Avatar: Φωτιά και Στάχτη
Avatar: Fire and Ash
Φοβού τον Κάμερον και (παν)δώρα φέροντα; Το νέο «Avatar» είναι εδώ και υπόσχεται να κάνει «φωτιά και στάχτη» το παγκόσμιο box office. Μπορεί και την υπομονή σας.
Τρία χρόνια μετά το «The Way of the Water» που διεύρυνε την ανθρωπογεωγραφία (ή σωστότερα αβαταρογεωγραφία) της Πανδώρας πιστοποιώντας με ένα σαρωτικό σύνολο 2,32 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο box office τη ρήση «δεν στοιχιματίζεις εναντίον του Τζέιμς Κάμερον», ο βραβευμένος με Όσκαρ King of the World επιστρέφει ως άλλος Βασιλιάς στον - δικό του - φλούο κόσμο με το τρίτο κεφάλαιο των περιπετειών της οικογένειας Σάλι. Κοντολογίς, μετά το επικό «τσουνάμι» θεάματος και τεχνολογικής υπέρβασης του δεύτερου μέρους, ετοιμαστείτε για νέο μπουρλότο στα ταμεία με το «Avatar: Φωτιά και Στάχτη».
Η τρίτη ταινία «Avatar» πιάνει το αφηγηματικό νήμα λίγο μετά τα τραγικά γεγονότα του φινάλε της δεύτερης και μοιάζει περισσότερο με ένα «Part Two» του «The Way of the Water». Αυτό ενισχύεται τόσο από τη δραματουργία, όσο και από την κοντινότερη χρονικά απόσταση που έχει με το «Water» (2022) σε σχέση με την πρωτότυπη ταινία του 2009. Αυτό, στην ομολογουμένως χορταστική αλλά και συμφορημένη διαδρομή των 197 λεπτών αποδεικνύεται το αβαντάζ και το ψεγάδι της.
Κάθε μέλος της οικογένειας Σάλι πενθεί με τον δικό του τρόπο τον θάνατο του Νετεγιάμ. Ο Τζέικ (Σαμ Γουόρθινγκτον) ασχολείται με όσα τον αποσπούν από τη σκέψη, η Νεϊτίρι (Ζόι Σαλντάνα) καλλιεργεί όλο και περισσότερο μίσος για τους «Ανθρώπους του Ουρανού» και τα υπόλοιπα παιδιά προσπαθούν να συμβιβαστούν με την απώλεια όσο ο Λο’ακ (Μπρίτεν Ντάλτον) βασανίζεται από τις τύψεις για τον χαμό του αδερφού του. Η αμφιλεγόμενη και διχαστική επιλογή να εξοστρακίσουν τον Σπάιντερ (Τζακ Τσάμπιον), τον υιοθετημένο «Ταρζάν» της οικογένειας, είναι αυτή που θα εκκινήσει την πλοκή της νέα ταινίας και θα καθορίσει το μέλλον των Σάλι και του πλανήτη.
Απλά, από τον Κάμερον - έναν δημιουργό ολκής - περιμένεις πάντα κάτι νέο. Γιατί μας έχει καλομάθει.
Δεν μπορείς να μην θαυμάσεις τον Κάμερον ως αρχιτέκτονα εμπορικών προδιαγραφών και τεχνολογικά επηρμένο τελειοθήρα, που όσο εμμένει στην υπηρεσία του μεγάλου θεάματος, όσο εμβυθίζεται (και μας εμβυθίζει) στον κόσμο της Πανδώρας, άλλο τόσο σκαλίζει τη συναισθηματική εμπλοκή των θεατών με τους χαρακτήρες του. Εδώ, ενώ μυθογραφεί (με δάνεια, δεν αντιλέγω) τη δική του sci-fi εποποιία, τοποθετεί στον αφηγηματικό πυρήνα ενός τιτάνιου franchise ένα δύσκολο θέμα και διερευνά τη λύση μέσα από τις πρωτοβουλίες των παιδιών. Είναι λες και το «φωτιά και στάχτη» του τίτλου ηθελημένα υπογραμμίζει τη συναισθηματική απονεύρωση που προκαλεί ο θάνατος ενός παιδιού στην οικογένεια, τη «φωτιά» που διαρρηγνύει οριστικά τους δεσμούς και την άυλη «στάχτη» της μέρας μετά. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που το «παιδί» αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στη φιλμογραφία του: τα «Άλιενς: Η Επιστροφή», «Εξολοθρευτής 2: Ημέρα Κρίσης», ακόμα και ο «Τιτανικός», αποκωδικοποιούν και ενισχύουν το μοτίβο.
