Γκραν Τουρ
Grand Tour
1918. Ένας άνδρας δειλιάζει να συναντήσει την εξ αποστάσεως και από επταετίας αρραβωνιαστικιά του και φεύγει για ένα ατέρμονο ταξίδι στην Άπω Ανατολή. Εκείνη, αρνούμενη να δεχθεί το ενδεχόμενο της δικής του δειλίας, τον ακολουθεί κατά πόδας. Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες για τον Μιγκέλ Γκόμες, για μια εγκεφαλική ταινία πειραματικών χαρακτηριστικών και παραδοσιακότατης απόλαυσης.
Κάποιος θα έλεγε πως είναι άδικο, υπερβολικό, ή ακόμα και μάταιο, να ζητάς από ένα μέσο, «απροπόνητο» κοινό να προσέλθει σε (και να ευχαριστηθεί) μια ταινία που αποφασίζει τόσο διαφορετικά από την πεπατημένη να πει τις ιστορίες της. Έχει δίκιο. Ελάχιστοι θα δουν αυτόν τον «Μεγάλο Γύρο» της Ανατολής, λιγότεροι θα τον απολαύσουν και στα όρια του μη μετρήσιμου θα ενδιαφερθούν να διαβάσουν μια κριτική επ’ αυτού. «Τα πάντα ματαιότης», λοιπόν, από την εκκίνηση της συγγραφής.
Δεν πειράζει.
Είναι κατανοητό ότι πιθανά οι περισσότεροι άνθρωποι ζητούν από την σχέση τους με την τέχνη μια αποδραστική αντιστροφή αυτού που ζουν καθημερινά. Αν για παράδειγμα η καθημερινότητα είναι (που είναι) ένα «αντιαφηγηματικό», απρόβλεπτο χάος, το κοινό δικαιολογείται να ζητά μια γραμμική διήγηση, αλληλουχίας, αιτιοκρατικότητας, ασφάλειας και κάθαρσης. (Αναλόγως εάν η ζωή είναι απ-αίσια, το έργο θέλουμε να είναι αίσιο.) Διόλου τυχαία λοιπόν το σινεμά καταλαμβάνεται σε ένα θεόρατο ποσοστό από την παραδοσιακή, γραμμική αφήγηση. Ή, έστω, καθώς εμβολιάζεται στο πέρασμα του χρόνου, σε μια αφήγηση που περιλαμβάνει μεν χωροχρονικές παλινδρομήσεις αλλά η εσωτερική λογική παραμένει αυτή μια γραμμικής επεξηγηματικότητας, μια βεβαίωσης της λύσης (του μυστηρίου, της υπόθεσης). Όταν μια ταινία αρνείται τα παραπάνω, συνηθίζουμε να την τακτοποιούμε, κάποιοι περιφρονητικά, στο ντουλάπι με τις «μοντέρνες».
...μια ταινία δηλαδή διόλου δυσνόητη στην παρακολούθηση, η οποία όμως όσο σε γοητεύει τόσο σε προσκαλεί στα μυστικά της
Το σινεμά του Μιγκέλ Γκόμες είναι μοντέρνο. Και για να επιτείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση -κατασκευής και προθέσεων- διαταράσσει εκ των πραγμάτων και κατά τρόπο αξιωματικό κάθε έννοια χρόνου, χώρου, πλοκής, χαρακτήρα, δράσης και, βέβαια, αφηγηματικής συνοχής όπως τα έχουμε μάθει. Η αίσθησή του, παρότι βέβαια μοντέρνο σινεμά στην αίθουσα υπάρχει (το λιγότερο) από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, είναι μια αίσθηση ασυνήθης, φρέσκια, ζωηρή και γόνιμη. Φυσικά, και τούτο δεν θα είναι εξαίρεση, για το απροετοίμαστο κοινό η αίσθηση κάλλιστα μπορεί να είναι εκνευριστική, επιτηδευμένη, ανόητη (αχ αυτή η αναζήτηση του νοήματος), αντι-συναισθηματική, ακόμα και εξοργιστική.
Στο βλέμμα ωστόσο μιας θετικά διακείμενης προσέγγισης, το πετυχημένο δείγμα του σινεμά αυτού είναι ένας κήπος απολαύσεων. Ο Γκόμες μάλιστα, καθώς δεν επιδίδεται σε μια ασύστολη (βλέπε καθοδηγητική, επιδεικτική) σκηνοθεσία, παραδίδει ένα κέντημα χαλαρής πλέξης που μπορεί και πρέπει να «διαβαστεί» σαν ποίημα. (Ίσως όχι τυχαία θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει το σινεμά αυτό, σε σχέση με το τυπικά αφηγηματικό, όπως την μοντέρνα ποίηση κάποτε όταν έσπαγε τις συμβάσεις της ρίμας.) Σαν μια ταινία δηλαδή διόλου δυσνόητη στην παρακολούθηση, η οποία όμως όσο σε γοητεύει με τους στίχους της τόσο σε προσκαλεί στα μυστικά της. Άλλο όμως μυστικότητα κι άλλο μυστικοπάθεια. Ευτυχώς.
