριά σκιά της θολωμένης ματιάς του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, που υπονομεύει την διασκευή του Οζόν πριν καλά καλά πέσουν οι τίτλοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γάλλος δημιουργός, ένας πραγματικός χαμαιλέοντας πίσω από την κάμερα, καταπιάνεται με τα αγαπημένα του, είτε μιλάμε για αυτόνομα φιλμ όπως η «Πισίνα», είτε για τους προπάτορες του σασπένς όπως ο Χίτσκοκ κι ο Σαμπρόλ. Δεν είναι επίσης ότι βγήκε ποτέ κερδισμένος σε κάποια απ' τις αναμετρήσεις του με τους κλασικούς, αλλά είναι η πρώτη φορά που υποτάσσεται ολοκληρωτικά κι αυθόρμητα, με ένα κανονικότατο remake στο ίδιο το αντικείμενο του θαυμασμού του.
Γεγονός που φυσικά δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μία κρύα επανεκτέλεση της «Πέτρα Φον Καντ», αφού οι φανς του original έχουν αμέτρητες μικρές και μεγαλύτερες εκπλήξεις να ανακαλύψουν κατά την προβολή: από σκηνογραφικές λεπτομέρειες και τη μεταλλαγμένη Χάνα Σιγκούλα, μέχρι βιογραφικά στοιχεία που συντελούν στο αυτονόητο... Ακόμη κι ο πιο επιπόλαιος, ο πλέον ερασιτέχνης μελετητής του Φασμπίντερ δύσκολα θα αρνιόταν τον πειρασμό να εξετάσει την Πέτρα, τη Μαρία Μπράουν, τη Μάρτα και τις υπόλοιπες τσακισμένες από τη μοίρα ηρωίδες των ταινιών του υπό το πρίσμα της αυτοαναφοράς, βάζοντας στη θέση τους τον ίδιο το δημιουργό τους.
To όνομα του νεαρού που ερωτεύεται ο «Peter von Kant», φέρνει σ' αυτό του Ελ Χεντί μπεν Σαλέμ, εραστή και πρωταγωνιστή του Φασμπίντερ στην πιο γόνιμη περίοδο της καριέρας του
Κάπως έτσι ο Οζόν κατέληξε με τον Μενοσέ, έναν ηθοποιό με το/στο σωστό ειδικό βάρος, να παίζει τον Πέτρο πλέον Φον Καντ σαν έναν σαδιστή σκηνοθέτη που, όπως κι ο Φασμπίντερ, γνώρισε έναν γοητευτικό πιτσιρικά και πίστεψε πως θα μπορέσει να τον κρατήσει κοντά του βάζοντάς τον να παίζει στις ταινίες του. Έχει μεταφέρει τη δράση από τη Βρέμη στην Κολωνία του 1972 (γιατί υποθέτω εκεί βρισκόταν τότε κι ο Φασμπίντερ), έχει κλέψει για το πόστερ του το σχέδιο του Άντυ Γούρχολ που χρησιμοποιήθηκε στον «Καυγατζή», έχει προσπαθήσει να αναπαράγει τα trademark ζουμ του Μπαλχάους και τους ιριδίζοντες φωτισμούς που προκύπτουν ξαφνικά και λειτουργούν αντιστικτικά στην εικόνα... Έχει ποτίσει με άλλα λόγια την εκδοχή του με διάφορα στοιχεία από ολόκληρη την προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή του Φασμπίντερ, αντικαθιστώντας την πρωταγωνίστρια με έναν τύπο που του μοιάζει.
Αν κάπου προσπάθησε να βάλει τον εαυτό του είναι στο ντεκόρ και την διάθεση. Η οικεία Φον Καντ έχει φυσικό φως και περισσότερο χρώμα, ενώ μέσα στους τέσσερις τοίχους της σηκώνεται μεγαλύτερη ένταση. Ο Οζόν έχει δώσει χώρο για να αραιώσει η ειρωνική διάθεση του πρωτότυπου, υπερτονίζοντας το καμπ και τα χιουμοριστικά (αν μπορεί κανείς να τα πει έτσι) στοιχεία. Η ταινία έχει χάσει από το «δάγκωμά» της, έχει γίνει πιο εύπεπτη, πιο προσιτή και με έναν κλινικό τρόπο πιο μονοδιάστατη. Ο Γάλλος προσπαθεί να σπάσει τη θεατρικότητα και να αντλήσει το συναίσθημα επικαλούμενος κλασικές κινηματογραφικές ποιότητες. Ο Φασμπίντερ όμως το έκανε οργανικά. Το να κάνει σινεμά ήταν γι' αυτόν σαν να αναπνέει. Το ότι προέκυπταν αριστουργήματα ήταν επειδή την τέχνη του σκέπασε κάτι το αδιόρατο, μια μελοδραματική πεμπτουσία.
Κι επειδή ακόμη και στα χειρότερά του ο Οζόν δεν ήταν ποτέ ανόητος, τα καταλαβαίνει όλα αυτά. Γι' αυτό επιλέγει ο δικός του Φον Καντ να μην είναι μια κανονική ταινία, αλλά ένας κινηματογραφικός φόρος τιμής. Αφιέρωμα σε έναν δημιουργό που δεν αντιγράφεται. Μια κάποιου επιπέδου πνευματική άσκηση αν θέλετε, που τόσο οι δικοί του φαν όσο και οι λάτρεις του Φασμπίντερ θα βρουν αρκετά για να τους θυμίσουν τις καλύτερες στιγμές και των δυο.