Διαβόητο για την συχνά αμείλικτη και τιμωρητική στάση των κριτικών απέναντι σε πολλές ταινίες, το φετινό Φεστιβάλ Καννών επιφύλαξε μέχρι στιγμής την πιο ηχηρή αποδοκιμασία στην καινούργια ταινία του Γκας Βαν Σαντ. Και για μια από τις σπάνιες φορές, η αυστηρή ετυμηγορία της κριτικής στάθηκε απολύτως δικαιολογημένη.
Τι απέγινε ο Γκας Βαν Σαντ; Που ακριβώς βρίσκεται τελευταία ο σκηνοθέτης στον οποίο το ανεξάρτητο σινεμά χρωστάει το «Drugstore Cowboy», το «Mala Noche», το «Δικό μου Αϊνταχο» και τον «Ελέφαντα»; Τι συνέβη και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής οθόνης κατέληξε να υπογράφει συμβατικά χολιγουντιανά δράματα και feel good μετριότητες;
Οι ερωτήσεις παρέμειναν αναπάντητες στο μυαλό μου καθ' όλη τη διάρκεια παρακολούθησης του «Sea of Trees», ενός φιλμ που μέσα του συνοψίζει μερικά από εκείνα τα ανυπόφορα mainstream συστατικά στα οποία ο παλιός Γκας Βαν Σαντ σθεναρά αντιστεκόταν, μέσω της δικής του, αντισυμβατικής φιλμογραφίας.
Διαβάστε ακόμη:
Κάννες - Κριτική: Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη; «Ο Αστακός» έχει την απάντηση
«Ο Γιος του Σαούλ»: Το πρώτο φαβορί για τα βραβεία των φετινών Καννών έρχεται από την Ουγγαρία
Συνεχίζοντας μια πτωτική καλλιτεχνική πορεία που είχε περίτρανα εκδηλωθεί τέσσερα χρόνια πριν, εδώ στις Κάννες, με το σχεδόν ανεκδιήγητο «Restless», ο 64χρονος σκηνοθέτης εμφανίζεται φέτος στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ με μια άκρως συναισθηματική ιστορία που κατορθώνει και πακετάρει ένα φαινομενικό τραγικό και μακάβριο θέμα σε ένα όσο το δυνατόν πιο θελκτικό και ανώδυνο περιτύλιγμα.
Υποδυόμενος για άλλη μια φορά τον Μάθιου Μακόναχι, στην πιο σοβαρή και μεταοσκαρική του πλευρά ωστόσο, ο...Μάθιου Μακόναχι ταξιδεύει από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ιαπωνία και σε ένα απομακρυσμένο δάσος αμέτρητων εκταρίων προκειμένου να κάνει εκεί ότι συνηθίζουν να κάνουν όσοι το επισκέπτονται: να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η συνάντησή του με έναν ιαπωνικής καταγωγής περιπλανώμενο άντρα, ο οποίος μοιάζει χαμένος στο ίδιο δάσος και ψάχνει εις μάτην να βρει την έξοδό του από αυτό, θα οδηγήσει τον ήρωα του Μακόναχι σε ένα λυτρωτικό και καθαρτήριο μονοπάτι που θα τον περάσει υποχρεωτικά από τις αναμνήσεις του παρελθόντος και θα τον βάλει να παλέψει άμεσα για την επιβίωσή του, προτού του προσφέρει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
Ο Γκας Βαν Σαντ εμπιστεύτηκε για λογαριασμό της ταινίας του ένα σενάριο από τον ίδιο άνθρωπο που το 2010 είχε σκαρφιστεί με την πένα του το αγωνιώδες «Buried». Αυτή τη φορά, εντούτοις, ο Κρις Σπάρλινγκ παρέδωσε μια σεναριακή δουλειά η οποία μάλλον στη εύνοια της Ακαδημίας των Οσκαρ αποσκοπεί, παρά στα καλλιτεχνικά-υποτίθεται-κριτήρια ενός αξιοσέβαστου κινηματογραφικού φεστιβάλ, έτσι λυγμόλαλα όπως επιχειρεί να κολακεύσει το πιο ευκολόπιστο κοινό με ένα συνδυασμό ανατολιτικής φιλοσοφίας για αρχάριους, μεταφυσικής της νοικοκυράς, περιπέτειας στερημένης από το όποιο σασπένς και μελοδράματος το οποίο φιλοδοξεί να προσφέρει ένα αναστάσιμο μάθημα ανθρωπιάς και αγάπης για τη ζωή.
Διαβάστε ακόμη:
«Το φτάνουμε στα άκρα»: δηλώσεις του Γιώργου Λάνθιμου στο Screen International
Κάννες: Χαμένοι στα φευγάτα παραμύθια του Ματέο Γκαρόνε
Κι αν οι new age αμπελοφιλοσοφίες του σεναριογράφου προκαλούν μειδίαμα, ακόμη πιο δυσάρεστη έκπληξη αποτελεί η προσέγγιση του Γκας Βαν Σαντ στο παραπάνω υλικό, ο οποίος επιστρατεύει ελκυστική φωτογραφία, γλυκύτατες μουσικές (που νιώθεις ότι έχεις ακούσει αμέτρητες φορές στο σινεμά), φωτογενή κοντινά σε δακρυσμένα μάτια και σε κλαμμένα πρόσωπα και μια γενικότερη τάση προς το προβλέψιμο, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να διηγηθεί μια ψευτοψαγμένη, αλλά επί της ουσίας μπανάλ ιστορία.
Το αποτέλεσμα δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να πλημμυρίσει τη μεγάλη αίθουσα των προβολών του Φεστιβάλ με τα γιουχαρίσματα της πλειοψηφίας των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων που μάλλον κι εκείνοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι αυτό που παρακολούθησαν μόλις ήταν μια ταινία του Γκας Βαν Σαντ.