Ο Γκόμες ανοίγει τριάντα φύλλα ιστοριών, εικόνων, τόπων, χρόνων αλλά και εννοιών. Η Ιστορία, ο 20ός αιώνας κι εντεύθεν, η αποικιοκρατία, η επιθυμία ως άρση και υιοθέτηση, η έννοια του ειρμού και η σημασία της θραύσης του, οπότε και η ελευθερία ως ίδιον της απομάκρυνσης από την αφηγηματικότητα, το για τους δυτικούς αίνιγμα της Ανατολής, και πλέον όλων, όπως το είδα εγώ, τα Φύλα με έμφαση στο Θηλυκό ως σύμβολο αθανασίας. Στον πλήρη αναχρονισμών καμβά του, δηλαδή στο ότι ενώ η «πλοκή» εκτυλίσσεται στις αρχές του 1918 παρακολουθούμε συνάμα και πλήθος σύγχρονών μας εικόνων, συναντώνται άλλοτε ταξιδευτικά, άλλοτε τουριστικά, συχνά περίεργα, του κόσμου οι εικονογραφίες. Κουκλοθέατρα (πλήρως εγκυμονούντα για τους φίλους μας του νοήματος), ακροβατικά, λούνα παρκ, καρναβάλια, ελέφαντες, μηχανάκια στη Σαϊγκόν να…χορεύουν Στράους (σε μια εμπνευσμένη γήινη μετεγγραφή της κιουμπρικικής «Οδύσσειας»), μαζόνγκ τελετουργίες, απίθανα καραόκε (το «My Way» αυτό δεν θα το ξεχάσετε, ίσως και με δακρυσμένα μάτια)…
Όλα τους είναι μέρος ενός Grand Tour στην Άπω Ανατολή. Στην Σιγκαπούρη, την Μπούρμα (σήμερα Μιανμάρ), την Μπανγκόκ, τη Μανίλα, την Σαϊγκόν, την Σαγκάη, σε Πάντα που ξεκουράζονται ισορροπώντας τον χαριτωμένο όγκο τους σε έναν αεικίνητο ευκάλυπτο, σε ποτάμια που διαρρέουν τον μεγάλο, άγνωστο, μυστικό κόσμο της μακρινής Ανατολής. Από το μυαλό θα περνούν τα μύρια όσα. Aπό τον (αναπόφευκτο για εμάς) Κόνραντ, τον Βιρασετακούν και το «Πέρασμα στην Ινδία» (μια ίσως όχι αναπάντεχη εκλεκτική συγγένεια), ως τον ίδιο τον Γκόμες («Tabu», 2012), έναν (1.66:1!!) χερτσογκικό «Φιτσκαράλντο» και το θεμελιακά κατασκευασμένο στο backlot χολιγουντιανό σινεμά του Στέρνμπεργκ. Αυτό το τελευταίο ψηλώνει την ταινία. Η σύγκρουση έγχρωμων ρεαλιστικών εικόνων (που τραβήχτηκαν σε πρώτη φάση με τον φωτογράφο Σαγιόμπου Μουκντιπρόμ του Βιρασετακούν δίχως σενάριο) με κατασκευασμένες σε δεύτερο χρόνο και απολύτως στουντιακές εικόνες του «μόνιμου» Ρούι Πόσας, στις οποίες αναπαρίστανται σεναριογραφημένα πια ακόμα και μέρη σε διάλογο με τα πραγματικά που βλέπουμε, αρωματίζει παραμυθένια το όλον, υπογραμμίζει την ενιαιότητα των αφηγήσεων, την φιλμική ψευτιά τους και την ζωική αλήθεια τους.
Και το…νόημα; Αυτή η παραδοσιακά δυτική ανάγκη επεξήγησης, ίσως και εξορθολογισμού; Θύμα της και ο υπογράφων, ίσως και ο Γκόμες ο ίδιος με την κολεκτίβα που συνυπογράφουν το έργο. Ίσως αυτή να είναι και μια αδυναμία του έργου στο αναμφισβήτητα μοντερνιστικό σύστημα που υπηρετεί και στην αινιγματική, «κυκλική» Ανατολή που διαολίζει τους δυτικούς. Δεν παραπονιέμαι. Η δεύτερη ταινία, αυτή που ξεκινά στα μισά και είναι αυτή της οπτικής γωνίας της γυναίκας που ακολουθεί τα χνάρια του παρολίγον συζύγου της, είναι μια αποθέωση, ίσως και ρομαντική, μιας Φύσης που αρνείται την δειλία, ζει την περιπέτεια της επιθυμίας, περιπλανιέται σκόπιμα και δίχως αγχωτικές αβεβαιότητες, χορταίνει ζωή (χαρακτηριστικό το γέλιο της), καταναλώνεται απρόσεκτα σε και από δαύτην, γνωρίζει τον θάνατο, τον αφήνει πίσω της κι αυτόν. Η αντιπαράθεση με την δειλιασμένη, αποδραστική, πάντα μόνη, ανιαρή στασιμότητα του αρραβωνιαστικού είναι χτυπητή.
Δεν είναι δύσκολη ταινία το «Grand Tour» - αν και δεν κατανοώ την απέχθειά μας στο δύσκολο, πάψαμε άραγε να μένουμε ασυγκίνητοι στα εύκολα; Είναι όμως ασυνήθιστη και αυτό για το λεγόμενο «μεγάλο κοινό» είναι συνώνυμο της δυσκολίας. Ωστόσο θα επιμείνω. Υπό ένα πρίσμα, και από άλλα ακόμα που δεν συλλαμβάνω, είναι ένας κινηματογραφικός, πέρα ως πέρα αληθινός δηλαδή, κήπος απολαύσεων. Εναπόκειται λίγο παραπάνω στην ενέργεια του θεατή, στην ικανότητά του να αφήσει εκτός αίθουσας «βαρίδια» γνώριμου σινεμά. Στην θέση μας δηλαδή να βλέπουμε κινηματογράφο ενεργητικά, σοβαρά και κατά το δυνατόν ανεξάρτητα, αντί στροβιλιζόμενοι ακούσια σε αυτή την αξιολησμόνητη άβυσσο πάμφθηνων εικονιδίων.











