«An Open Secret»: Είδαμε πρώτοι «την ταινία που το Χόλιγουντ δεν θέλει να παρακολουθήσετε!»
Το πολύκροτο ντοκιμαντέρ για την σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων ηθοποιών από παράγοντες του Χόλιγουντ, που έχει αποτελέσει εστία σκανδάλου εδώ και μερικούς μήνες και δυσκολεύτηκε να βρει διανομή στις Ηνωμένες Πολιτείες, μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ, ιδίως μετά τις πρόσφατες κατηγορίες εις βάρος του σκηνοθέτη Μπράιαν Σίνγκερ ή το συνεχιζόμενο σκάνδαλο με τον Μπιλ Κόσμπι. Κρίμα μόνο που σε περιεχόμενο, το φιλμ αποδεικνύεται μεν έντιμο και μαχητικό, όμως ελάχιστα αποκαλυπτικό επί της ουσίας.
Λίγες μέρες πριν ταξιδέψω για Κάννες έλαβα ενημέρωση από τον παραγωγό του «An Open Secret» για μια ειδική παρουσίαση του ντοκιμαντέρ, που θα γινόταν τις ημέρες του φεστιβάλ, εκτός του επίσημου προγράμματός του παρ' όλα αυτά. Εκδήλωσα ενδιαφέρον, χωρίς να ξέρω ότι για την επόμενη εβδομάδα θα χρειαζόταν να μπω σε μια διαδικασία ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων προκειμένου να διεκδικήσω μια θέση στην προβολή.
Διαβάστε ακόμη:
Το σοκαριστικό «Κοινό Μυστικό» είναι η ταινία που το Χόλιγουντ δεν θέλει να δεις
«Sicario» του Ντενί Βιλνέβ: Βαδίζοντας νύχτα στις γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης ηθικής
Για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις την ταινία χρειαζόταν, όπως απεδείχθη, να υπενθυμίσεις παραπάνω της μίας φοράς στον παραγωγό ότι επιθυμείς να δεις το φιλμ και έπειτα να περιμένεις για μέρες μέχρι να εγκριθεί το αίτημα της συμμετοχής σου και να σου δοθούν οι οδηγίες για την ακριβή ώρα και τοποθεσία της προβολής.
Και παρ' όλο που μου φαινόταν λίγο αστεία αυτή η μυστικοπάθεια, είπα να μη χάσω την υπομονή μου και να περιμένω την πολυπόθητη έγκριση. Κάπως έτσι, σήμερα το απόγευμα, σε μια αίθουσα έξω από το κύκλωμα προβολών του Φεστιβάλ, αποκαλύφθηκε σε ευρωπαϊκή πρώτη ένα φιλμ που ήδη είχε συζητηθεί πριν προλάβει να παιχτεί οπουδήποτε, εξαιτίας του θέματός του, και πυροδοτήσει πάμπολλες εικασίες ως προς το πόσο αποκαλυπτικό θα ήταν το περιεχόμενό του και πόσοι επώνυμοι θα εμπλέκονταν σε αυτό.
Η σκηνοθέτης της ταινίας, Εϊμι Μπέργκ, είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν με το φλέγον ζήτημα της παιδεραστίας στο υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ της, «Deliver Us From Evil» (2006), όπου ανήλικοι υφίσταντο κακοποίηση από μέλη της εκκλησίας. Το «An Open Secret» μετατοπίζει το θέμα της ταινίας εκείνης στον τομέα της βιομηχανίας του θεάματος και ανοίγει ένα τεράστιο κεφάλαιο που χαρακτηρίζει καλύτερα ο ηθοποιός Κόρεϊ Φέλντμαν (ένα από τα λίγα ανοιχτά επώνυμα θύματα που συμμετέχουν, έστω και φευγαλέα, στο ντοκιμαντέρ), όταν υποστηρίζει πως «η παιδοφιλία ήταν ανέκαθεν το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Χόλιγουντ και θα εξακολουθήσει να υφίσταται».
Το ντοκιμαντέρ της Μπεργκ δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί. Η δημιουργός του δυσκολεύτηκε αρχικά να συγκεντρώσει επαρκείς καταθέσεις, είδε πολλές πόρτες να κλείνουν μπροστά της και συνάντησε μπόλικους απρόθυμους συνεργάτες. Κατάφερε να εξασφαλίσει, όμως, εν τέλει αρκετές μαρτυρίες από πρώην τινέιτζερ ηθοποιούς που υπήρξαν θύματα κατά συρροήν κακοποίησης και σε μερικές περιπτώσεις από γονείς αυτών των παιδιών, να τις συνδυάσει με αρχειακό υλικό εφημερίδων και τηλεοπτικών εκπομπών και μέσω αυτών να ονοματίσει συγκεκριμένους ανθρώπους της τηλεόρασης και του σινεμά, οι οποίοι είτε οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη, είτε διέφυγαν αυτής και δεν πλήρωσαν ποτέ για τις ασέλγειές τους.
