Το Δέντρο με τις Χρυσές Πεταλούδες
Inside the Yellow Cocoon Shell
Μετά τον θάνατο της νύφης του σε δυστύχημα, ένας νεαρός άνδρας αναλαμβάνει τον πεντάχρονο γιο της και ανιψιό του, επιστρέφοντας για την ταφή της στο επαρχιακό Βιετνάμ. Περίπου άψογο ντεμπούτο στο μεγάλο μήκος του Τιεν Αν Φαμ, το οποίο κέρδισε Χρυσή Κάμερα στις φετινές Κάννες, και μια πεμπτουσία slow cinema που θα αναπτερώσει το οπωσδήποτε ειδικό κοινό της.
Μια εισαγωγή περί slow cinema είναι χρήσιμη. Αν μη τι άλλο γιατί μια κριτική οφείλει και να ενημερώνει, ίσως και να «προειδοποιεί», για περιπτώσεις ταινιών όπως αυτή. Γιατί όχι και να δικαιολογεί την έναστρη υποστήριξη.
Κατά μία έννοια το σινεμά του σινεμά, ο αργός κινηματογράφος, όπως έχει πια επικρατήσει να αποκαλείται, είναι προφανώς μια μανιέρα, ένας αισθητικός τρόπος να γυρίζεται μια ταινία, ένα είδος από μόνο του. Αποφασιστικά…αργό και στηριγμένο σε μονοπλάνα ενίοτε πια (λόγω τεχνικής δυνατότητας) ατέρμονης διάρκειας (ένα εδώ αγγίζει τα 35 λεπτά), τούτο είναι ένα σινεμά που προσκαλεί, και κάποτε «εγκλωβίζεται» σε, θεματολογίες τυπικά λιγότερο ανοιχτές σε ορθολογική τεκμηρίωση, ενώ είναι ορθάνοιχτο σε λεκτικές περιγραφές του τύπου «διαλογιστικό», «υπερβατικό», «πνευματικό», έννοιες δηλαδή που θα σηκώσουν το φρύδι των περισσότερων, κάποιων για απολύτως κατανοητό λόγο: Το σινεμά, θα πουν, είναι για να διασκεδάζεις, έστω να ψυχαγωγείσαι. Έννοιες όπως αυτές είναι τόσο ευρείες και συνάμα τόσο προσωπικής αντίληψης και ερμηνείας, που είναι πολύ εύκολο η πνευματικότητα του ενός να είναι ο στόμφος του άλλου, η υπερβατικότητα του άλλου να είναι η απλοϊκότητα του ενός. Ως προς αυτό είναι μετρημένα τα κουκιά, καθείς και η γνώμη του.
Το ντεμπούτο του Τιεν Αν Φαμ είναι μια τέτοια άρτια, ολοκληρωμένη δημιουργία και ο θαυμασμός που εγείρει είναι απόλυτα δικαιολογημένος
Εκεί που η προσωπική αντίληψη χρειάζεται τις πατερίτσες μιας παραπάνω επίγνωσης, είναι στην αισθητική έκφραση του αργού κινηματογράφου: Πρώτα απ’ όλα τα μακρά μονοπλάνα περιορίζουν το κλασικά εννοούμενο μοντάζ. Εδώ αυτό εσωτερικεύεται, γίνεται ας πούμε ένα εσωτερικό μοντάζ, προσδιοριζόμενο από την μαεστρία της σκηνοθεσίας να καθοδηγεί το βλέμμα μέσα στο κάδρο αυτό δημιουργώντας ένα εσωτερικό, άτυπο μοντάζ εντυπώσεων από καθετί που παρασύρεσαι (δηλαδή σκηνοθετείσαι) να προσέξεις. Ο αργός κινηματογράφος, ακόμα και στις απάτητες κορυφές του (Ταρκόφσκι, κατά τον υπογράφοντα, Αγγελόπουλος, Γιαντσό, Ταρ, Βιρασετακούν κάποιοι που θα αναφέρουν εύλογα άλλοι) είναι οπωσδήποτε ένα σινεμά που ξεκινά από την σεναριογραφική σύλληψη, αλλά ουσιαστικά υφίσταται χάρη