Τo cinemagazine συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές.
Τέλη του 1987 μπαίνω στην μοναδική αίθουσα που είχε απομείνει στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωνα. Πρέπει να ήταν καθημερινή, μια Τρίτη νομίζω, μέρα όπου το σινεμά εξόριζε συνήθως τις πιο ιδιότροπες ταινίες στον προγραμματισμό του, επειδή οι αρχές της εβδομάδας ήταν πάντοτε αργές σε κίνηση. Τέλος πάντων, θυμάμαι πως εκείνη την Τρίτη έβρεχε καταρρακτωδώς και εγώ στεκόμουν στο ταμείο του κινηματογράφου, βγάζοντας εισιτήριο για μια ταινία της οποίας o τίτλος και οι συντελεστές δεν μου έλεγαν απολύτως τίποτα. Ονομαζόταν «Ο Φίλος Μου Κι Εγώ», η αφίσα απεικόνιζε δυο τύπους που σε κοιτούσαν κατάματα μέσα από ένα άκρως αυθάδικο βλέμμα. Τις φωτογραφίες που γέμιζαν το ταμπλό μονοπωλούσε ένας πολύ μυστήριος άντρας, ντυμένος με ρούχα δανδή σε τάχιστη παρακμή, με ένα ύφος απίστευτης υπεροψίας στο πρόσωπο. «Δεν βαριέσαι», σκέφτηκα και μπήκα.
Στην αίθουσα έκανε κρύο. Ήταν δεν ήταν τρεις άνθρωποι μέσα. Έμεινα κουλουριασμένος στο μπουφάν μου για το πρώτο εικοσάλεπτο της ταινίας. Επιχειρούσα να καταλάβω τι μυστήριο φρούτο είχε καταλήξει στη σεμνή επαρχιακή μας σάλα. Στην οθόνη, δυο άνεργοι ηθοποιοί έπιναν σαν νεροφίδες. Γκρίνιαζαν ακατάσχετα, σε μια σκυθρωπή Αγγλία των τελών του 60, σ' ένα παγερό διαμέρισμα, δίπλα από έναν νεροχύτη γεμάτο άπλυτα πιάτα, πάνω από ένα τσιγάρο που προσπαθούσε να τους ζεστάνει. Ένας θηριώδης τύπος με μια τσάντα γεμάτη ουσίες έκανε επίσκεψη στο σπίτι τους. Τον λένε Ντάνι, είναι ντίλερ και δεν κουρεύεται για να λαμβάνουν οι τρίχες της κεφαλής του τα... μηνύματα που εκπέμπει ο γαλαξίας. Σκάω στα πρώτα δυνατά γέλια. Αντηχούν σε όλη την άδεια αίθουσα. Αυτό ήταν όλο. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, βρίσκομαι ήδη στο μήκος κύματος μιας ταινίας που όμοιά της, ομολογουμένως, δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Ούτε θα ξανάβλεπα. Έκτοτε, σε κάθε σχεδόν γραμμή διαλόγου που ξεστόμιζαν οι ήρωες ανταποκρινόμουν ενθουσιωδώς.
