«Youth»: Άλλη μια εκθαμβωτική επίδειξη άφθονου στιλ και λίγης ουσίας από τον Πάολο Σορεντίνο
Ο κλήρος της ταινίας που ήταν γραπτό να διχάσει περισσότερο το κοινό των φετινών Καννών έχει πέσει μέχρι στιγμής στην πολυαναμενόμενη (και αγγλόφωνη) νέα δημιουργία του οσκαρούχου Ιταλού σκηνοθέτη. Στο τέλος της κατάμεστης πρώτης προβολής της, η «Νιότη» εισέπραξε ισάριθμα γιουχαρίσματα και μπράβο, υποδοχή απολύτως ταιριαστή για ένα φιλμ που αποτυγχάνει να βρει τη θέση που του αξίζει ανάμεσα στα δυο.
Ποτέ δεν κατάφερα να συγχρονιστώ με το διογκούμενο hype που συνοδεύει την περίπτωση του Πάολο Σορεντίνο. Έχω παρακολουθήσει όλες του τις ταινίες και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μου δίνουν την εντύπωση πως αποτελούν στο σύνολό τους προέκταση ενός διαολεμένα δεξιοτέχνη σκηνοθέτη, η αισθητική του οποίου ταιριάζει περισσότερο στον τομέα της διαφήμισης παρά του σπουδαίου σινεμά.
Διαβάστε ακόμη:
«An Open Secret»: Είδαμε πρώτοι «την ταινία που το Χόλιγουντ δεν θέλει να παρακολουθήσετε!»
«Sicario» του Ντενί Βιλνέβ: Βαδίζοντας νύχτα στις γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης ηθικής
Ο Σορεντίνο δεν είναι, βέβαια,ο ίδιος Ιταλός σκηνοθέτης που πρωτογνωρίσαμε στις Κάννες το 2004, με τις συμπαθέστατες «Συνέπειες του Έρωτα». Κέρδισε στο μεταξύ τη διεθνή αναγνώριση που δίκαια του άξιζε χάρη στο «Il Divo», το κορυφαίο φιλμ του, ένα Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για την (υπερεκτιμημένη) «Μεγάλη Ομορφιά», τον τίτλο του δημοφιλέστερου δημιουργού της χώρας του αυτή τη στιγμή και το προνόμιο του να θέλουν όλοι να δουλέψουν μαζί του.
Εκτός, όμως, από τα φαντασμαγορικά του κάδρα, τα σχολαστικά μελετημένα τράβελινγκ, τις αψεγάδιαστες εικονογραφήσεις των φιλμ του, τις χορογραφικές κινήσεις της κάμερας και το εξώφθαλμα οπερατικό ύφος του, ο Σορεντίνο πάντοτε έμοιαζε στα δικά μου μάτια ως μια φτηνότερη απομίμηση των μεγάλων auteurs της χώρας του, είτε επρόκειτο για τον Αντονιόνι, είτε για τον Μπερτολούτσι, είτε για τον Φελίνι-μια δημιουργική τριάδα στην οποία νιώθω ότι ο 45χρονος σκηνοθέτης προσπαθεί περισσότερο να μοιάσει.
Στην καινούργια του ταινία με τίτλο «Youth», και ένα αδιαφιλονίκητα ταιριαστό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του μεγαλειώδους Μάικλ Κέιν, ο Σορεντίνο επανέρχεται ξανά στον Φελίνι,ταξιδεύοντας αυτή τη φορά σε ένα υπερπολυτελές θέρετρο των ελβετικών Άλπεων, εκεί όπου περνά τις διακοπές του ένας ογδοντάχρονος μαέστρος παγκοσμίου φήμης.