στη φύση της σκηνοθεσίας. Χωρίς αυτήν και την καθοδήγησή της το αργό σινεμά μένει άδειο σινε-κείμενο, μια ιδεογραφία που σε μια κόλλα χαρτί θα έφερνε ίσως επικίνδυνα σε φιλοσοφικά αφελές ημερολόγιο. Με άλλα λόγια η εικόνα ελευθερώνει δυνάμεις που οι λέξεις, προτού τουλάχιστον ερμηνεύσουν και την εν λόγω εικόνα, δεν προλαβαίνουν να μολύνουν με τις προκαταλήψεις του καθενός, εξού και κάπως έτσι φτάνουμε σε μια συζήτηση περισσότερο σχετιζόμενη με το άρρητο και το υπερβατικό, παρά το ορθολογικά οριζόμενο. Πιο απλά ακόμα, για αυτό βλέπεις άθεους να υποκλίνονται στο σινεμά του Ταρκόφσκι. Δεν χρειάζεται να πιστεύεις στη ζωή σου για να πιστέψεις σε δυο (τρεις, τέσσερεις) ώρες καλλιτεχνικής εξομολόγησης.
Το έτερο βασικό του αργού κινηματογράφου είναι η απεξάρτηση από την έννοια της πλοκής. Το σινεμά αυτό είναι εμφανώς κοντύτερα όλων των ειδών στην μουσική, η διάθεση, η ατμόσφαιρα και ο τόνος είναι το Α και το Ω του. Αν όχι το Ω του, το Ψ του. Με άλλα λόγια σου ζητείται να συντονιστείς, να αλλάξεις τον ρυθμό και τον βιορυθμό σου και να αφεθείς σε μια βαθμιαία παραισθησιακή κατάσταση ύπνωσης που κατευνάζει την φωνή μέσα σου που «μεταφράζει» άμεσα όσα βλέπει. Είναι μια κατάσταση κάπως συγγενική της ανάγνωσης της ποίησης, με την ίδια όμως εγγενή (…) αντίφαση. Ενώ αφήνεσαι σε μια θάλασσα αισθήσεων και κοσμικού ζεν, πρέπει και να λαμβάνεις τα σκηνοθετικά σήματα που νοηματοδοτούν το έργο, να βρίσκεσαι σε μια πνευματική (νάτη πάλι) εγρήγορση όπου ο κόσμος της ταινίας συναντά τον κόσμο τον δικό σου και τα σήματα/σύμβολα πάνε κι έρχονται, συχνά με την ακανόνιστη χαοτικότητα μιας κίνησης Brown, που θα έλεγαν οι φίλοι μας οι φυσικοχημικοί, γεγονός που αναπόδραστα φέρνει μπόλικη φιλοσοφικότητα στο είδος της θέασης.
Ερωτήματα πάνω στη μνήμη, τις επιλογές που μας κάνουν να θρηνούμε ότι αφήσαμε πίσω και να μεμφόμαστε αυτό που γίναμε ακριβώς επειδή οι επιλογές ήταν αυτές κι όχι άλλες
Όσο πιο καλή είναι η αργή ταινία, τόσο πειστικότερη είναι η ενατένισή της, τόσο συγκλίνουν οι ερμηνείες της και τόσο λιγότεροι θα βρεθούν να αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια και το αισθητικό της βάρος. Τις (καλές) αργές ταινίες τις βλέπουν ίσως λίγοι ως το τέλος, αλλά σχεδόν όλοι τις παραδέχονται, τουλάχιστον, για την αυθεντικότητά τους, για το ολιστικό θάρρος που περικλείει η σύλληψη και η δημιουργία τους. Στις επιμέρους αισθητικές τους επιλογές και λεπτομέρειες γεννιούνται οι κριτικές και οι συζητήσεις τους. Το ντεμπούτο του Τιεν Αν Φαμ είναι μια τέτοια άρτια, ολοκληρωμένη δημιουργία και ο θαυμασμός που εγείρει είναι απόλυτα δικαιολογημένος.