«Ακόμη κι ένα σταματημένο ρολόι δείχνει τη σωστή ώρα, δυο φορές την ημέρα»
Ύστερα, οι δυο σαλταρισμένοι από την πείνα και τις ουσίες συγκάτοικοι φεύγουν για ένα απίστευτο ταξίδι στην επαρχία, ένας ευτραφής, ομοφυλόφιλος θείος εμφανίζεται για να κάνει ανήθικες προτάσεις σε έναν από τους ήρωες κι εγώ είχα στο μεταξύ αποχωριστεί προ πολλού το μπουφάν από επάνω μου. Η ταινία χρησίμευε ως ζεστή κουβέρτα. Ένιωθα να με σκεπάζει σε όλη της τη διάρκεια. Βγήκα από το σινεμά με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σαν να είχα μόλις κερδίσει δώρο σε κάποια κλήρωση. Για έναν ηλίθιο λόγο που δεν κατανοούσα ένιωθα περήφανος, σαν να είχα ανακαλύψει την πενικιλίνη. Την επόμενη μέρα στο σχολείο έψαχνα άνθρωπο για να μοιραστώ την «ανακάλυψη». Δεν βρήκα κανένα. Το απόγευμα που έτυχε να περάσω από τον κινηματογράφο, έπαιζε ήδη μία άλλη ταινία. Στεναχωρήθηκα. Ο «Φίλος Μου» κι Εγώ χρειάστηκε αναγκαστικά να χωρίσουμε. Πότε θα πετυχαίναμε ξανά ο ένας τον άλλον; Ποιος ξέρει; Μέχρι την επόμενη φορά, πάντως, φρόντισα να κάνω ταχύρυθμα φροντιστήρια. Για να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα για τον άνθρωπο στον οποίο χρωστούσα αυτή την ταινία.
Ο Μπρους Ρόμπινσον δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να στραφεί πίσω από την κάμερα για να δοκιμάσει τις ικανότητές του στη σκηνοθεσία. Πέρα ίσως από τον ίδιο λόγο που τον έπεισε να αποτυπώσει σε χαρτί τις εμπειρίες του πλάι σε έναν μέθυσο και δηλητηριώδη στη γλώσσα συμφοιτητή του, τον οποίο γνώρισε τον καιρό που σπούδαζε για να γίνει ηθοποιός. Το όνομα του φλεγματικού συγκατοίκου ήταν Βίβιαν Μάκεραλ. Ολημερίς βρισκόταν με ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι και αποτέλεσε το καλούπι μέσα από το οποίο γεννήθηκε ο αθυρόστομος, μηδενιστής Γουιθνέιλ.
Ο Ρόμπινσον ονειρευόταν καριέρα στην υποκριτική. Το παρουσιαστικό του ήταν αξιοπρεπές, οι ερμηνευτικές του ικανότητες μια χαρά και ο πρώτος σημαντικός ρόλος τού χτύπησε την πόρτα σε ηλικία 22 ετών. Ο Ρόμπινσον ταξίδεψε μέχρι την Τοσκάνη για να παίξει τον Μπενβόλιο στην κινηματογραφική διασκευή του «Ρωμαίος Και Ιουλιέτα» που ετοίμαζε ο Φράνκο Τζεφιρέλι. Καθόλου διακριτικός όσον αφορά τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ο Ιταλός σκηνοθέτης έκανε μια σειρά από ανήθικες προτάσεις στον νεαρό Ρόμπινσον, τις οποίες εκείνος απέκρουσε με ευγένεια. Μερικά χρόνια αργότερα, όμως, τον καιρό που έγραφε το σενάριο του «Ο Φίλος Μου Κι Εγώ», θυμήθηκε να τις ενσωματώσει στον χαρακτήρα του γκέι θείου Μόντι, ο οποίος ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου βασισμένος στον Τζεφιρέλι.
Η επιτυχία της σαιξπηρικής διασκευής εξασφάλισε στον ηθοποιό μερικά ακόμη περάσματα σε ταινίες. Τα πιο αξιομνημόνευτα βρίσκονται στο «Μusic Lovers» του Κεν Ράσελ και στην «Ιστορία της Αντέλ Ουγκό» του Τριφό. Κάποια στιγμή, ωστόσο, ο Ρόμπινσον διαπίστωσε ότι η υποκριτική είχε ως επί το πλείστον να κάνει με την υποχρέωση να περνάς την ώρα σου πάνω από ένα τηλέφωνο, περιμένοντας πότε θα έπαιρνε ο ατζέντης για να προτείνει κάποιο ρόλο. Τον ενδιάμεσο χρόνο έπρεπε να ασχοληθείς με το ζήτημα της δύσκολης εξασφάλισης των προς το ζην.
