Halloween special: Το cinemagazine ψηφίζει τις 100 καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ (100-51) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
7:10
31/10

Halloween special: Το cinemagazine ψηφίζει τις 100 καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ (100-51)

Διαχρονικές ανατριχίλες, ζόμπι, βρυκόλακες, υπερφυσικά τέρατα, σπλάτερ, άγνωστα αριστουργήματα και πολύ αίμα! Το φετινό Χάλογουιν ξορκίζουμε την πραγματικότητα και μετράμε τις 100 κορυφαίες ταινίες τρόμου.

Από τους Λευτέρη Αδαμίδη, Φαίδρα Βόκαλη, Πάνο Γκένα, Ηλία Δημόπουλο, Κωστή Θεοδοσόπουλο, Λουκά Κατσίκα, Χριστίνα Λιάπη, Τάσο Μελεμενίδη, Θανάση Πατσαβό και Νεκτάριο Σάκκα

Την άνοιξη του 2015, το τεύχος 236 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ πρότεινε στους συντάκτες του να διαλέξουν 100 κορυφαίες δημιουργίες τρόμου και να τις τοποθετήσουν αξιολογικά σε μια λίστα που να είναι αντιπροσωπευτική (και λατρευτική) ολόκληρου του κινηματογραφικού αυτού είδους. Χρόνια αργότερα, με ανανεωμένη συντακτική ομάδα, η λίστα επανεξετάζεται, αλλάζει και εμπλουτίζεται. 

Οι θέσεις των ταινιών δεν είναι απόλυτες (ποτέ δεν είναι, εκτός μερικών εξαιρέσεων) και η επιλογή έγινε με βασικό γνώμονα να αποτελέσει έναν κατατοπιστικό οδηγό σε μερικούς από τους πιο αξέχαστους εφιάλτες μας.

Μπορείτε να διαβάσετε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος (θέσεις 50 - 1) εδώ:
Halloween special: Το cinemagazine ψηφίζει τις 100 καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ (50-1).

100. Τρέξε! (Get Out, 2017) του Τζόρνταν Πιλ 

Για ένα κοινό που διψά για αλλαγές πάνω σε διαμορφωμένα στερεότυπα που υπερισχύουν ως σήμερα πάνω στην αντίληψή μας για τις τάξεις, τις φυλές και τα φύλα, αλλά τις εκφράζει κυρίως μέσω της εξ αποστάσεως δημόσιας επισήμανσης χωρίς ουσιαστικά να αλλάζει, το «Get Out» είναι η τέλεια αντανάκλασή του σε ταινία τρόμου.

Με το είδος πλέον να εισάγει στο περιεχόμενό του ατζέντα κοινωνικών αλλαγών αλλά να το κάνει άτσαλα και καταγγελτικά, η ταινία του Τζόρνταν Πιλ αναζήτησε τις κλασικές του αξίες, βγήκε σε καίριο χρονικό σημείο, επισήμανε τη χρησιμότητα του χιούμορ και είχε έναν εξαιρετικό πρωταγωνιστή (Ντάνιελ Καλούια) που εξέφρασε μοναδικά το πρόσωπο του τρόμου όταν διαπίστωσε πως οι ανάλαφρες φιλελεύθερες κουβέντες έρχονται σε αντίθεση με την σχεδόν σουρεαλιστική πραγματικότητα. Τάσος Μελεμενίδης

99. Ο Άλλος (The Other, 1972) του Ρόμπερτ Μάλιγκαν 

Δέκα ακριβώς χρόνια μετά την καλλιτεχνική απήχηση του «Σκιές και Σιωπή» («To Kill a Mockingbird»), ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν επέστρεψε στην εμπειρία του να μεγαλώνεις μακριά από την πόλη και να αντικρίζεις τον κόσμο των μεγάλων μέσα από εφηβικά μάτια. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η ταινία του δεν είχε την τρυφερότητα της προ δεκαετίας κλασικής δημιουργίας του, αλλά επέλεγε να περπατήσει στην πιο σκοτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας, πλησιέστερα σε μια πιο γοτθική θεώρηση περί αμερικανικού Νότου.

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον «The Other» χωρίς να αποκαλύψει τα μυστικά του. Ας πούμε, λοιπόν, ότι πρόκειται φαινομενικά για την ιστορία δυο δίδυμων αγοριών από τα οποία το ένα προκύπτει καλόκαρδο και αθώο, ενώ το άλλο κρύβει μέσα του έναν ψυχικά διαταραγμένο χαρακτήρα, υπεύθυνο όπως δείχνουν τα πράγματα για τον θάνατο τριών ανθρώπων. 

Η ταινία δεν αφορά παρ' όλα αυτά την περίπτωση ενός μικρού ψυχοπαθούς που σπέρνει τον θάνατο στην καρδιά ενός ξένοιαστου καλοκαιριού του '30. Είναι ένα φιλμ το οποίο κινείται ταυτοχρόνως σε δύο επίπεδα, ένα ρεαλιστικό και ένα φαντασιακό. Πόσα από αυτά που βλέπουμε, όμως, εκτυλίσσονται στην πραγματικότητα και ποιες παραμέτρους του οικογενειακού δράματος θα χρειαστεί να μαντέψουμε μόνοι, ώσπου να έρθει η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης; Οι μακάβριες απαντήσεις θα ξεδιπλωθούν αργά κι, εν τέλει, σπαρακτικά. Λουκάς Κατσίκας

98. Η Διαδοχή (Hereditary, 2018) του Άρι Άστερ

Το πολυσυζητημένο ντεμπούτο του Άστερ είναι η ιστορία μιας οικογένειας η οποία αγωνίζεται να μην συντριβεί κάτω από το βάρος μιας ανομολόγητης τραγωδίας. Είναι η περίπτωση μιας νευρωτικής και φορτωμένης άγχη γυναίκας (η Τόνι Κολέτ σε μια αποστομωτικής έντασης ερμηνεία), η οποία καταλήγει στοιχειωμένη από την ίδια της τη θλίψη και την υποψία ότι μπορεί να έχει κληρονομήσει την ψυχική αστάθεια της μητέρας της. Είναι το μοιραίο ραντεβού με το άγνωστο που δίνουν άθελά τους τέσσερις άνθρωποι. Τέλος, είναι μια άσκηση πάνω στο διφορούμενο και το πολυσήμαντο από έναν σκηνοθέτη ο οποίος «ανοίγει» διαρκώς το φιλμ του προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Σπρώχνοντάς μας να κοιτάξουμε προσεκτικά πίσω από τα όσα βλέπουμε, ο σκηνοθέτης προτρέπει σε περισσότερες της μιας αναγνώσεις της ταινίας του και όχι απαραιτήτως μέσα από το πρίσμα μιας δημιουργίας τρόμου. Γιατί, αν αφαιρέσει κανείς το υπερφυσικό στοιχείο από την ιστορία, αυτό που απομένει είναι ένα σαρωτικό δράμα  για στην αδυναμία του ανθρώπου να νικήσει δυνάμεις που τον ξεπερνούν, η εισβολή στο εσωτερικό ενός διαταραγμένου μυαλού, η εξωτερίκευση των δαιμόνων που κουβαλά μέσα της μια γυναίκα και η οδυνηρή πάλη την οποία διεξάγει με σκοπό να μην χάσει την επαφή της με τη λογική και να μην κάνει κακό στους οικείους της. Κι αν όλα τα παραπάνω δεν αρκούν το «Hereditary» είναι μια παρομοίωση πάνω στις μεταδοτικές «νόσους» των οικογενειακών δεσμών. Λουκάς Κατσίκας

97. Deathdream (1974) του Μπομπ Κλαρκ

Ένας από τους αμέτρητους Αμερικανούς στρατιώτες που άφησαν την τελευταία τους πνοή σε κάποιο από τα μέτωπα του Βιετνάμ επιστρέφει στη γενέτειρά του, στην οικογένεια και στη μικροαστική καθημερινότητά του με τα χαρακτηριστικά ενός νεκροζώντανου ο οποίος αναγκάζεται να τραφεί με αίμα, αν θέλει να διατηρήσει το ανθρώπινο περίβλημά του. Μια από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) ταινίες που καταπιάστηκαν με το ανεπούλωτο τραύμα της ολέθριας εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ και των μετέπειτα συνεπειών της σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, το «Deathdream» ενσωματώνει την αντιπολεμική αλληγορία και την οργή του για τον άδικο χαμό μιας ολόκληρης γενιάς νεαρών παιδιών στην πλοκή μιας μελαγχολικής ταινίας τρόμου που χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του είδους για να αφηγηθεί επί της ουσίας μια γνήσια αμερικανική τραγωδία. Λουκάς Κατσίκας

96. Session 9 (2001) του Μπραντ Αντερσον

Ολιγομελές συνεργείο αναλαμβάνει καθαρισμό εγκαταλειμμένου άσυλου φρενοβλαβών το οποίο εξακολουθούν να βαραίνουν τραγικές ιστορίες από το παρελθόν. Ελάχιστοι θα βγουν ζωντανοί από εκεί. Χωρίς καμιά φιλοδοξία να αλλάξει την ιστορία του σινεμά τρόμου, το «Session 9» στηρίζεται ως επί το πλείστον στη λογική του υπαινιγμού και της σταδιακής υποβολής, παίζοντας ύπουλα παιχνίδια με τον θεατή. Ραδιουργώντας με βάση μια ανησυχητική ηχητική μπάντα, αξιοποιώντας κάθε ψίθυρο, τριγμό και θόρυβο ενός στοιχειωμένου σκηνικού που θα έτρεμε να επισκεφτεί ο οποιοσδήποτε, πόσω μάλλον όταν πέφτει η νύχτα, ο σκηνοθέτης πλέκει έναν κλοιό ανατριχίλας που, προοδευτικά, διαπερνά όλο το σώμα. Ιδίως όταν η μαγνητοταινία με την διαβόητη Συνεδρία 9 που επικαλείται ο τίτλος αρχίζει να ηχεί. Λουκάς Κατσίκας

95. Χένρι, το Πορτρέτο ενός Παρανοϊκού Δολοφόνου (Henry, Portrait of a Serial Killer, 1986)  του Τζον Μακ Νότον 

Το φονικό οδοιπορικό ενός εξαθλιωμένου κατά συρροή δολοφόνου της διπλανής πόρτας, που σπέρνει το θάνατο χωρίς κανένα ιδιαίτερο κίνητρο και δια ασήμαντον αφορμή, δοσμένο ως μια παγερή κοινότοπη, επαναλαμβανόμενη διαδικασία απαλλαγμένη από οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή, αλλά και χωρίς κανένα έστω ψήγμα κάθαρσης. 