Όχι πώς δεν υπάρχουν αδυναμίες. Όχι όμως στα εργαλεία του είδους. Ο διάλογος ανάμεσα στην εικαστική σύνθεση, την καταπληκτική ηχητική ζωγραφιά και τους συμβολισμούς που είναι διάχυτοι αλλά ποτέ γοεροί και στομφώδεις, όπως στα ατυχέστερα παραδείγματα συμβολιστικού σινεμά, είναι υποδειγματικός. Το καθαρά κινηματογραφικό μέρος της ταινίας επιβάλλει στον πρόθυμο θεατή τον κόσμο του σκηνοθέτη, έναν κόσμο που σε τυλίγει γοητευτικά, σε φροντίζει, σου εξηγεί και, περισσότερο απ’ όλα, σε φέρνει σε μια κατάσταση αισθησιακής απόλαυσης και πνευματικής περιπέτειας, αμφότερες συγκλίνουσες στα ερωτήματα της ταινίας. Ερωτήματα πάνω στη μνήμη, τις επιλογές που μας κάνουν να θρηνούμε ότι αφήσαμε πίσω και να μεμφόμαστε αυτό που γίναμε ακριβώς επειδή οι επιλογές ήταν αυτές κι όχι άλλες. Ερωτήματα πάνω στην έννοια της πίστης που ενίοτε σε περιβάλλει αλλά δεν σε οδηγεί. Στίξεις, ευνόητες και από τον τίτλο, πάνω στην έννοια της μεταμόρφωσης, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Οι λάτρεις του κινηματογράφου αυτού έχουν βρει πιθανότατα το επόμενο enfant terrible τους
Η εικονογραφία του Φαμ είναι κάποιες στιγμές ιδιοφυής. Το προαναφερθέν 35λεπτο μονοπλάνο αποτελεί ένα κυκλωτικό ταξίδι βυθιστικής μετάβασης (και γεωγραφικής – με κινηματογραφικά μέτρα) από τον εαυτό στον άλλον, από την προσωπική εμπειρία στην συλλογική μνήμη. Ένα νυχτερινό πλάνο που στέκεται στους φωσφορίζοντες δείκτες ενός ρολογιού έχει μια τριαδικότητα εντελώς θρησκευτική, μ’ έναν ρυθμικό χτύπο να την στολίζει γήινα και υπαρξιακά. Στενοί και μακροί δρόμοι, πύλες, το υδάτινο στοιχείο, η φιγούρα ενός Χριστού ανάμεσα στα υποβρύχια φύκια, μια οδηγική περιήγηση με τα φώτα των επερχόμενων οχημάτων, μια απόγεια ομίχλη που δίνει έναυσμα σε μια αριστοτεχνική σεκάνς όπου το παρελθόν εισβάλει στο παρόν και ο ερωτισμός διαθλάται από τις επιλογές που δεν έγιναν – κι από άλλες που συνέβησαν επιτακτικά - είναι μόνο μερικές από τις κορυφές μιας αφήγησης που θα μαγέψει το κοινό της.
Προς το τέλος, μια σκηνή με μια ηλικιωμένη γυναίκα στερεί την ως τότε σχεδόν άριστη ελλειπτικότητα του έργου, δίνοντας έναν χαρακτήρα παράταιρα (για τον υπογράφοντα) απτό, η ταινία απορρυθμίζεται κάπως (ή εγώ έχασα τον ειρμό μου) και δεν μοιάζει να αναρρώνει εντελώς από αυτό το ολίσθημα παρά με το τελικό πλάνο και το ξανά θαυμάσιο διηγητικό εύρημά του. Η ελάχιστη αστρολογική επιείκεια «του μισού υπέρ του μαθητή» δεν θα μπορούσε να αποτραπεί από κάτι τέτοιο. Οι λάτρεις του κινηματογράφου αυτού έχουν βρει πιθανότατα το επόμενο enfant terrible τους.