Τον συνοδεύει η κόρη του, η οποία εργάζεται ως βοηθός του, και ο πιο μακροχρόνιος φίλος του, ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης ίδιας ηλικίας που περιτριγυρίζεται από μια ομάδα νεαρών σεναριογράφων προκειμένου να προσθέσει τις τελευταίες λέξεις στη συγγραφή του επόμενου φιλμ του, το οποίο προσμένει ότι θα αποτελέσει και το αριστούργημά του.
Ελάχιστη συναισθηματική ανταμοιβή συναντά κανείς από μια ταινία στην οποία όλα είναι τόσο σχολαστικά μελετημένα, τόσο λεπτομερώς κατασκευασμένα και τόσο υστερικά καλλωπισμένα.
Οι δύο άντρες περνούν τη μέρα τους απολαμβάνοντας τις άφθονες υπηρεσίες του θερέτρου, κάνοντας μακρινούς περιπάτους στην καταπράσινη φύση της Ελβετίας, ανατρέχοντας σε μνήμες και απωθημένα του παρελθόντος και πραγματοποιώντας σύντομες συναναστροφές με άλλους παραθεριστές κύρους, είτε πρόκειται για ένα νεαρό ηθοποιό του Χόλιγουντ, είτε για έναν παρηκμασμένο πρώην αστέρα των γηπέδων, είτε για τη Μις Υφήλιος.
Το «Youth» αναπαριστά ιδανικά την καλοκαιρινή ραστώνη που βιώνουν οι ήρωες, περιέχει απολαυστικές επιμέρους στιγμές (όπως η σκηνή όπου ένας ηθοποιός μεταμφιεσμένος σε Χίτλερ τρώει αμέριμνος, εμπρός στα σαστισμένα βλέμματα των θαμώνων), ευπρόσδεκτες χιουμοριστικές σφήνες και αντλεί τις μέγιστες απολαύσεις του από τα χαριτωμένα διαλογικά μέρη που μοιράζονται ο Μάικλ Κέιν και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ.
Όσα απομένουν, ωστόσο, αν παραμερίσει κανείς την ατέρμονη (και ομολογουμένως εκθαμβωτική) πασαρέλα από ιλουστρασιόν εικόνες και σινιέ πλάνα είναι μια εντελώς υποτυπώδης έκκληση στην απλότητα της ζωής κόντρα στο αναπόφευκτο πέρας του χρόνου και την έλευση του γήρατος, πράγμα ειρωνικό αν σκεφτεί κανείς ότι η έκκληση αυτή προέρχεται από έναν σκηνοθέτη που αγνοεί παντελώς τη λέξη «απλότητα» στο έργο του.
Δίχως να μπορεί να κρύψει την αυταρέσκειά του, και με τις σεναριακές ικανότητες που θεωρεί δεδομένα ότι κατέχει, ο Σορεντίνο διευρύνει τη σημασία της ταινίας του σε γενικευμένους (και εντελώς τηλεγραφικούς) στοχασμούς πάνω στη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, την καλλιτεχνική ακεραιότητα, την ομορφιά και τις άφθονες ψευδαισθήσεις της, τη μνήμη.
Διαβάστε ακόμη:
Οι Κάννες δεν αγαπάνε τον Πούτιν: Ουκρανός σκηνοθέτης στη φυλακή
«My Golden Years» του Αρνό Ντεπλεσάν: Γιατί η καλύτερη Γαλλική ταινία του φετινού Φεστιβάλ βρέθηκε εκτός διαγωνιστικού;
Ελάχιστη συναισθηματική ανταμοιβή συναντά, εντούτοις, κανείς από μια ταινία στην οποία όλα είναι τόσο σχολαστικά μελετημένα, τόσο λεπτομερώς κατασκευασμένα και τόσο υστερικά καλλωπισμένα ώστε να φαντάζουν ψεύτικα και όχι πάντα ειλικρινή. Όσο ελκυστική κι αν αποδεικνύεται στην παρακολούθησή της, η «Νιότη προσφέρει μόνο γυαλιστερές επιφάνειες και κολακείες στο βλέμμα.