Νiki
Νiki

Βιογραφικό δράμα για τη Γαλλίδα εικαστικό, ζωγράφο, γλύπτρια και σκηνοθέτρια Νίκι Ντε Σεν Φαλ που εξερευνά τα πρώιμα χρόνια της δημιουργού με έμφαση στην προσωπική της ζωή, τα τραύματα του παιδικού της παρελθόντος και την ταραχώδη σχέση της με τον σύζυγο και τα παιδιά της.
Μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο για την ηθοποιό Σελίν Σαλέτ που καταπιάνεται με μια ιστορία που είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια, μια ακόμη βιογραφία δηλαδή για κάποιον καλλιτέχνη, εδώ για τη Νίκι Ντε Σεν Φαλ που όσο συναρπαστική ζωή είχε, τόσο «γειώνεται» η ίδια αλλά και το έργο της σε μια ταινία που ακολουθεί τη σεναριακή πεπατημένη, εν προκειμένω την πρόσληψη του χαρακτήρα της μέσω των υστερικών της επεισοδίων και του εγκλεισμού της σε ψυχιατρική κλινική σε ηλικία 22 ετών.
Η ιστορία ακολουθεί τη Νίκι (Λε Μπον) καθώς πασχίζει να βρει τη θέση της στον κόσμο. Έχοντας εγκαταλείψει την Αμερική μαζί με την οικογένειά της, θα βρεθεί ξαφνικά στην προοδευτική Γαλλία εκεί όπου οι τέχνες ανθίζουν και ο καθένας μπορεί να ακολουθήσει το δικό του καλλιτεχνικό όραμα. Αφήνοντας στην άκρη τα επαγγέλματα του μοντέλου και της ηθοποιού, η Νίκι θα ξεκινήσει ένα επίπονο ταξίδι προσωπικής ενδοσκόπησης, με τις μνήμες της κακοποίησης να «ξυπνούν» ωθώντας την στα όρια, εκεί όπου μονάχα το ταλέντο και η καλλιτεχνική έκφραση μπορούν να τη σώσουν.
Πρόκειται για μια πανέμορφα σκηνοθετημένη ταινία – ας είναι καλά η φωτογραφία του Βίκτορ Σεγκουίν – με μια απαιτητική ερμηνεία από την πρωταγωνίστριά της Σαρλότ Λε Μπον, η οποία αποτελεί και τον βασικό λόγο για να δει κανείς τούτο το φιλμ, πέρα από το γεγονός δηλαδή, πως κάποιος μπορεί να γνωρίζει και να θαυμάζει το έργο της Σεν Φαλ. Το πρόβλημα ξεκινάει για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με την τέχνη της ταλαντούχας Γαλλίδας μιας που δεν τη βλέπουμε ποτέ μέσα στην ταινία, εκτός μονάχα από κάποια ψήγματα και κάποιες εικασίες που μπορεί να κάνει ο θεατής, διακρίνοντας απλά πλάτες από πίνακες και καλυμμένες με σεντόνια δημιουργίες.
Η κινηματογραφική αποστέρηση της εικονοκλαστικής προσέγγισης της Σεν Φαλ στην τέχνη και συνακόλουθα η απουσία οπτικοποίησης των παθών της (γιατί αυτό έκανε, όπως και κάθε άλλος σπουδαίος δημιουργός) δίνουν την εντύπωση μιας ταινίας «κλειδαρότρυπας» που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ατομική κατάρρευση της ηρωίδας και δευτερευόντως για το έργο της ως θεραπευτική μέθοδος εξορκισμού των προσωπικών της δαιμόνων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα βιογραφικό δράμα καλλιτέχνη από το οποίο απουσιάζει το σημαντικότερο όλων: η λυτρωτική επίδραση της Τέχνης.
Η Σαρλότ Λε Μπον παραδίδει μια δύσκολη ερμηνεία, τουλάχιστον με βάση το περιοριστικό υλικό που της έχει δοθεί, αφού δεν έχει να «πιαστεί» από πουθενά, πασχίζει διαρκώς για μια καλλιτεχνική έκφραση «φάντασμα» που παραμένει απούσα από τη μεγάλη οθόνη μέχρι τέλους, παρόλα αυτά καταφέρνει να ξεχωρίσει με ευκολία, κουβαλώντας στην πλάτη της το φιλμ της Σαλέτ που σώζεται μόνο από εκείνη.
Το «Νίκι» αποτελεί κλασική περίπτωση βιογραφίας που δεν επικεντρώνει την ιστορία της στο σημαντικό κομμάτι της ζωής εκείνου που βιογραφείται, παρά αναλώνεται σε βιωμένες στιγμές που θα έπρεπε να αποτελούν την αφετηρία μιας προσωπικής ιστορίας και όχι το σύνολο αυτής. Μια χαμένη ευκαιρία κινηματογραφικού πορτραίτου για μια σπουδαία καλλιτέχνιδα με ρηξικέλευθο και πολυσχιδές έργο.