Κουρασμένος από την αναμονή, ο Ρόμπινσον ξεκίνησε στα τέλη του '70 να γράφει σενάρια. Μερικά χρόνια αργότερα είχε την τύχη να συναντήσει τον παραγωγό Ντέιβιντ Πάτναμ ο οποίος δέχτηκε να χρηματοδοτήσει ένα από αυτά. Ήταν το σενάριο για τις «Κραυγές Στη Σιωπή» που χάρισε φήμη και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ στον συγγραφέα του. Αμέσως μετά, ο Ρόμπινσον αποφάσισε ότι είχε φτάσει στιγμή να μετατρέψει την ιστορία των φοιτητικών του χρόνων πλάι στον εκκεντρικό συγκάτοικό του, Βίβιαν, σε ταινία. Επειδή όμως αντιμετώπιζε το σχέδιο ως κάτι το πολύ προσωπικό άρα και εύθραυστο στον χειρισμό του, ήθελε να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα επενέβαινε επιπόλαια σε αυτό. Η μοναδική λύση να καταφέρει κάτι τέτοιο ήταν να σκηνοθετήσει ο ίδιος.
Ξεπερνώντας την ολοκληρωτική απειρία του και τους δισταγμούς των παραγωγών στο να του παράσχουν τα αναγκαία χρήματα, ο Ρόμπινσον δέχτηκε να πληρωθεί πενταροδεκάρες, αρκεί να είχε τον απόλυτο έλεγχο στο υλικό του. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Γουιθνέιλ, ο φίλος του ο Μάργουντ, ο Ντάνι, ο θείος Μόντι και 107 από τα πιο πολύτιμα λεπτά που αποτυπώθηκαν σε φιλμ.
«Θέλουμε τα πιο θαυμαστά κρασιά που διατίθενται στην ανθρωπότητα. Τα θέλουμε εδώ και τα θέλουμε τώρα!»
Δύο χρόνια μετά από εκείνο το βροχερό απόγευμα του 1987, βρίσκομαι σπίτι. Είναι καλοκαίρι, μεσημέρι και έχω νοικιάσει την ταινία σε βιντεοκασέτα. Ήταν εύκολο να την βρω γιατί κανείς δεν την διάλεγε στο βιντεοκλάμπ. Η δεύτερη φορά που βλέπω το «Ο Φίλος Μου κι Εγώ» μοιάζει με αποκάλυψη. Διαπιστώνω ένα σωρό πράγματα που μου είχαν διαφύγει. Μέχρι σήμερα, που πρέπει να έχω δει την ταινία πολλαπλάσιες φορές, μπορώ να πω με σιγουριά ότι εξακολουθώ να ανακαλύπτω (υπέροχα) πράγματα. Έναν μορφασμό στο υποδειγματικό παίξιμο του Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ. Ένα αμίμητο βλέμμα από τον Ραλφ -Ντάνι- Μπράουν. Ένα γαργαλιστικό υπονοούμενο από τον θείο Μόντι. Επίσης ατάκες. Πολλές, υπέροχες ατάκες που δεν είχα προσέξει στην πρώτη μου γνωριμία με το φιλμ.
Σταματώ την κουραστικά αυτοαναφορική ιστορία μου στο εξής: ένα βράδυ, θα πρέπει να ήταν χειμώνας πάλι, ήμουν κουλουριασμένος σε κάτι σκεπάσματα και έβαλα να ξαναδώ την ταινία. Στο τέλος απέμεινα να κλαίω. Δεν το συνηθίζω και δεν μου είχε ξανασυμβεί καμιά από τις προηγούμενες φορές που είχα δει την ταινία. Στην σκηνή όμως όπου ο Γουιθνέιλ περπατά με τον Μάργουντ στην βροχή, αποχαιρετώντας πικρά μια ολόκληρη φιλία με ένα μπουκάλι κρασί ανά χείρας, οι βρύσες στα μάτια μου άνοιξαν.