Μακριά από οποιαδήποτε προσπάθεια εξήγησης και με σχεδόν κλινικό τρόπο ο Τζον ΜακΝότον, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο που χρειάστηκε τρία χρόνια για να κυκλοφορήσει στις αίθουσες, δημιουργεί με εξαιρετικά χαμηλό προϋπολογισμό, άγνωστους (τότε) ηθοποιούς μια από τις πιο εφιαλτικές όσο και γκροτέσκες καταδύσεις στα πλέον σκοτεινά ανθρώπινα ένστικτα, αλλά και μιας ολόκληρης χώρας, προαναγγέλλοντας την έκρηξη ωμότητας και κινηματογραφικής βίας την επόμενη δεκαετία και επηρεάζοντας ανεξίτηλα δημιουργούς όπως ο Κουεντίν Ταραντίνο. Οι σκηνές όπου ο Χένρι και ο συνεργός του καταγράφουν τα εγκλήματά τους για να τα απολαύσουν αργότερα στο βίντεο αποτελούν από τις πλέον σοκαριστικές στιγμές που μας έδωσε το σινεμά και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν από τον Χάνεκε. Λευτέρης Αδαμίδης

94. Τρόμος στην Πόλη (Dead and Buried, 1981) του Γκάρι Σέρμαν

Σωρεία πτωμάτων που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο αναστατώνουν μια ήσυχη ψαράδικη κωμόπολη και πείθουν τον τοπικό σερίφη ότι αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου δολοφονικού σχεδίου. Όπως ορίζει, ωστόσο, ο Νταν Ο' Μπάνον του «Άλιεν» στο φορτωμένο μακάβριες εκπλήξεις σενάριό του, τα τρομερά μυστικά που πρόκειται να αποκαλυφθούν στην πορεία ξεπερνούν ένα απλό αστυνομικό αίνιγμα και απλώνονται στα χωράφια του απόκοσμου και του εφιαλτικού.

Μπορεί η πίεση των παραγωγών για περισσότερο αίμα να ανάγκασε τον σκηνοθέτη στη χρήση αχρείαστων εφέ φρίκης, παρ' όλα αυτά με μια πυκνή ατμόσφαιρα ζόφου, καλοστημένα σοκ, απρόβλεπτες τροπές στην πλοκή, γνήσια τρομακτικές σκηνές όπως η νυχτερινή επίθεση στο σπίτι μιας οικογένειας και αναπάντεχο φινάλε, το «Dead and Buried» αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά b movies του είδους για ολόκληρη τη δεκαετία του '80. Λουκάς Κατσίκας

93.  Ο Λόφος των Καταραμένων (Witchfinder General, 1968) του Μάικλ Ριβς

Σε ηλικία 25 μόλις ετών, ο σκηνοθέτης αυτού του θρυλικού φιλμ  αυτοκτονούσε με μια ισχυρή δόση χαπιών. Δυο χρόνια πριν τον αιφνίδιο θάνατό του, κι ενώ στην πατρίδα του όλο και περισσότεροι είχαν αρχίσει να τον θεωρούν το πιο συναρπαστικό νέο ταλέντο πίσω από την κάμερα, άφησε αυτό το σκληρό και πεσιμιστικό δημιούργημα ως μοναδική διαθήκη και επεξήγηση για τον αναίτιο χαμό του. Ο Ριβς χρησιμοποιεί τη μυθολογία του γοτθικού τρόμου ως πρόφαση για να προσθέσει σκούρες πινελιές στο κατάμαυρο πορτραίτο της ανθρωπότητας που ετοίμαζε, αρχίζοντας και τελειώνοντας με τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά μιας γυναίκας. Στο ενδιάμεσο βυθίζει το θεατή σε μια πραγματικότητα ανείπωτης βαρβαρότητας, κομμάτι ενός κτηνώδους μεσαιωνικού κόσμου όπου το Καλό δεν υφίσταται και όπου ο θάνατος, τυχαίος, παράλογος και αποτρόπαιος είναι η μόνη πραγματικότητα.

Τοποθετημένο στα 1643, όταν η Αγγλία βρισκόταν σε εμφύλια διαμάχη και τη χώρα μάστιζαν οι θρησκευτικοί διωγμοί, το φιλμ παρακολουθεί την εγκληματική δράση του διεφθαρμένου  και ανελέητου Μάθιου Χόπκινς, που πέρασε στην ιστορία ως ο δριμύτερος διώκτης μαγισσών που περπάτησε ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο. Στο κυνικό και βαθύτατα απελπισμένο κύκνειο άσμα του, ο Ριβς συλλαμβάνει αυτούσια την  παθολογία της βίας και ξεσκεπάζει τον άνθρωπο ως το απόλυτο Κτήνος αυτού του σύμπαντος. Σφραγισμένο ανεξίτηλα από την απώλεια του δημιουργού του, το φιλμ παραμένει η ταφόπλακα μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας. Λουκάς Κατσίκας

92. Ζωντανός - Νεκρός (Re-Animator, 1985) του Στιούαρτ Γκόρντον

Υπερφιλόδοξος φοιτητής ιατρικής έχει στην κατοχή του ένα μυστηριώδες φάρμακο που ξαναδίνει ζωή στους πεθαμένους. Η συνταγή λειτουργεί, όμως με ένα βασικό μειονέκτημα, καθώς τα άψυχα πτώματα, μετά τη χορήγηση του φαρμάκου, μεταμορφώνονται σε επιθετικά ζόμπι. Φανταστείτε, λοιπόν, τι γίνεται όταν η κατάσταση ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο και ένα ολόκληρο νοσοκομείο σφύζει από νεκροζωντανούς. Ελαφρώς βασισμένο στην ιστορία του Χ.Φ. Λάβκραφτ «Χέρμπερτ Γουέστ: Ο Αναζωογονητής», το «Ζωντανός - Νεκρός» παραμένει μέχρι σήμερα μια γνήσια κωμωδία μακάβριου τρόμου, με γκραν γκινιόλ βλέψεις και μια διαολεμένη αίσθηση του χιούμορ που πραγματικά ξυπνάει νεκρούς. Ανοίγοντας δρόμο μέσα από κομμένα ομιλούντα κεφάλια, αποκεφαλισμένα σώματα που περιφέρονται και μια από τις πιο εξωφρενικές ερωτικές σκηνές που γυρίστηκαν ποτέ, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Στιούαρτ Γκόρντον κέρδισε επάξια θέση ανάμεσα στις πιο διαχρονικές cult movies του μοντέρνου σινεμά. Κωστής Θεοδοσόπουλος

91. Hellraiser (1987) του Κλάιβ Μπάρκερ

Το «Hellraiser» είναι μία ταινία προορισμένη να τη νιώσεις... κάτω από το δέρμα. Ο πόνος είναι επιλογή, η φρίκη είναι ο δρόμος και η ειδεχθής κακοποίηση του σώματος ο αυτοσκοπός. Μπορεί η παραπάνω πρόταση να συνοψίζει την ουσία της ταινίας, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η θεματική είναι απλή. Το «Hellraiser» το νεκρολάγνο, ηδονιστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κλάιβ Μπάρκερ είναι ένα σαδιστικό μανιφέστο και μία προκλητική επίδειξη της νοσηρότητας του ανθρώπινου συνειδητού. Ένα μυστηριώδες κουτί παζλ, ανοίγει μετά την επίλυσή του, τις πύλες της Κόλασης και εξασφαλίζει στον λύτη μία αιωνιότητα βασανιστηρίων. Οι ξεσκισμένες σάρκες, η γκροτέσκα παρουσία των Cenobites και μια αρρωστημένη ερωτική ιστορία θα ενοχλήσουν τον αμφιβληστροειδή και το στομάχι σας, αλλά από πότε μία ταινία τρόμου οφείλει να είναι βολική; Πάνος Γκένας

90. Κραυγή Αγωνίας (Scream, 1996) του Γουές Κρέιβεν 

Όταν καταφέρνεις να τρομάξεις και να διασκεδάσεις εξίσου μια γενιά που έχει μεγαλώσει με κλασικές ταινίες τρόμου που της έχουν μάθει να αποφεύγει τις απομονωμένες καμπίνες και να μην λέει ποτέ «θα επιστρέψω αμέσως», τότε έχεις πετύχει το φαινομενικά ακατόρθωτο. Μία σειρά φόνων, με θύματα κυρίως εφήβους, ταράζουν την κοινότητα μιας μικρής πόλης αλλά η μόνη απάντηση της νεολαίας είναι ένα τεράστιο πάρτι -που φυσικά μετατρέπεται σε λουτρό αίματος- παρά την υπόθεσή τους ότι επειδή έχουν δει πολλές ταινίες τρόμου, ξέρουν πώς να αποφύγουν τον κίνδυνο. Ήδη από την αριστουργηματική αρχική σεκάνς που δείχνει τον δολοφόνο να ξεκινά το σαδιστικό του παιχνίδι με το παγιδευμένο θύμα του με την ερώτηση «ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου;», ο Γουές Κρέιβεν με άνεση διασχίζει τα όρια ανάμεσα στον τρόμο και την σάτιρα, στην πιο έξυπνη, αστειότερη meta ταινία που αγαπά τόσο το σινεμά τρόμου που το βοηθά να αναγεννηθεί μέσα από τα κλισέ του. Χριστίνα Λιάπη

89. Η Έκτη Αίσθηση (The Sixth Sense, 1999) του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν

Τι κι αν ξέρεις το φινάλε; Μπορείς να απολαύσεις όλη τη διαισθητική αφήγηση και να νιώσεις τη συγκίνηση της ιστορίας απελευθερωμένος. Η ταινία-έκπληξη του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία του, ένα ορόσημο που θα σκέπαζε σαν ταφόπλακα την μετέπειτα δημιουργική (;) πορεία του. Ο χαρισματικός Χάλεϊ Τζόελ Όσμεντ έχει την «Έκτη Αίσθηση», βλέπει νεκρούς που του ζητούν ανταλλάγματα και εκείνος τους βοηθά απρόθυμα. Το 1999 το κοινό τον ακολούθησε σ’ αυτή τη βαρύθυμη αποστολή σχεδόν υπνωτισμένο και το περιβόητο φινάλε προκάλεσε οικουμενική έκπληξη γιατί ήταν αβίαστο και συναισθηματικά καίριο. Μπορεί ο Σιάμαλαν να μην έχει ανταποκριθεί έκτοτε των μεγάλων (τρομακτικών) προσδοκιών, αλλά θα έχει να περηφανεύεται παντοτινά για μία ταινία υπόγειας δύναμης και μέγιστης δραματικής φόρτισης. Πάνος Γκένας

88. Ένας Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο (An American Werewolf in London, 1981) του Τζον Λάντις

Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των στούντιο μετά την εμπορική επιτυχία των «Ενα Τρελό, Τρελό Θηριοτροφείο και «Οι Ατσίδες με τα Μπλε», ο Τζον Λάντις εξασφαλίζει τον απαιτούμενο προϋπολογισμό που του επιτρέπει να βγάλει απ’ το συρτάρι ένα σενάριο το οποίο περίμενε μια ολόκληρη δεκαετία ώσπου να πραγματοποιηθεί. Τα γυρίσματα γίνονται στο Λονδίνο και στην Ουαλία όπου και η ιστορία ξεκινάει με δυο Αμερικανούς φοιτητές να ταξιδεύουν με τα σακίδιά τους στην αγγλική επαρχία. Ένα βράδυ με πανσέληνο, δέχονται επίθεση από έναν λυκάνθρωπο που σκοτώνει τον έναν και τραυματίζει τον άλλο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν το φεγγάρι είναι ξανά γεμάτο, ο επιζήσας φοιτητής μεταμορφώνεται κι αυτός σε λυκάνθρωπο... Μπορεί το φιλμ να κέρδισε δίκαια βραβείο Όσκαρ για την πρωτοποριακή δουλειά του Ρικ Μπέικερ στο μακιγιάζ, και να πρόσθεσε στο σινεμά τρόμου μια πραγματική σκηνή ανθολογίας με την εντυπωσιακή μεταμόρφωση του ήρωα, στον Λάντις αξίζει να χρεωθεί όμως η εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία χάρη στο θράσος του να ενώσει τον καθαρόαιμο τρόμο και τη μαύρη κωμωδία σε έναν τόσο ριψοκίνδυνο συνδυασμό. Κωστής Θεοδοσόπουλος 

87. Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; (Whatever Happened to Baby Jane?, 1962) του Ρόμπερτ Όλντριτς

Δύο ντίβες, που μαλλιοτραβήχτηκαν αρκετά στην πραγματική ζωή, αλληλλοβασανίζονται μέχρις εσχάτων για χάρη μιας ταινίας-ντελίριο ανταγωνισμού και σαδισμού, που έχει μείνει ως καλτ διαμάντι του σινεμά, ένα ακραίο ψυχολογικό θρίλερ με εξπρεσιονιστικές πινελιές, μακάβριο χιούμορ και απόλυτα αφοσιωμένες ερμηνείες. Το φιλμ αφηγείται την αρρωστημένη σχέση δύο αδελφών, που εδώ και χρόνια είναι βουτηγμένες στην παρακμή και έχουν αναπτύξει μια θυελλώδη σχέση αγάπης-μίσους. Ο γκραν γκινιόλ, ανελέητος αλληλλοσπαραγμός τους συναντά την απενεχοποιημένη υπερβολή της σκηνοθεσίας και τις αληθινές διαστάσεις του πολέμου των δύο ηρωίδων (η Μπέτι Ντέιβις και η Τζόαν Κρόφορντ ήταν άσπονδες εχθροί και στην πραγματική ζωή) σε μια τρομακτική και υστερική ιστορία τρέλας και απελπισίας, που λειτουργεί και σαν μια ταφόπλακα στην εποχή του Χρυσού Χόλιγουντ που γεννούσε τέρατα όσο συχνά γεννούσε σταρ. Χριστίνα Λιάπη

86. Βουβός Πόθος (Τhe Spiral Staircase (1945) του Ρόμπερτ Σιόντμακ

Έχοντας χάσει από παιδί τη μιλιά της, η Χέλεν εργάζεται σε ένα βικτοριανό οίκημα, φροντίζοντας την γηραιά ιδιοκτήτριά του. Όμως η νύχτα έξω από τα σφαλιστά παράθυρα του σπιτιού πέφτει απόψε βαριά. Η καταιγίδα λυσσομανά, παγιδεύοντας τους ενοίκους της οικίας στο εσωτερικό της, δίχως καμιά δυνατότητα επικοινωνίας, δίχως τηλέφωνο, δίχως ρεύμα. Τους σκοτεινούς διαδρόμους, τα αμέτρητα δωμάτια, το υγρό κελάρι μπορεί μόνο το τρεμόπαιγμα των κεριών να φωτίσει αμυδρά. Και σε κάποια από τις πιο αθέατες γωνιές του οικήματος, ένας σχιζοφρενής δολοφόνος καιροφυλακτεί.

Ιδανικότερο σκηνικό δεν θα μπορούσε κανείς να έχει ευχηθεί για να στεγάσει αυτό το θεσπέσια αγωνιώδες φιλμ με το οποίο ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Σιόντμακ συντάσσει πολλές από τις μετέπειτα συμβάσεις του γοτθικού θρίλερ. Η πανταχού παρούσα συνδρομή των στοιχείων της φύσης στην διόγκωση της απειλής, τα εξπρεσιονιστικά παιχνίδια της φωτογραφίας με τις σκιές, το υποβλητικό ντεκόρ που συμμετέχει σαν επιπλέον πρωταγωνιστής στα δρώμενα, η καταλυτική συνδρομή της ηχητικής μπάντας, η βουβή εκφραστική ερμηνεία της Ντόροθι Μακ Γκουάιρ και ένας σκηνοθέτης ξεκάθαρος θαυμαστής του ατμοσφαιρικού τρόμου συνηγορούν σε μια από τις ωραιότερες στιγμές του είδους. Λουκάς Κατσίκας

85. 28 Μέρες Μετά (28 Days Later, 2007) του Ντάνι Μπόιλ

Παρά την κατηγορηματική άρνηση του Ντάνι Μπόιλ πως γύρισε ταινία με ζόμπι, το «28 Μέρες Μετά» παραμένει το φιλμ που ξεσήκωσε τη μεγαλύτερο debate μεταξύ των φίλων του συγκεκριμένου φιλμικού είδους. Αιτία, η επιλογή των δημιουργών να παρουσιάσουν ως εξαιρετικά ευκίνητους τους μολυσμένους ενός ταχύτατα μεταδιδόμενου ιού, εξαιτίας του οποίου τα θύματά του επιστρέφουν ακαριαία στη ζωή (αν δεχθούμε πως στο μεταξύ έχουν πεθάνει) ή έστω μεταμορφώνονται σε λυσσασμένους, για να κυνηγήσουν με μανία τον ραγδαία μειούμενο υγιή πληθυσμό. Κάτι που φυσικά αντίκειται στον κανόνα του Τζορτζ Ρομέρο που ήθελε τους νεκροζώντανους κατά πρώτον νεκρούς, κατά δεύτερον χαρακτηριστικά δυσκίνητους.

Με ζόμπι ή χωρίς, η ουσία είναι πως το «28 Μέρες Μετά» μετατρέπει ένα ειρωνικά ηλιόλουστο Λονδίνο σε κολαστήριο. Επιπλέον, με την ξέχειλη από ένταση κινηματογράφηση, τη «βρώμικη» φωτογραφία και τον Κίλιαν Μέρφι ιδανικό πρωταγωνιστή αποτελεί το καλύτερο σύγχρονο βρετανικό φιλμ τρόμου το οποίο, ανάμεσα στις πάμπολλες ανατριχίλες που προσφέρει, βρίσκει χώρο να αναδείξει την τερατώδη μορφή μιας αυτοκαταστροφικής κοινωνίας. Κωστής Θεοδοσόπουλος

84. Το Καταραμένο Άσμα (Evil Dead, 1981) του Σαμ Ράιμι

Πέντε νεαροί φίλοι επιλέγουν για τις ολιγοήμερες διακοπές τους μια απομονωμένη καλύβα, στην καρδιά ενός δάσους. Και όταν η περιέργεια τους οδηγεί στο υπόγειο του σπιτιού και στην ανακάλυψη ενός ανατριχιαστικού βιβλίου και μιας μαγνητοφωνημένης επίκλησης στους νεκρούς, η εκδρομή τους μετατρέπεται σε ραντεβού με την κόλαση και με μερικούς από τους δαίμονες που κατοικούν εκεί.  

Βέβαια άλλο να σου περιγράφει κανείς κι άλλο να βλέπεις τι ακριβώς επιφύλασσε στο περίφημο ντεμπούτο του ο Σαμ Ράιμι, και μάλιστα με έναν προϋπολογισμό πέρα για πέρα αστείο με σημερινά δεδομένα. Με ασταμάτητη εφευρετικότητα και νεανικό ενθουσιασμό ως βασικούς του οδηγούς, το «Καταραμένο Άσμα» έφερνε κάτι καινούργιο: Μια ταινία τρόμου ιδωμένη ως σλάπστικ μαύρη κωμωδία και ως απολαυστικό πανηγύρι φρίκης στο οποίο, όμως, τόσο η πρόκληση φόβου όσο και το μακάβριο χιούμορ ή το γενναίο για την εποχή gore τύχαιναν του ίδιου σεβασμού. Ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία το 1981, η φρενήρης και υπερκινητική ταινία σύστησε μεμιάς στο mainstream σινεμά το ταχυδακτυλουργικό ταλέντο του Ράιμι με την κάμερα, νομιμοποίησε άθελά του το σπλάτερ ξεφάντωμα, για λογαριασμό αμέτρητων θεατών της δεκαετίας του '80, άφησε διαχρονικό αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα και γνώρισε δύο συνέχειες, με τη δεύτερη (το «Νεκρός την Αυγή» του 1987) να αποδεικνύεται ανώτερη του πρωτότυπου φιλμ σε κανιβαλιστικό γλεντοκόπημα. Λουκάς Κατσίκας

83. H Άμαξα Φάντασμα (The Phantom Carriage, 1921) του Βίκτορ Σγιόστρομ

Ένας αυτοκαταστροφικός αλκοολικός γελά με φίλους μιλώντας για το μύθο όπου ο τελευταίος νεκρός κάθε χρονιάς αναλαμβάνει το φορτίο να οδηγήσει για έναν χρόνο την «Άμαξα Φάντασμα», αυτή που πηγαίνει τις ψυχές των νεκρών στον άλλο κόσμο. Λίγο μετά, ο μύθος γίνεται πραγματικότητα.

Συγγενεύοντας με τα εξπρεσιονιστικά θαύματα που συνέβαιναν παράλληλα στη Γερμανία, το φιλμ του Σουηδού Βίκτορ Σγιόστρομ μαγνητίζει και μας ανατριχιάζει ακόμη, έναν αιώνα αργότερα,  χάρη σε μια σειρά από τεχνικές καινοτομίες που του προσέδωσαν μια απόκοσμη όψη αλλά και την αληθοφανή οπτικοποίηση της ψευδαίσθησης μιας εικόνας της μετά θάνατον ζωής. Παράλληλα, αποτέλεσε εγχειρίδιο για μελλοντικούς δημιουργούς, με πολύπλοκη αφήγηση και flashbacks μέσα σε flashback, περιέχοντας μεταξύ άλλων και μια εμβληματική σκηνή που την έχει δει όλος ο πλανήτης, σε άλλη ταινία όμως - τη «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Τάσος Μελεμενίδης

82. Αίμα Στους Λόφους (The Hills Have Eyes, 1977) του Γουές Κρέιβεν 

Στην δεκαετία του ’70 ο Γουές Κρέιβεν παρέδωσε μόλις δύο ταινίες – των οποίων, σημαντικά, είναι και μοντέρ. Το πρώτο είναι το «Last House on the Left» (1972), που παραφράζει την μπεργκμανική «Πηγή των Παρθένων» συλλαμβάνοντας απίθανα το zeitgeist του τέλους των λουλουδιών του ’60. Το δεύτερο, πέντε χρόνια μετά, είναι τούτο. Και ήρθε μετά από μεγάλα προβλήματα με παραγωγούς, που τον ήθελαν να διαδέχεται αιματηρότερα το ντεμπούτο του, μετά από πολύ δικό του δισταγμό να επιχειρήσει ξανά σε ένα είδος που αισθανόταν πως τον περιόριζε. Παράξενο. Το ’70, το ’80 και το ’90, σφραγίστηκαν από το horror του Κρέιβεν. 