Επειδή μερικά από τα πιο απεχθή εγκλήματα εκεί έξω μπορεί να πηγάζουν από τον υπέροχο και εξιδανικευμένο κόσμο του θεάματος, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμείνουν ατιμώρητα.
Οι περισσότεροι θεατές της σημερινής προβολής περίμεναν, ασφαλώς, ότι ένα από τα πρόσωπα που θα καυτηρίαζε το φιλμ θα ήταν ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ, ιδίως από τη στιγμή που ο 30χρονος Μάικλ Ίγκαν, ο νεαρός που του έκανε πέρσι μήνυση, συμμετέχει στην ταινία. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, μολαταύτα, αν και το όνομα του Σίνγκερ παίζει συχνά πυκνά κρυφτούλι πίσω από αρκετές αναφορές, γιατί η υπόθεση του Ίγκαν δεν προχώρησε δικαστικά λόγω ασαφειών στις καταθέσεις του νεαρού, άρα θα ήταν παρακινδυνευμένο για τη σκηνοθέτη να εμπιστευτεί περαιτέρω τα λεγόμενά του.
Το βασικό πρόβλημα με το «An Open Secret», εντούτοις, είναι το πόσο ελάχιστα αποκαλυπτικό είναι σε όσα εξιστορεί, απλούστατα επειδή τα περισσότερα έχουν ήδη καλυφθεί από άρθρα εφημερίδων και από τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Ασφαλώς και έχει ενδιαφέρον να μαθαίνει κανείς από πρώτο χέρι για όλα τα ηδονιστικά πάρτυ στις πολυτελείς επαύλεις του Λος Άντζελες, για τις αμέτρητες πράξεις μη συναινετικού σεξ που έγιναν υπό την επήρεια ναρκωτικών ή και την απειλή όπλου, για τις αποπλανήσεις ανηλίκων από μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες με το αντάλλαγμα μιας καριέρας στη showbiz ή για τις ιστορίες ψυχολογικής και σωματικής κατάρρευσης πολλών θυμάτων. Απλώς οι πληροφορίες αυτές φτάνουν στη μεγάλη οθόνη με σχετική καθυστέρηση και σίγουρα χωρίς να έχουν κάτι καινούργιο να πουν.
Τα μειονεκτήματα της ταινίας δεν σταματούν, ωστόσο, εδώ. Η Μπέργκ δεν παρέχει την παραμικρή ιστορική αναδρομή στο αντικείμενό της (ασχολείται μόνο με περιστατικά που συνέβησαν από τη δεκαετία του '90 και μετά) ή περαιτέρω έρευνας στο παρελθόν ή στις μεθόδους με τις οποίες τα μεγάλα στούντιο έχουν κατά καιρούς συγκαλύψει παρόμοια σκάνδαλα. Σε αρκετά της σημεία, επίσης, μοιάζει συναισθηματικά άτσαλη και με διάθεση να χειραγωγήσει εύκολα το κοινό της.
Διαβάστε ακόμη:
«Louder Than Bombs» του Γιόακιμ Τρίερ: Ο εκκωφαντικός θόρυβος των σιωπών
Κάννες: Ιστορίες έρωτα κι ομοφυλοφιλίας
Αν κάτι χρήσιμο προκύπτει από τις άφθονες αδυναμίες του ντοκιμαντέρ, όμως, αυτό είναι η αδιάσειστη πλέον βεβαιότητα πως το Χόλιγουντ δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κάποιον να προχωρήσει με κάτι αληθινά σοκαριστικό και πρωτόγνωρο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Όπως μαθαίνουμε, άλλωστε, στη διάρκεια της ταινίας, οι θύτες ξεφεύγουν συνήθως από την τσιμπίδα του Νόμου, καταλήγουν με υποτυπώδεις ποινές εις βάρος τους ή συνεχίζουν ανενόχλητοι τις ζωές τους στα παρασκήνια του θεάματος (όπως η εξωφρενική περίπτωση του Μπράιαν Πεκ, δεδομένου παιδόφιλου, ο οποίος εξακολουθεί να εργάζεται σε παιδική εκπομπή της αμερικανικής τηλεόρασης!). Καμιά δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί.
Ακόμη και με τις παραπάνω ενστάσεις, πάντως, μου φαίνεται σημαντικό το γεγονός ότι μια θαρραλέα γυναίκα σκηνοθέτης αποφάσισε να μιλήσει απροκάλυπτα για ένα ζήτημα ταμπού που συνήθως ψιθυρίζεται παρά συζητιέται ανοιχτά και να κοινοποιήσει μέσω της αποτελεσματικής πλατφόρμας του σινεμά σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο ότι επειδή μερικά από τα πιο απεχθή εγκλήματα μπορεί να πηγάζουν από τον υπέροχο και εξιδανικευμένο κόσμο του θεάματος, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμείνουν ατιμώρητα.