Λίγα λεπτά πιο μετά, όταν με πληγωμένη την περηφάνια ο Γουιθνέιλ απαγγέλλει «Άμλετ» μπρος στους βαριεστημένους λύκους ενός ζωολογικού κήπου, ένιωσα την καρδιά μου να ραγίζει. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν ίσως από τα πιο όμορφα και μαζί θλιμμένα πράγματα που είχα δει ποτέ σε ταινία. Ακόμη είμαι. Από εκείνη την στιγμή, πλέον, ήξερα: το δημιούργημα του Μπρους Ρόμπινσον έπαψε πια να αποτελεί εκείνη την «φοβερή κωμωδία» που έβλεπα και ξανάβλεπα. Έγινε κάτι εντελώς δικό μου, απλούστατα επειδή μαζί με τα ηχηρά γέλια, είχα μοιραστεί και κάποια δάκρυα μαζί του.
Στην πορεία διαπίστωσα ότι ο ισχυρισμός «δικό μου» ήταν πολύ σχετικός, μια και αποτελούσα ένα μόλις μέλος μιας τεράστιας κοινότητας φανατικών θεατών οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ταινία με παρόμοιο, ίσως και πιο ενθουσιώδη τρόπο. Ένα δημοψήφισμα διάσημου αγγλικού περιοδικού πριν μερικά χρόνια ανέδειξε το «Ο Φίλος Μου Κι Εγώ» σε τρίτη καλύτερη κωμωδία όλων των εποχών. Τακτικά γκάλοπ το τοποθετούν ανάμεσα στις σημαντικότερες ταινίες από καταβολής Αγγλικού σινεμά. Σελίδες στο διαδίκτυο αντιμετωπίζουν το φιλμ με τον λατρευτικό τρόπο που επιφυλάσσουν για ογκόλιθους του cult, όπως το «Rocky Horror Picture Show» και το «Τhis Is Spinal Τap». Είναι λογικό.
Το σενάριο του Ρόμπινσον περιέχει μέσα του μερικά από τα πιο εκπληκτικά κομμάτια διαλόγων που έχουν γραφτεί ποτέ. Ένα χιούμορ που για σπάνια φορά πηγάζει από τη δεξιοτεχνική χρήση του λόγου και όχι από κάποια φαρσική κατάσταση. Μια χούφτα από αλησμόνητους δεύτερους χαρακτήρες. Και σίγουρα έναν ήρωα δίχως προηγούμενο και επόμενό του. Στον ρόλο του θανατηφόρα σαρκαστικού Γουιθνέιλ, ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ σφράγισε την καριέρα του με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ο σαρκαστικός του ήρωας αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πλούσιο λεξικό συμπεριφοράς και επιβίωσης απέναντι στην ανθρώπινη υποκρισία. Πίσω από το ακανθώδες φλέγμα και την παντελή έλλειψη πολιτικής ορθότητας, ο βιτριολικός Γουιθνέιλ του παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας απελπισμένης φιγούρας η οποία ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, για να σε καλέσει να δείξεις την απέχθειά σου για έναν κόσμο που δεν αξίζει να πάρεις στα σοβαρά. Δεν μπορώ παρά να πιω στην υγειά του. Και στην υγειά ολόκληρης αυτής της ταινίας...
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ / WITHNAIL & I
Ηνωμένο Βασίλειο, 1987
Σενάριο και σκηνοθεσία: Μπρους Ρόμπινσον Φωτογραφία: Πίτερ Χάναν Μουσική: Ντέιβιντ Ντάντας, Ρικ Γουέντγουορθ Πρωταγωνιστούν: Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Πολ ΜακΓκαν, Ρίτσαρντ Γκρίφιθς, Ραλφ Μπράουν Διάρκεια: 107'