Το «Αίμα στους Λόφους» δίνει δέκα και ζητάει ένα. Δίνει αίμα, βασανισμό, απίθανους συμβολισμούς (μεταξύ των οποίων ένας μερικός θάνατος της Καινής Διαθήκης), βάρβαρη σάτιρα, μαύρο χιούμορ, κριτική της Οικογένειας, εντοπισμό της ρωγμής στην πολιτισμένη μας επίστρωση. Ζητά ένα, είπαμε: Να το αντέξεις. Ηλίας Δημόπουλος

81. Ξύπνημα στον Εφιάλτη (Jacob's Ladder, 1990) του Έιντριαν Λάιν 

Μιλώντας για twist, σε μια εποχή (’80ς και ’90ς) που το ζήτησε και το πήρε σε μεγάλες δόσεις, το έργο του Λάιν, αυτού του συμπαγούς auteur του βρετανικού new wave, μεγαλούργησε. Στην ιστορία ενός βετεράνου του Βιετνάμ (Τιμ Ρόμπινς), που ταλανίζεται από εφιαλτικά οράματα και ψάχνει σαν…manchurian candidate να βρει την αλήθεια, η ταινία συγκλίνει με ψυχωτική αφοσίωση σε μια κορύφωση με θέμα την αγάπη. Μέσα από την αθωότητα των ματιών ενός παιδιού, συστοιχίες εικόνων εκπάγλου στυλιζαρίσματος (σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη) δένουν με μια θεία μελωδία ενός ηλεκτρονικού Μορίς Ζαρ, ενώ όλα, σε μια προκλητική σύζευξη εφιαλτικής παραδεισιακότητας (ή μήπως το ανάποδο;…) οδηγούν στο «εκπληκτικό» φινάλε μιας ανάληψης που μπορεί και να φέρει δάκρυα στα μάτια. Ηλίας Δημόπουλος

80. Η Μαύρη Γάτα (The Black Cat, 1934) του Έντγκαρ Γκ. Ούλμερ

Με μια πρώτη ματιά, το αλλόκοτο μπαρόκ δημιούργημα του Ούλμερ μοιάζει με κακοφωνία και μαζί με απάτη. Η πλοκή φλερτάρει επικίνδυνα με την ασυναρτησία, κάθε αίσθηση τρόμου υπονομεύεται από την αίσθηση ότι στην ταινία συμβαίνουν πολλά περισσότερα από τα όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας και η σχέση του φιλμ με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε που επικαλείται το σενάριο ως λογοτεχνική πηγή, μοιάζει ανύπαρκτη. Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως ολόκληρη η ταινία μοιάζει διαποτισμένη από την ίδια διαστροφή και νοσηρότητα που χαρακτήρισαν το έργο του συγγραφέα, καταφέρνοντας να φυγαδεύσει κάτω από τα απορημένα μάτια των θεατών του ’30 έννοιες ανήκουστες για την εποχή, όπως την σατανολατρεία, τον αρρωστημένο φετιχισμό και τη νεκροφιλία. 

Σε ένα σπίτι που μοιάζει με αρτ ντεκό μαυσωλείο, ένα ζευγάρι αθώων γίνεται μάρτυρας της μέχρις εσχάτων αναμέτρησης ανάμεσα σε έναν επιστήμονα ανεπανόρθωτα σημαδεμένο από τον πόλεμο (Μπέλα Λουγκόζι) και έναν αρχιτέκτονα που υπηρετεί τον διάβολο (Μπόρις Καρλόφ). Το σπίτι είναι χτισμένο επάνω σε ένα νεκροταφείο πεσόντων του πολέμου, το υπόγειο κρύβει βαλσαμωμένα πτώματα γυναικών τοποθετημένα σε γυαλί, η σατανική σέκτα ετοιμάζεται για ανθρωποθυσία τα μεσάνυχτα και το φινάλε περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, γδάρσιμο με μαχαίρι. 

Προσελκύοντας τα πλήθη χάρη στο δελεαστικό σμίξιμο των δυο δημοφιλέστερων τότε ηθοποιών του κινηματογραφικού τρόμου, η «Μαύρη Γάτα» εξακολουθεί να προκαλεί ένα αόριστο συναίσθημα ανασφάλειας στον θεατή. Με το ονειρικό της κλίμα, τον διφορούμενο ερωτισμό, το μακάβριο πνεύμα της συνθέτει ένα τραγούδι θανάτου με ερμηνευτές δυο ζωντανούς νεκρούς. Θυμίζοντας ότι ο πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται πάντοτε στα όσα λέγονται και δείχνονται. Βρίσκονται σε όλα όσα θεωρήθηκε δόκιμο να αποσιωπηθούν. Λουκάς Κατσίκας

79. The Living Dead at Manchester Morgue (Non si Deve Profanare il Sonno dei Morti, 1974) του Χόρχε Γκράου

Μπορεί ο Τζορτζ Ρομέρο να είπε την πρώτη και την τελευταία λέξη πάνω στη θεματική των ζόμπι και τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις της με την απόλυτα μηδενιστική «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» (και ακόμα περισσότερο με τις συνέχειές της), όμως αυτή η μικρή ιταλο-ισπανική παραγωγή κατάφερε να ξεχωρίσει από τις ορδές των επίδοξων μιμητών της, λειτουργώντας παραδόξως αποτελεσματικά και συμμεριζόμενη την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία της παρά την έλλειψη ανάλογης φιλοδοξίας. 

Το σενάριο θέλει εδώ ως αρχή του κακού μια πειραματική παρασιτοκτόνο μέθοδο, που έχει ως παρενέργεια το ξύπνημα των νεκρών, οι οποίοι σκορπούν τον όλεθρο στην αγγλική εξοχή. Η εμπνευσμένη και αρκούντως καταθλιπτική χρήση της «ειδυλλιακής» επαρχίας, με την ανησυχητική ηρεμία και τα δύσπιστα βλέμματα των κατοίκων απέναντι σε καθετί ξένο, προκαλούν στον θεατή μεγαλύτερη δυσφορία κι από τα αιμοσταγή εφέ, και ο Γκράου πάει ένα βήμα παραπέρα το μαυρόψυχο κλίμα της ταινίας του, βάζοντας τον αθώο ήρωα να θεωρείται ύποπτος σατανισμού και υπεύθυνος για τα ειδεχθή εγκλήματα μόνο και μόνο λόγω της χίπικης εμφάνισής του. Θανάσης Πατσαβός

78. Άγρια Νύχτα (Near Dark, 1987) της Κάθριν Μπίγκελοου

Η «Άγρια Νύχτα» της Κάθριν Μπίγκελοου είναι μία γοητευτική ελεγεία στην αθανασία, που μπλέκει το γουέστερν με τη μυθολογία των βαμπίρ, πολύ πριν τους στραφταλιζέ έρωτες του «Twilight». Η μοναδική γυναίκα με Όσκαρ σκηνοθεσίας, κάποτε είχε αποπειραθεί να ανανεώσει το πολύπαθο είδος των μοναχικών απέθαντων με έμφαση στο ρομαντισμό, την απελπισία και τη βία που τους αρμόζει. Ο Κάλεμπ θα γνωρίσει τη Μέι σε ένα μπαρ και η γνωριμία τους θα σφραγιστεί από ένα ιδιαίτερο φιλί. Στη συνέχεια, αυτός θα αποτελέσει τη συντροφιά μιας ομάδας νεκροζώντανων και εκείνη θα του κοινωνήσει τη σπαραχτική ανάγκη όλων για κανονικότητα. Συνένοχος στην αδίστακτη ανάγκη τους για τροφή, ένας θνητός θα γνωρίσει τον έρωτα και μαζί την ατέρμονη ερημιά. Η διαφορετικότητα και η υπαρξιακή αγωνία εναλλάσσονται με εντυπωσιακές, ανατριχιαστικές σκηνές και η Μπίγκελου δεν ξεχνά ούτε στιγμή να είναι επιθετική και ευαίσθητη εκεί που πρέπει. Πάνος Γκένας

77. The Ring (Ringu, 1998) του Χίντεο Νακάτα

Απύθμενο μίσος συνοδεύει μία βιντεοκασέτα που έχει την ικανότητα να οδηγεί τους θεατές της στο θάνατο, μία βδομάδα μετά τη θέασή της. Μία ρεπόρτερ θα προσπαθήσει να σώσει τον γιο της από την κατάρα και θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία καινοφανή (και κυριολεκτική) απεικόνιση του σινεφιλικού τρόμου.

Το «Ringu» λειτουργεί σε δυο αφηγηματικά επίπεδα. Το ένα αφορά την ταινία και την πλοκή της και το άλλο την ταινία και τους θεατές της. Θυμηθείτε πως το 1998, οι βιντεοκασέτες κυκλοφορούσαν. Με αμεσότητα που καθηλώνει και γεμάτη αναφορές σε αστικούς μύθους και ιστορίες της ιαπωνικής παράδοσης, η ταινία είναι μία κινηματογραφική παραβολή που τιμά το είδος. Τότε ο ντόρος και το περιεχόμενο του «Ringu» ήταν ικανός να προκαλέσει ακόμα και τον πιο ορθολογικό (ή προληπτικό) θεατή, να την νοικιάσει σε Dvd για να τη...δει! Διόλου τυχαία οδήγησε σε ένα αμερικάνικο ριμέικ, που προέκυψε αρκετά ατμοσφαιρικό και τίμιο. Πάνος Γκένας

76. Η Κάθοδος (The Descent, 2005) του Νιλ Μάρσαλ

Με φρέσκες ακόμα τις μνήμες ενός τραγικού δυστυχήματος, έξι φίλες ξεκινούν να εξερευνήσουν ένα υπόγειο σύστημα σπηλαίων στα Απαλάχια όρη. Όταν μία κατολίσθηση τους φράσσει την έξοδο, τα χειρότερα έχουν μόλις αρχίσει. Γιατί εκτός από το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες σπηλιές είναι αχαρτογράφητες, σύντομα θα μάθουν πως κατοικούνται και από ένα είδος ανθρωποφάγων πλασμάτων. 

Γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη Μεγάλη Βρετανία, η «Κάθοδος» δεν κατατρόπωσε απλώς τόσο στο box-office όσο και σε εντυπώσεις το αμερικανικό αδερφάκι του, «The Cave», με το οποίο κυκλοφόρησαν την ίδια περίπου περίοδο. Ήταν η ταινία που δικαιώθηκε πανηγυρικά για την επιμονή του σκηνοθέτη της, Νιλ Μάρσαλ, να στελεχώσει εξολοκλήρου με γυναίκες τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αποδεικνύοντας πως τόσο ο κλειστοφοβικός τρόμος όσο και η περιπέτεια μπορούν να λειτουργήσουν το ίδιο εξαιρετικά χωρίς την στερεοτυπική αναγκαιότητα της ανδρικής παρουσίας. Νεκτάριος Σάκκας

75. Ξύπνημα στον Τρόμο (Wake in Fright,1971) του Τεντ Κότσεφ

Οτιδήποτε συνδέεται με τα Χριστούγεννα μπορείτε να το ξεχάσετε, στο αδιέξοδο που ζει ο πρωταγωνιστής, ένας δάσκαλος που έχει δεχτεί απρόθυμα τη μετοίκηση σε ένα χωριό για κάποια χρόνια και επιχειρεί να πάει στο Σίδνεϊ χάρη στο διάλειμμα των διακοπών. Αντ’ αυτού παγιδεύεται σε γειτονική πόλη, μπλέκοντας με μια σειρά κατοίκων που παρουσιάζονται ως τα κατακάθια της ανθρώπινης ύπαρξης, πίνοντας, βρίζοντας και διαλύοντας οτιδήποτε περνά από τις αξιολύπητες ζωές τους σε καθημερινή βάση.

Το αριστούργημα του Τεντ Κότσεφ, μια σκληρή κριτική για τις βάσεις της μοντέρνας αυστραλέζικης κοινωνίας, ένα γουέστερν τρόμου με ανοιχτά πλάνα, ήλιο και ιδρώτα να στιγματίζουν την οθόνη μέσα από αξέχαστες σκηνές που παραπέμπουν σε ατέλειωτο εφιάλτη και σφραγίζουν κάθε έξοδο κινδύνου. Τάσος Μελεμενίδης

74. Άσε το Κακό να Μπει (Låt den Rätte Komma In, 2008) του Τόμας Άλφρεντσον

Η ταινία που σύστησε στο παγκόσμιο κοινό το σκηνοθετικό αστέρι του Τόμας Άλφρεντσον μας μεταφέρει στις αρχές των ‘80s και στο κατάλευκο σκηνικό των προαστίων της Στοκχόλμης. Εκεί όπου ο 12χρονος Όσκαρ, παιδί χωρισμένων γονιών και θύμα ενδοσχολικής βίας, βρίσκει ανέλπιστο στήριγμα στην Έλι, ένα νεοφερμένο, περίπου συνομήλικο κορίτσι, ο ερχομός της οποίας, ωστόσο, συμπίπτει με ορισμένες άγριες δολοφονίες.

 Εν μέρει ένα τρυφερό love-story, εν μέρει ιστορία εκδίκησης και βεβαίως μία άκρως αναζωογονητική εκδοχή του κορεσμένου βαμπιρικού μύθου, το πολυβραβευμένο αυτό φιλμ από τη Σουηδία καταφέρνει να σταθεί πάνω από τα στεγανά των κινηματογραφικών ειδών. Γιατί όσο εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταινία τρόμου ή σκοτεινό παραμύθι, με ανάλογη άνεση τρυπώνει στα χωράφια του ρομαντικού δράματος, παραμένοντας πάνω απ’ όλα μία εκβιαστική, πρόωρη και αιματηρή ιστορία ενηλικίωσης. Σκηνή ανθολογίας το μακελειό στην πισίνα, αιχμάλωτη μέσα στις τέσσερις γραμμές ενός ασάλευτου κάδρου. Κωστής Θεοδοσόπουλος 

73. Το Πνεύμα του Κακού (Poltergeist, 1982) του Τόμπι Χούπερ

Δεκαετία του ‘80 και το αμερικάνικο όνειρο έχει κάποια πολύ συγκεκριμένα στεγανά. Η οικογένεια είναι τακτοποιημένη στο υπέροχο σπιτικό της, η τηλεόραση - αυτό το τεχνολογικό θαύμα - αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του νοικοκυριού και η προϊστορία της χώρας βρίσκεται καλά θαμμένη (κυριολεκτικά).

Στο «Πνεύμα του Κακού» του Τόμπι Χούπερ (με την περιβόητη συνδρομή του Στίβεν Σπίλμπεργκ), το όνειρο θα ανατραπεί με μεσάζοντα το πιο αθώο και γλυκό πρόσωπο: αυτό της Κάρολ Αν, της μικρής κόρης της οικογένειας. Με την έλευση των πόλτεργκαϊστ, η τηλεόραση θα γίνει μία πύλη εισβολής, η οικογένεια θα δοκιμαστεί και τα καλά κρυμμένα μυστικά θα βγουν στην επιφάνεια, πλημμυρίζοντας την εφησυχασμένη αστική συνείδηση. Το «Πνεύμα του Κακού» σοκάρει ευφάνταστα με τις ιδέες του, στοιχειοθετεί τον αμερικάνικο εφιάλτη  και παραμένει εντυπωσιακό, αν και λίγο πιο Κατάλληλο απ’ ότι πρέπει. Πάνος Γκένας

72. Το Ουρλιαχτό (The Howling, 1981) του Τζο Ντάντε

Τι συμβαίνει όταν μια εύθραυστη ψυχολογικά τηλεοπτική ρεπόρτερ εισχωρεί ερήμην της στο εσωτερικό μιας λυκανθρωπικής κοινότητας που ενεδρεύει σε μια απόμερη, ειδυλλιακή περιοχή της Καλιφόρνια και η οποία διψά για ανθρώπινο αίμα; Αυτή ήταν η βασική ιδέα πίσω από το δευτεροκλασάτο βιβλίο του Γκάρι Μπράντνερ που έδωσε την ευκαιρία στον Τζο Ντάντε («Γκρέμλινς») και τον τότε σεναριογράφο του, Τζον Σέιλς («Μοναχικό Αστέρι»), να υπογράψουν μια από τις πιο κλασικές δημιουργίες του μοντέρνου σινεμά τρόμου.

Σταθερά υποτιμημένος σκηνοθέτης μέχρι σήμερα, ο Ντάντε σκορπά την κινηματογραφοφιλία, όπως και τις ευεργετικές σπουδές του στο πλευρό του παραγωγού Ρότζερ Κόρμαν, σε ένα φιλμ φτιαγμένο για τον απλό θεατή και τον μελετηρό θαυμαστή του είδους εξίσου. Γεμάτο αναφορές σε παλιότερες ταινίες, έξυπνα κλεισίματα του ματιού (όπως το γεγονός ότι οι περισσότεροι χαρακτήρες φέρουν τα ονόματα σκηνοθετών σε δημιουργίες με λυκανθρώπους), εύστοχες σατιρικές αιχμές και έναν ευπρόσδεκτο τρόπο να σερβίρει τις exploitation καταβολές του σε ακριβό πιάτο, το φιλμ παραμένει ένας θαυμάσιος συνδυασμός ατμόσφαιρας, gore και ειρωνείας που έγινε ακόμη καλύτερος χάρη στο πρωτοποριακή δουλειά του Ρομπ Μποτίν στον τομέα των εφέ και του μακιγιάζ. Λουκάς Κατσίκας

71. Η Μύγα (The Fly, 1986) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ  

Σπουδαίο ριμέικ σε ταινία φαντασίας της δεκαετίας του ‘50, με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ να γνωρίζει καλά τους τρόπους με τους οποίους θα εξάγει το συναίσθημα του τρόμου μέσα από τη διαδικασία της σωματικής αλλαγής, ένα θέμα που τον απασχόλησε σε μεγάλο μέρος της καριέρας του.

Με την επιλογή ενός ηθοποιού με ξεκάθαρες κωμικές καταβολές, του Τζεφ Γκόλντμπλουμ, ο Κρόνενμπεργκ αφήνει έξω τη σοβαροφάνεια του πρώτου φιλμ και επιτίθεται με μια σειρά από εικόνες στα όρια της επιτηδευμένης ακαλαισθησίας οι οποίες μεταφράζονται ως  μονάδα μέτρησης για την αντοχή μας σε κάτι το εκ πρώτης όψεως αποκρουστικό. Το αποτέλεσμά του λειτουργει άψογα αλληγορικά και το κράμα ρομάντζου επιστημονικοφανούς τρόμου που φτιάχνει γίνεται απρόσμενα γοητευτικό - και απροσδόκητα εμπορικό όπως προέκυψε. Τάσος Μελεμενίδης

70. Εφιάλτης στον Δρόμο με τις Λεύκες (A Nightmare on Elm Street, 1984) του Γουές Κρέιβεν 

Πίσω στο 1984, ο Γουές Κρέιβεν συστήνει στο ευρύ κοινό έναν από τους πιο επιδραστικούς κακούς της κινηματογραφικής ιστορίας: τον Φρέντι Κρούγκερ. Εμπνευσμένος από τους Χμονγκ πρόσφυγες, αρκετοί από τους οποίους, μετά την απελευθέρωση απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Βιετνάμ, πέθαιναν μυστηριωδώς στον ύπνο τους από αβάσταχτους εφιάλτες, ο Αμερικανός σκηνοθέτης δημιουργεί την περσόνα ενός μανιακού δολοφόνου που χρησιμοποιώντας ένα γάντι με λεπίδες πετσοκόβει έφηβους αποκλειστικά καθώς αυτοί ονειρεύονται. Μόνη τους σωτηρία, να καταφέρουν να ξυπνήσουν κατά την διάρκεια του ονείρου, αλλιώς ο θάνατος είναι βέβαιος και στην πραγματική ζωή. Για αρκετά χρόνια μετά, ο Φρέντι Κρούγκερ (το πραγματικό ονοματεπώνυμο ενός συμμαθητή που ταλαιπωρούσε τον Κρέιβεν στο σχολείο) στοίχειωνε τις κινηματογραφικές αίθουσες με τα 6 sequel που κυκλοφόρησαν, δίχως κανένα να επαναλάβει τον σπάνιο για ταινία τρόμου συνδυασμό της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας με την σεβαστή καλλιτεχνική αναγνώριση που πέτυχε η πρωτότυπη ταινία. Κωστής Θεοδοσόπουλος  

69. Δράκουλας, ο Βρικόλακας των Καρπαθίων (Horror of Dracula, 1958) του Τέρενς Φίσερ