Βέβαια μην ανησυχείτε. Το νέο «Avatar» δεν είναι - ούτε απαιτείται, ούτε το επιθυμούμε - μία σκοτεινή, μελαγχολική ελεγεία για όσα/όσους χάνονται. Είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με τεχνολογία αιχμής, μία φωτορεαλιστική απόδοση ενός οικοσυστήματος που ο Κάμερον έχει συλλάβει στην ολότητά του και συνεχίζει να εντυπωσιάζει με τη χρωματική παλέτα, την ευρηματική σκηνογραφία (για παράδειγμα η σκηνή με τα ντελικάτα καράβια των ανεμοπτεριτών) και τη βιοποικιλότητα των πληθυσμών του. Στο στερεοσκοπικό του όραμα, το «Φωτιά και Στάχτη» προσθέτει μάλιστα μία ιδιαίτερη νέα φυλή, το λαό της στάχτης, με αρχηγό τη Βαράνγκ που υποδύεται μία μαγνητική Ούνα Τσάπλιν, με σαγηνευτική κινησιολογία αιλουροειδούς. Πρόκειται για έναν «διλοφόσαυρο» από την κόλαση που δεν ενστερνίζεται την πασιφιστική, οικολογική αντίληψη των υπολοίπων Ναβί, διψάει για εκδίκηση και διασκεδάζει με σαδιστικά βασανιστήρια.
Η νέα διαδρομή στην Πανδώρα αρχίζει να λοξοδρομεί όταν λόγω διάρκειας ενισχύεται έντονα η αίσθηση του déjà vu, το κυκλοτερές σχήμα της αφήγησης που καταλήγει πάντα σε μία θορυβώδη, μιλιταριστική σύγκρουση επαναλαμβάνεται και - ειδικά - όταν το κέντρο βάρους αποδίδεται στον χαρακτήρα του Σπάιντερ (δεν θα κάνουμε σπόιλερ). Το τελευταίο αποτελεί και το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας. Όχι ως ιδέα, αλλά ως εκτέλεση. Η απειρία του ηθοποιού Τζακ Τσάμπιον, που επωμίζεται τη μεγάλη ανατροπή της ταινίας που άγει τις εξελίξεις, προδίδει τον Κάμερον τόσο στο σενάριο (οι λέξεις του ακούγονται εντελώς ξύλινες) όσο και στη σκηνοθεσία (λες και η καθοδήγησή του στην ερμηνεία είναι «παίξε λες και είσαι ένα αλάνι του Μπρονξ»). Μία κομβική σκηνή, βιβλικής αναφοράς, που εμπλέκει τον Τζέικ (ο Γουόρθινγκτον πάλι καλύτερος από ποτέ) και τον Σπάιντερ - όταν δείτε την ταινία θα καταλάβετε - δεν αφήνει κανένα συγκινητικό αποτύπωμα. Το γεγονός πως οι περισσότερες σκηνές του, δε, έχουν από κοντά μία Σιγκούρνι Γουίβερ να διασκεδάζει απίστευτα κι ευεργετικά με την αλαφροΐσκιωτη avatar-περσόνα της Κίρι, μειώνουν ακόμα περισσότερο την αποτελεσματικότητά του.
Πταίσματα θα μου πείτε, μπροστά στο μεγαλείο και την αποδραστική αποτύπωση μιας υπερφιλόδοξης κινηματογραφικής κατάθεσης. Απλά, από τον Κάμερον - έναν δημιουργό ολκής - περιμένεις πάντα κάτι νέο. Γιατί μας έχει καλομάθει. Το «Avatar» ισοδυναμεί με πρόσκληση σε έναν (άλλο) κόσμο, στο τρελό όραμα ενός σκηνοθέτη που έχει ταμπουρωθεί σε ένα περιβάλλον οικολογικής ενσυναίσθησης και τεχνολογικής εξάρτησης εδώ και 20 χρόνια. Ασφαλώς και μας έλκει αυτή η εμπνευστική «φωτιά» κόντρα στη «στάχτη» της άτολμης, ανακύκλωσης ιδεών άλλων franchises. Μόνο που στο τρίτο μέρος, αντί να μπούμε εντελώς «μέσα», παρατηρήσαμε το παραμύθι της Πανδώρας από «έξω». Όπως και να ‘χει, θα περιμένουμε το «κουτί» να ανοίξει ξανά σε τέσσερα χρόνια.








