Στην κατάμεστη δημοσιογραφική προβολή του «Αστακού», ο Λάνθιμος δικαιολόγησε στο έπακρο την παρουσία του στο κόκκινο χαλί των φετινών Καννών, καθώς και τους ψιθύρους που τον κατατάσσουν στα φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα.
Αταλάντευτος στα τολμηρά χνάρια που όρισε με τον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις» συνεχίζει ο Γιώργος Λάνθιμος. «Ο Αστακός» είναι το κορυφαίο ως τώρα στοίχημα μιας καριέρας που για πρώτη φορά αναμετριέται με τα πλεονεκτήματα, τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις μιας διεθνούς συμπαραγωγής, φιλοξενώντας στο καστ ηχηρά ονόματα όπως ο Κόλιν Φάρελ, η Ρέιτσελ Βάις, ο Μπεν Γουίσο, η Λέα Σεϊντού και ο Τζον Σι Ράιλι, μαζί με τις «δικές» μας Αγγελική Παπούλια και Αριάν Λαμπέντ.
Ο «Αστακός» τοποθετείται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον όπου απαγορεύεται να είναι κανείς μόνος: όσοι ζουν χωρίς ταίρι μεταφέρονται υποχρεωτικά από το Κράτος σε ένα ξενοδοχείο, με σκοπό να ζευγαρώσουν εντός 45 ημερών. Αν αποτύχουν, η τιμωρία θα είναι να μεταμορφωθούν σε ζώα. Στον τόπο αυτό οδηγείται και ο κεντρικός ήρωας (Φάρελ), υποχρεωμένος να επιληφθεί του προσωπικού του αδιεξόδου, η απάντηση στο οποίο ίσως βρίσκεται στο πρόσωπο της Ρέιτσελ Βάις.
Διαβάστε ακόμη:
Κάννες: Το «Στάσου Ψηλά» τάσσεται υπέρ του κράτους πρόνοιας
Βίντεο: Ο Μάικλ Φασμπέντερ είναι ο «Μάκβεθ» (και έχει Λαίδη τη Μαριόν Κοτιγιάρ)
Το πρώτο μέρος διακρίνεται για το ευρηματικό και αδιάκοπο πικρό χιούμορ του, με το οποίο περιβάλλει τους για άλλη μια φορά κλινικά αποστειρωμένους και συναισθηματικά ακρωτηριασμένους ήρωές του ο Λάνθιμος. Όμως το πραγματικό παράσημο για τον Έλληνα δημιουργό είναι πως αποδεικνύει - αντίθετα με άλλους εξίσου υποσχόμενους συναδέλφους του - πως δεν αραιώνει την οξύτητα της προσωπικής του σφραγίδας για να χωρέσει στα παπούτσια μιας υψηλών απαιτήσεων αγγλόφωνης παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ήρωες του «Αστακού» ενσωματώνονται εκφραστικά στη γλώσσα και τους κώδικες εκείνων που πρωταγωνίστησαν στις προηγούμενες ταινίες του, με τον Φάρελ να διαπρέπει ως σύμβολο ενός ατόμου που μπαίνει στην πρέσα των κοινωνικών επιταγών, εκείνων που ορίζουν την αυτοπραγμάτωση και το φυσιολογικό.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο αρχικά υψηλός ρυθμός αποκτά διακυμάνσεις όχι πάντα καλοδεχούμενες. Τότε, το όλο οικοδόμημα αναλαμβάνουν να σηκώσουν καθηλωτικές σκηνές σαν αυτή όπου η (συν τοις άλλοις αφηγήτρια της ταινίας) Βάις, μας εξηγεί τον αυτοσχέδιο κώδικα επικοινωνίας που μοιράζεται με τον Φάρελ. Προοδευτικά, το φιλμ δείχνει μια σαφή τάση περιορισμού των αρχικά οξύτατων κωμικών του επιθέσεων, με τον ολοένα και πιο δυσοίωνο τόνο του να πλημμυρίζεται από ένα περιοδικό, επίμονο στρίγγλισμα εγχόρδων. Κι όταν πια ο «Αστακός» συμφιλιώνει το κοινό με τον βαθύτερο εαυτό του, ο οπορτουνισμός και ο κοινωνικός δαρβινισμός έχουν πάρει για τα καλά το προβάδισμα στην πλοκή, την ώρα που η διαφυγή στη φύση (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ενέχει τον χαρακτήρα του συστημικού αντισταθμίσματος, ικανού να καταστείλει εγκαίρως τυχόν τάσεις επαναστατικότητας.
Στο τεχνικό κομμάτι, εξαιρετική είναι η δουλειά των Ελλήνων συντελεστών, ξεκινώντας από τον διευθυντή φωτογραφίας Θύμιο Μπακατάκη που αποτυπώνει διαφορετικές πτυχές του ζοφερού χαρακτήρα της ταινίας, τόσο στις εσωτερικές σκηνές του ξενοδοχείου όσο και σε εκείνες στο δάσος. Όσο για το ξυραφένιο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, προσδίδει τον απαραίτητο χρονισμό σε ένα σύμπαν που αναζητά αδιάκοπα τον απαραίτητο δίαυλο ανάμεσα στην ακραία, κωμικοτραγική πραγματικότητα που γλαφυρά σκιαγραφεί και τις δομικές υπαρξιακές αγωνίες που πραγματεύεται το σενάριο των Ευθύμη Φιλίππου και Γιώργου Λάνθιμου.
Διαβάστε ακόμη:
Πρώτο κλιπ του «Love» του Γκασπάρ Νοέ
Κάννες: οι ταινίες που ανυπομονούμε να δούμε
Η αλήθεια είναι πως πολλά μπορεί να νιώσει (όπως και να γράψει) κανείς για τον «Αστακό»: να γοητευτεί ή να κλωτσήσει μπροστά στον ασφυκτικό έλεγχο του σκηνοθέτη επί των ηρώων του, να αιχμαλωτιστεί από τον μεγαλεπίβολο χαρακτήρα της θεματολογίας και των φιλοσοφικών της προεκτάσεων ή να τον ξενίσουν ορισμένες στροφές της ιστορίας. Όμως πέρα από όλα αυτά, αλλά και μακριά από τις επί της ουσίας ανώφελες συζητήσεις περί ενδεχόμενων βραβεύσεων, γεγονός παραμένει πως για δεύτερη φορά μετά τον σπουδαίο «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος καταθέτει μια αληθινά οικουμενική ταινία, ικανή να «μιλήσει» σε ένα παγκόσμιο κοινό. Και αυτό είναι ένα αληθινά ξεχωριστό παράσημο, που κανένα βραβείο δεν ισοφαρίζει.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Ευθύμης Φιλίππου, Γιώργος Λάνθιμος
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θύμιος Μπακατάκης
Παραγωγή: Γιώργος Λάνθιμος, Ed Guiney, Lee Magiday, Ceci Dembsey / Element Pictures, Limp Films
Εκτέλεση Παραγωγής: Andrew Lowe, Tessa Ross, Sam Lavender
Συμπαραγωγοί: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Leotine Petit, Carole Scotta, Joost de Vries, Derk-Jan Warrink / Faliro House Productions, Haut et Court, Lemming Film
Πρωταγωνιστούν: Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Μπεν Γουίσο, Αγγελική Παπούλια, Λέα Σειντού, Ολίβια Κόουλμαν, Αριαν Λαμπέντ, Τζον Σι Ράιλι, Τζέσικα Μπάρντεν, Άσλει Τζένσεν, Μάικλ Σμάιλι