Έχοντας αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου που έγραψε ο Μπραμ Στόουκερ από τη Universal, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η βρετανική εταιρεία Hammer απομακρύνθηκε από τα πρότυπα της προκάτοχου της και εισήγαγε το κοινό σε έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο, απελευθερωμένο από τη λογοκρισία και τον συντηρητισμό. Έναν κόσμο όπου –χάρη στην έγχρωμη φωτογραφία– το αίμα ρέει για πρώτη φορά πορφυρό σε όλο του το εκτυφλωτικό μεγαλείο. Όπου οι γυναίκες αναστενάζουν από προσμονή για το δάγκωμα του βρικόλακα, παραδομένες αμαχητί στη σαγήνη του. Όπου ο αδίστακτος Κόμης δεν είναι πια ένα καταραμένο στοιχειό ή ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης αλλά ένας ελκυστικός δανδής, ένας πραγματικός κυνηγός που κάνει τα θύματά του να αφήνονται στο έλεός του, όχι τόσο από φόβο αλλά από ερωτική επιθυμία. Η νέα αυτή, σοκαριστική εκδοχή θα έβρισκε ιδανική ενσάρκωση στο διεισδυτικό βλέμμα και την αγέρωχη κορμοστασιά του Κρίστοφερ Λι (που θα ταυτιζόταν για πάντα με τον χαρακτήρα, αν και αρθρώνει μόλις 13 ατάκες σε ολόκληρη την ταινία) και στην ικανότητα του Τέρενς Φίσερ να χτίσει μια πλούσια γοτθική ατμόσφαιρα με τα πιο πενιχρά μέσα. Θανάσης Πατσαβός

68. Το Γουικέντ του Τρόμου (Long Weekend, 1978) του Κόλιν Έγκλεστον

Αν μπορεί να σταθεί στην κινηματογραφική εννοιολογία ο όρος «οικολογικό θρίλερ» για μία ταινία, το «Long Weekend» είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του. Γυρισμένο σε μια εποχή που η περιβαλλοντολογική ευαισθησία είχε αρχίσει να καλύπτει αρκετά κινηματογραφικά είδη, όπως για παράδειγμα την επιστημονική φαντασία, το τριήμερο ενός ζευγαριού που έχει πάψει να επικοινωνεί ουσιωδώς μετατρέπεται σε έναν εφιάλτη όπου η φύση παίζει τον μεταφυσικό ρόλο του τέρατος σε αυτοάμυνα όταν ένα πολύ πιο βλαβερό τέρας (ο άνθρωπος) εγκαθίσταται σε παρθένα εδάφη της.

Κομμάτι μιας συναρπαστικής στιγμής για το παγκόσμιο σινεμά, της ανάπτυξης του Αυστραλιανού Νέου Κύματος, το φιλμ του Κόλιν Έγκλεστον τεντώνει μια από τις βασικές προβληματικές των συμπατριωτών του, την επέλαση του δυτικού τρόπου ζωής στο άγριο αλλά πανέφορμο τοπίο της ηπείρου, σιγοβράζοντας μια διπλή επερχόμενη καταστροφή, της φύσης από τον άνθρωπο αλλά και της σχέσης του ζεύγους που το μόνο που μπορεί να αφήσει πίσω της είναι συντρίμμια. Τάσος Μελεμενίδης

67. The Blair Witch Project (1999) των Εντουάρντο Σάντσες, Ντάνιελ Μίρικ

Τρεις σπουδαστές κινηματογράφου ταξιδεύουν στο Μέριλαντ για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ σχετικό με έναν τοπικό θρύλο, τη μάγισσα του Μπλερ. Στην πορεία εξαφανίζονται και το μοναδικό πράγμα που αφήνουν είναι η εν λόγω κόπια της ταινίας. Το 1999, συνοδευόμενη από μία καμπάνια που αποτελούνταν από αφίσες, φέιγ βολάν και ψευδο-ντοκιμαντέρ, αυτή η ταινία κατάφερε να πείσει ως «found footage» και άνοιξε το δρόμο για όσες «Μεταφυσικές Δραστηριότητες», «Rec» και «Cloverfield» γέμισαν την οθόνη σου.

Σε μία ιδιοφυή κίνηση μάρκετινγκ, ένα χειροποίητο βίντεο των 60.000 δολαρίων έγινε αναλογικά η πιο επιτυχημένη ταινία όλων των εποχών με εισπράξεις εκατομμυρίων. Γιατί; Γιατί το «The Blair Witch Project» πάτησε στον αρχέγονο φόβο που εξιτάρει το νου και προκάλεσε τον θεατή σε ένα περιδεές ταξίδι στο φοβικό περιηγητισμό της ανθρώπινης περιέργειας, εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη λαχτάρα που ορέγεται τον πραγματικό και ψυχαγωγείται με τον πλασματικό κίνδυνο. Και όλ’ αυτά με έναν τρόπο απλό, πρωτοποριακό και κυρίως ανατριχιαστικό. Πάνος Γκένας

66. Η Κραυγή που Σκοτώνει (The Shout, 1978) του Γέρζι Σκολιμόφσκι 

Ένας παράξενος, γοητευτικός άνδρας, που ισχυρίζεται ότι έχει μελετήσει σε βάθος τον πολιτισμό των Αβοριγίνων και μπορεί να χρησιμοποιήσει την κραυγή του ακόμη και για να σκοτώσει άνθρωπο, εισβάλει απειλητικά στη ζωή ενός ζευγαριού το οποίο, λίγο μετά το γάμο του, έχει μετακομίσει σε ένα απομονωμένο εξοχικό στην Αγγλία.

Με οδηγό ένα διήγημα του μεγάλου ελληνιστή Ρόμπερτ Γκρέιβς και με όχημα ένα κλασικό ερωτικό τρίγωνο και ένα παιχνίδι επιβολής, ο Σκολιμόφσκι ενορχηστρώνει περίτεχνα ένα μυστηριακό δοκίμιο πάνω στη σύγκρουση του πρωτόγονου με το ορθολογικό, αφήνοντας αξεδιάλυτα τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, το όνειρο και την πραγματικότητα. Πόσω μάλλον όταν γνωρίζουμε ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι (;) παρά η υποκειμενική αφήγηση ενός τρόφιμου ασύλου, φέρνοντας στο μυαλό το «Εργαστήριο του Δόκτορος Καλιγκάρι». Δεύτερη ταινία του εξόριστου Πολωνού σε βρετανικό έδαφος, η «Κραυγή» κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών και υπήρξε το ντεμπούτο του μεγάλου Τζέρεμι Τόμας ως παραγωγού. Λευτέρης Αδαμίδης

65. Η Ομίχλη (The Fog, 1982) του Τζον Κάρπεντερ

Εκατό χρόνια μετά τον άδικο χαμό τους, τα θύματα ενός ναυαγίου που συνέβη στα ανοιχτά μιας παραθαλάσσιας κωμόπολης θα ξυπνήσουν προκειμένου να γυρέψουν εκδίκηση από όσους τους έστειλαν με δόλο στον θάνατο. Αυτή την ιστορία διηγείται με την υπνωτική φωνή του ένας γέρος ναυτικός, σε μια παρέα παιδιών που έχουν μαζευτεί γύρω από μια αναμμένη φωτιά και τον ακούν. Το ρολόι στο μεταξύ σημαίνει μεσάνυχτα. Μια εκατονταετία συμπληρώνεται από το μοιραίο βράδυ του ναυαγίου. Και μια παράξενη ομίχλη αρχίζει να πλησιάζει τη στεριά από τα σκοτάδια του πελάγους… 

Η πιο υποτιμημένη ταινία της καριέρας του Κάρπεντερ εξακολουθεί να αποτελεί ένα μάθημα ατμόσφαιρας και μαζικής υποβολής το οποίο, παρά τις σποραδικές επικλήσεις του στις πανάκειες των φρικιαστικών εφέ, ενδιαφέρεται να συνεπάρει το κοινό με την ατμόσφαιρα,  τον έξυπνο χειρισμό μιας αρχέτυπης πλοκής επιστροφής από τον  τάφο και την αλάνθαστη σκηνοθετική μαεστρία. Λουκάς Κατσίκας

64. Μίζερι (Misery, 1990) του Ρομπ Ράινερ

Από το μυαλό του Στίβεν Κινγκ, στο χαρτί του βιβλίου του και από ‘κει στην οπτικοποίηση του πιο διαδεδομένου (και δεδομένου) εφιάλτη κάθε συγγραφέα: την παρανοϊκή εκδήλωση της δυσαρέσκειας του αναγνώστη. Η Μίζερι (ανυπέρβλητη η Κάθι Μπέιτς στην οσκαρική ερμηνεία της) είναι η «νούμερο ένα» θαυμάστρια του συγγραφέα Πολ Σέλντον (Τζέιμς Καν) και μαζί η νούμερο ένα ψυχασθενής.

Παίζοντας δραματικά, κωμικά και τρομακτικά με το δίπολο θαυμασμού και απέχθειας, το «Μίζερι» γίνεται μία ντελιριακή σπουδή των ορίων της ανθρώπινης ανάγκης για ψέμα. Σε έναν ασφυκτικό κλοιό οι δυναμικές των δυο ηρώων λειτουργούν ανταγωνιστικά και ο Ρομπ Ράινερ τις παρατηρεί με κλινική ματιά και παθολογική ακρίβεια. Η σκηνή με τη Μίζερι να κρατά το σφυρί πάνω από τα πόδια του ανήμπορου συγγραφέα θα σας πείσει. Πάνος Γκένας

63.  Το Σπίτι του Μυστηρίου (The Old Dark House, 1932) του Τζέιμς Γουέιλ

Πέντε ταξιδιώτες βρίσκουν καταφύγιο από τη νυχτερινή ξαφνική θύελλα σε ένα κρύο και απειλητικό οίκημα της εξοχικής Ουαλίας. Ο σκηνοθέτης του «Φρανκενστάιν» (και της εκπληκτικής «Νύφης» του, φυσικά) χρησιμοποιεί την παρουσία τους στο σπίτι για να μας συστήσει αφενός στα αλλόκοτα μέλη της μιας εκκεντρικής φαμίλιας που το κατοικεί, αφετέρου στο αποτρόπαιο μυστικό που τα δένει. Στη διάρκεια μιας περιπετειώδους βραδιάς, με τον αέρα να λυσσομανάει, το φως των κεριών να παίζει παράξενα παιχνίδια και τη διαρκή αίσθηση μιας απειλής, ο Τζέιμς Γουέιλ στήνει ένα θέατρο του παραλόγου που προοδευτικά γίνεται όλο και πιο παράξενο.

Αυτό που ο Γουέιλ επιχειρούσε να πετύχει εδώ, τον τοποθετεί αυτομάτως αρκετά πιο μπροστά από την εποχή του: Πειραματιζόμενος με δυο διαμετρικά αντίθετα και φαινομενικά ασυμβίβαστα στοιχεία, βρήκε τη σπάνια ισορροπία ανάμεσα στην γκροτέσκα κωμωδία και τον γοτθικό τρόμο και εγκαινίαζε μια ολόκληρη κινηματογραφική μυθολογία, εκείνη των απόκοσμων (και πιθανόν στοιχειωμένων) σπιτιών, θέτοντας τους κανόνες της την ίδια ώρα που έδειχνε και τον τρόπο να την παρωδήσει κανείς. Mικρό αριστούργημα του παράδοξου και ταυτόχρονα φιλμ πρωτοποριακό και ανοιχτόμυαλο, το «Old Dark House» αξίζει επείγουσας ανακάλυψης.  Λουκάς Κατσίκας

62. Pulse (Kairo, 2001) του Κιγιόσι Κουροσάουα

Κάπου μέσα στον ορυμαγδό της ιαπωνικής J-Horror μόδας που εξερράγη μετά την επιτυχία του «Ringu» (1998), εμφανίστηκε το πιο μελαγχολικό και φιλόδοξο φιλμ του ρεύματος, μετατρέποντας σε αποκαλυπτικών διαστάσεων θεματική ένα εύρημα που οι περισσότερες ταινίες του είδους χρησιμοποίησαν μόνο επιφανειακά: την εξάρτησή μας από την τεχνολογία. Στο αδυσώπητα καταθλιπτικό σύμπαν της ταινίας, δυσοίωνες φιγούρες στοιχειώνουν τους χρήστες του ίντερνετ μεταδιδόμενες σαν ιός μέσω δικτύων, καλωδίων και μηχανημάτων, και απομονώνοντας ακόμα περισσότερο τους ήδη αποξενωμένους ήρωες, τραβώντας τους σαν μαύρη τρύπα σε μια ανυπαρξία που μοιάζει χειρότερη κι από τον θάνατο. 

Ο στοχασμός του Κουροσάουα θα μπορούσε να αποτελεί μια απλοϊκή κινδυνολογία πάνω στην απειλή του διαδικτύου και στον εφησυχασμό των εικονικών σχέσεων σε αντιπαράθεση με τις «ζωντανές» διαπροσωπικές σχέσεις, αν η απειλή αυτή δεν αποτελούσε ήδη πραγματικότητα κι αν ο Ιάπωνας σκηνοθέτης δεν την συνέδεε με κάτι απείρως πιο τρομακτικό: τον οικουμενικό φόβο ότι θα πεθάνουμε μόνοι. Θανάσης Πατσαβός

61. Kuroneko (1968) του Κανέτο Σίντο

Στο έτερο αριστούργημα τρόμου του Κανέτο Σίντο, μετά το επιβλητικό «Onibaba» (1964), μια γυναίκα και η νύφη της βιάζονται και δολοφονούνται από περιπλανώμενους σαμουράι, και επιστρέφουν ως δαιμονικές γάτες, ορκισμένες να εκδικηθούν κάθε πολεμιστή που βρίσκεται στο διάβα τους. Μόνο που η μοίρα θέλει απεσταλμένο για την εξολόθρευσή τους έναν σαμουράι που δεν είναι άλλος από τον γιο και σύζυγό τους. 

Με αφετηρία ένα αρχετυπικό kaidan (ιστορία φαντασμάτων) με φόντο τη φεουδαρχική Ιαπωνία, ο Κανέτο Σίντο φιλοτεχνεί ένα εξαίσιο και, περιέργως, διαχρονικό μεταφυσικό δράμα για τις τραγικές παράπλευρες απώλειες κάθε πολεμικής σύγκρουσης, που απογειώνεται από την ομιχλώδη ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις ατμοσφαιρικές σκηνές αποπλάνησης και μερικά απλά αλλά άκρως λειτουργικά εφέ. Με τις ηρωίδες διχασμένες ανάμεσα στο βάναυσο καθήκον και την αγάπη για το αντικείμενο της εκδίκησής τους, το «Kuroneko» παραμένει ένα απόκοσμο και συνάμα βασανιστικά ρομαντικό φιλμ για τα διλήμματα της καρδιάς και μια από τις πιο λυρικές ιστορίες φαντασμάτων του ιαπωνικού σινεμά. Θανάσης Πατσαβός

60. Messiah of Evil (1973) των Γουίλαρντ Χιούικ και Γκλόρια Κατζ

Μια από τις πιο εκθαμβωτικές οπτικά και γοητευτικά παράδοξες αμερικανικές δημιουργίες του '70, το για χρόνια παραμελημένο και κατακρεουργημένο σε φρικτές κόπιες φιλμ του ζεύγους Γουίλαρντ Χιούικ και Γκλόρια Κατζ (σεναριογράφων του «American Graffiti» και του « Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού») αποτελεί μια πραγματική αποκάλυψη. Γυρισμένο ανεξάρτητα, με αναρίθμητα προβλήματα στην παραγωγή και τη χρηματοδότηση, το φιλμ πάσχει από σεναριακές ανακολουθίες αλλά περιέχει τόσες αρετές, ώστε καταφέρνει κι αυτό ακόμη το πρόβλημά του να το ενσωματώσει αρμονικά στην υπνοβατική λογική του.

Ιστορία εμπνευσμένη από τη λογοτεχνία του Λάβκραφτ, σκηνοθεσία σαφέστατα επηρεασμένη από τους Ευρωπαίους κινηματογραφιστές των sixties, ατμόσφαιρα πλησίον της μυσταγωγίας, θεσπέσιο νυχτερινό κλίμα, με πλανοθεσίες και φωτογραφία που χρωστούν αρκετά στον ζωγράφο Έντουαρντ Χόπερ, εξπρεσιονιστικοί χρωματισμοί και φωτοσκιάσεις που προαναγγέλλουν τη «Suspiria», αξέχαστες σκηνές (όπως η μοιραία συνάντηση με τους νεκροζώντανους στο σινεμά) και εικονογραφική αντίληψη πλησίον της λειτουργίας των ονείρων αποτελούν λόγους ικανούς για να διασώσουν άμεσα τη μοναδική αυτή ταινία από τη λήθη και να αναγνωρίσουν την εκλεκτή συγγένειά της με το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς. Λουκάς Κατσίκας

59. Παράξενα Παιχνίδια (Funny Games, 1997) του Μίκαελ Χάνεκε

Μια οικογένεια αστών παγιδεύεται στο εξοχικό της από ένα σαδιστικό ζευγάρι νεαρών το οποίο είναι αποφασισμένο να ξεκληρίσει τα μέλη της ένα προς ένα. Ελπίδα διαφυγής δεν υπάρχει, εξήγηση στο φονικό μένος των δυο αντρών δεν θα δοθεί και καθένας από τους αβοήθητους ήρωες θα πεθάνει αναίτια και βασανιστικά μπροστά στα έντρομα μάτια του κοινού. Σε μια γενιά εξοικειωμένη με το θέαμα, αλλά όχι την εμπειρία της βίας και μεγαλωμένη με τον εφησυχασμό που προσφέρει ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι, ο Αυστριακός σκηνοθέτης απαντούσε με έναν οδυνηρό μηχανισμό ταινίας ο οποίος μετέτρεπε εμάς τους θεατές σε συνεργούς και απολογητές των όσων αποτρόπαιων επρόκειτο να διαπραχθούν επί οθόνης. 

Καταρρίπτοντας παγιωμένες αντιλήψεις που ενώνουν έναν σκηνοθέτη με τους χαρακτήρες και το κοινό του, ο Χάνεκε τεστάρει την ηθική των κινηματογραφικών εικόνων και την δική μας σε μια παγερή και έξυπνη σπουδή πάνω σε έναν αναίτιο και ανελέητο τρόμο, ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα κοντά στον καθένα μας. Λουκάς Κατσίκας

58. Απόλυτος Τρόμος (The Changeling, 1980) του Πίτερ Μέντακ

Διάσημος μουσικοσυνθέτης, που βασανίζεται εξακολουθητικά από τον βίαιο χαμό της γυναίκας και της κόρης του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, νοικιάζει ένα παλιό και απομονωμένο αρχοντικό με σκοπό να αρχίσει ξανά εκεί τη ζωή του και να διώξει μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις του. Το εντυπωσιακό οίκημα αποδεικνύεται, όμως, πως είναι στοιχειωμένο και οι νεκροί που κατοικούν σε αυτό δεν αναμένεται να βρουν εύκολα ησυχία.

Τεχνίτης της υποβολής, της ατμόσφαιρας και του πιο αριστοτεχνικού χτισίματος του τρόμου, ο Πίτερ Μέντακ προσθέτει στη μακρά κινηματογραφική μυθολογία των στοιχειωμένων σπιτιών μια από τις σημαντικότερες ταινίες της. Βασισμένο σε αληθινά περιστατικά, με μια εξαιρετική πρωταγωνιστική ερμηνεία από τον οσκαρούχο Τζορτζ Σι Σκοτ, το «Απόλυτος Τρόμος» (ή «The Changeling», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος) προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του και επηρέασε μετέπειτα επιτυχίες όπως το «Πνεύμα του Κακού» («Poltergeist») του Τόμπι Χούπερ και το «Οι Άλλοι» («The Others») του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ. Όχι μόνο αυτό, αλλά το φιλμ πλέον κοσμεί όλες τις λίστες με τις κορυφαίες ταινίες τρόμου του σινεμά με τους Μάρτιν Σκορσέζε, Στίβεν Κινγκ και Στίβεν Σπίλμπεργκ να δηλώνουν μεγάλοι θαυμαστές του. Το ίδιο θα κάνετε κι εσείς! Λουκάς Κατσίκας

57. Αίμα και Μαύρη Δαντέλα (Blood and Black Lace, 1964) του Μάριο Μπάβα

Η μητέρα όλων των slasher ταινιών κατάγεται από την Ιταλία, φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του σπουδαιότερου θρίλερ μαέστρου στο Ευρωπαϊκό σινεμά και αποτελεί την πιο ηδονικά απολαυστική ταινία του. Έστω κι αν δεν κατάφερε ποτέ να απολαύσει την φήμη και τον σεβασμό που συνοδεύουν την προγενέστερη, και κλασική πλέον «Μάσκα Του Δαίμονα».  Βυθίζοντας εξαρχής τα πάντα σε μια εκθαμβωτική τεχνικολόρ δεξαμενή, ο Μάριο Μπάβα απομακρύνεται από τον κόσμο του ρεαλιστικού για να συνθέσει ένα οπερετικό θρίλερ στο οποίο κάθε σκηνή μετρά και κάθε απεικόνιση φόνου αποτελεί και ένα μικρό αριστούργημα, καθώς μια σειρά από θηλυκά μοντέλα πέφτουν νεκρά από το γαντοφορεμένο χέρι ενός αθέατου σαδιστή δολοφόνου. 

Πλοκή και χαρακτήρες παραχωρούν διακριτικά τη θέση τους μπροστά σε μια γνήσια αποθέωση του στιλ και της σκηνοθεσίας με τα οποία ο Μπάβα γιορτάζει τις πανούργες δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου. Συλλαμβάνοντας τα πάντα με ένα διεστραμμένο κέφι που γίνεται σύντομα μεταδοτικό, το «Αίμα Και Μαύρη Δαντέλα» μπορεί να μην σημαίνει τίποτα απολύτως σε εκείνη τη μερίδα των θεατών που απεχθάνονται τις επιδείξεις ύφους έναντι της όποιας πλοκής. Κρίμα, γιατί με αυτό τον τρόπο θα έχουν παρεξηγήσει κατάφωρα μια από τις σπάνιες φορές του σινεμά όπου το στιλ είναι η ουσία. Λουκάς Κατσίκας

56. Το Σπίτι με τα Γελαστά Παράθυρα (La Casa Dalle Finestre che Ridono, 1976) του Πούπι Αβάτι

Το ιταλικό σινεμά τρόμου της δεκαετίας του '70 ήταν συνυφασμένο με την εξαιρετικά δημοφιλή παράδοση των ταινιών giallo. Να, όμως, που ένα από τα ωραιότερα φιλμ της εποχής διάλεγε να αγνοήσει τη μόδα των τότε ημερών. Εδώ υπάρχει η ιστορία ενός νεαρού συντηρητή τέχνης, ο οποίος καταφθάνει σε ένα φιλήσυχο χωριό του '50 προκειμένου να αφοσιωθεί στην αναπαλαίωση της τοιχογραφίας μιας εκκλησίας, όπου αναπαρίσταται με μακάβριο τρόπο ο βίαιος θάνατος του Αγίου Σεβαστιανού.

Η τοιχογραφία ανήκει στον πιο διάσημο ζωγράφο που έζησε στην περιοχή, τη φήμη του οποίου συνοδεύουν σκοτεινές υποψίες για τις ανορθόδοξες μεθόδους του σε σχέση με τον ρεαλισμό των παραστάσεών του. Όταν μια σειρά μυστηριωδών θανάτων αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από την προσπάθειά του να μάθει περισσότερα για τον ζωγράφο, ο ήρωας θα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του κινδυνεύει και πως οι κάτοικοι του χωριού φυλάσσουν ένα θανάσιμο μυστικό.

Στον αντίποδα κάθε πρόκλησης εύκολων εντυπώσεων που χαρακτήριζε το σινεμά τρόμου εκείνων των καιρών, ο Πούπι Αβάτι προτιμά να υποβάλλει το κοινό του με εργαλεία την εγκράτεια και το αργό ξεδίπλωμα του αινίγματος που βρίσκεται στην καρδιά του φιλμ, οδηγώντας σε ένα αληθινά αξιομνημόνευτο φινάλε, σοκαριστικό όσο και ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία. Λουκάς Κατσίκας   

55. Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου (The Masque of the Red Death, 1964) του Ρότζερ Κόρμαν 

Αρχής γενομένης το 1960, ο Ρότζερ Κόρμαν, ο πατριάρχης του αμερικανικού νέου κύματος του ’70, αποφάσισε να περάσει, με τον τρόπο του, ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε στη μεγάλη οθόνη. Με αρωγό του την φιλόξενη American International Pictures των Τζέιμς Νίκολσον και Σάμιουελ Άρκοφ, τα κατάφερε. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, παρέδωσε οκτώ ταινίες, οι επτά εκ των οποίων είχαν μια (ιδιαίτερα έμμεση, είπαμε με τον τρόπο του) σχέση με τον μέγιστο λογοτέχνη. Η μία, το «Haunted Palace», κρατούσε μόνο τον ποεϊκό τίτλο. 

«Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», όπως οι 7 από τις 8 ταινίες, έχει ιδεώδη πρωταγωνιστή τον Βίνσεντ Πράις και ακολουθεί, εν μέρει, την διάσημη ιστορία του Πόε. Το θαύμα της, αν κάποιος παρακάμψει την αμφιλεγόμενη έννοια της πιστότητας, έγκειται σε δύο τινά – που εν γένει διέπουν τον κορμό της Πόε μυθολογίας του Κόρμαν: Στην εκπληκτική καλλιτεχνία, δεδομένων των φτωχικών προϋπολογισμών, και το πώς η ατμόσφαιρα συνδυάζει τον χρωματικό οργασμό του Τέρενς Φίσερ της Hammer με την ιδιότυπη αίσθηση του μακάβριου και της διαστροφής. Επίτευγμα. Ηλίας Δημόπουλος

54. Το Νησί των Χαμένων Ψυχών (Island of Lost Souls, 1932) του Ερλ Σ. Κέντον

Η πρώτη κινηματογραφική διασκευή στο «Νησί του Δόκτορος Μορό», το δημοφιλές μυθιστόρημα που έγραψε ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς το 1896, έπεσε στην εποχή της θύμα πολυάριθμων επεμβάσεων της λογοκρισίας, απαγορεύτηκε σε δώδεκα χώρες και οδήγησε τον ίδιο τον συγγραφέα να την αποκηρύξει. Tο «Island of Lost Souls» δεν προκαλεί, ασφαλώς, τον ίδιο σοκαριστικό αντίκτυπο με την παρθενική εμφάνισή του, το 1932. Παραμένει, εντούτοις, ένα απίστευτα θαρραλέο, ξεκάθαρα σκεπτόμενο και καθ’ όλα υποβλητικό φιλμ τρόμου που μεταχειρίζεται συναρπαστικές ιδέες πάνω στις βλαβερές συνέπειες μιας επιστήμης εκτός ελέγχου, στις επικίνδυνες παραμέτρους οποιασδήποτε παρέμβασης στη φύση και στην διαρκή σύγκρουση του πολιτισμένου ανθρώπου με τα ζωώδη ένστικτά του.

Ονειρικό σε ατμόσφαιρα, φορτισμένο ερωτικά, απολύτως εφιαλτικό σε όσα οι υπόνοιες του σκηνοθέτη μας αφήνουν να σχηματίσουμε με την φαντασία, το φιλμ υποκλίνεται στη μαγνητική παρουσία του Τσαρλς Λότον καθώς υποδύεται ανατριχιαστικά έναν παράφρονα και μεγαλομανή επιστήμονα που θέτει εαυτόν υπεράνω θεών, ανθρώπων και κάθε ηθικής στην προσπάθειά του να δημιουργήσει την αποτρόπαια επιμειξία ανθρώπων και ζώων που έχει οραματιστεί. Λουκάς Κατσίκας

53. Audition (1999) του Τακάσι Μίικε

Ο Τακάσι Μίικε φροντίζει να ξεκαθαρίσει από νωρίς, μέσα απ’ τα λεγόμενα των ηρώων του, πως το «Audition» αφορά τη μοναξιά, τη δυστυχία και τον πόνο της απώλειας, ενόσω πραγματοποιεί ελιγμούς ανάμεσα στο οικογενειακό δράμα και τη ρομαντική κομεντί. Μόνο που όλα είναι μία καλοσχεδιασμένη απάτη. Όπως π.χ. η οντισιόν που στήθηκε, όχι για την εύρεση πρωταγωνίστριας, αλλά για να επιλέξει νέα σύζυγο ο Σιγκεχάρου, ένας καλοπροαίρετος χήρος επιχειρηματίας. Ή σαν την υποψήφια Ασάμι, η οποία απέχει παρασάγγας από τη λεπτεπίλεπτα χαριτωμένη κοπέλα που δείχνει.

Γιατί σε αυτό το περίτεχνο ψυχολογικό θρίλερ, που καθρεφτίζει την απειλή της κοινωνικής και συναισθηματικής απομόνωσης με φόντο τη σύγχρονη Ιαπωνία, ο Μίικε επιφυλάσσει το καλύτερο για το τέλος: ένα σαδιστικό σκηνικό με πρωταγωνιστές τον εφιάλτη και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα. Και για παράσημο, κατορθώνει με τούτη την καλτ δημιουργία του να κάνει ακόμα και τύπους σαν τον Ιλάι Ροθ («Hostel») και τον Ρομπ Ζόμπι («House of 1000 Corpses») να στρέφουν το βλέμμα αλλού. Νεκτάριος Σάκκας

52. Τρόμος στο Παρθεναγωγείο (Black Christmas, 1974) του Μπομπ Κλαρκ

Μια μόλις ανάσα πριν το διάλειμμα των χριστουγεννιάτικων γιορτών το σπίτι μιας θηλυκής κολεγιακής αδελφότητας τρομοκρατούν τα ιδιαίτερα απειλητικά τηλεφωνήματα ενός αγνώστου ο οποίος υπόσχεται ότι θα σκοτώσει τους πάντες και πολύ σύντομα αρχίζει να εφαρμόζει όσα έταξε. Η ταινία του Μπομπ Κλαρκ μπορεί να στερείται βίαιων σκηνών, αιματηρών φόνων και αποκρουστικών εφέ σχεδόν εξ’ ολοκλήρου (αν και καταλήγει με πέντε πτώματα), χρησιμοποιεί, όμως, την ατμόσφαιρα και το χειμερινό σκηνικό για να χτίσει ένα παγερό κλίμα προσμονής για κάτι αποτρόπαιο που πρόκειται να συμβεί, ενώ πετυχαίνει εξ ολοκλήρου τη χειραγώγηση του θεατή μέσα από τη χρήση της ηχητικής μπάντας: Ο αληθινός τρόμος δεν φαίνεται, αλλά ακούγεται μέσα από τα προοδευτικά όλο και πιο ανατριχιαστικά τηλεφωνήματα του άγνωστου φαρσέρ, ο οποίος αλλάζει τακτικά φωνές και επωμίζεται πολλαπλές προσωπικότητες την ίδια στιγμή.

Η ταινία θεμελίωσε πολλές από τις συμβάσεις μιας κινηματογραφικής κατηγορίας που λίγο καιρό αργότερα θα έπαιρνε την ονομασία slasher και θα γνώριζε τεράστια επιτυχία. Ο ίδιος ο Κλαρκ ισχυρίζεται ότι έδωσε στον Κάρπεντερ την ιδέα να γυρίσει τη «Νύχτα με τις Μάσκες» κατόπιν μιας συζήτησης στην οποία ο πρώτος πρότεινε στον δεύτερο να σκηνοθετήσει μια συνέχεια στο «Black Christmas». Ακόμη κι αν μια τέτοια ιστορία δεν ευσταθεί, η δημιουργία του Κλαρκ κλείνει μέσα της πολλές από τις ιδέες που στα επόμενα χρόνια θα μεταμορφώνονταν στο «Halloween», το «Παρασκευή Και 13» και το «When A Stranger Calls». Λουκάς Κατσίκας

51. Η Νύχτα του Δαίμονα (Night of the Demon, 1957) του Ζακ Τουρνέρ 

Η δεισιδαιμονία με τον ορθολογισμό είναι προαιώνιοι εχθροί και αίτιο μέχρι σήμερα ολέθριας κοινωνικής έντασης ανάμεσα σε εκείνους που εχθρεύονται την ορθολογική σκέψη και σ’ εκείνους που την στηρίζουν. Ως εκ τούτου, μια ταινία που όχι μόνο θέτει επί τάπητος την σύγκρουση, μα και διεισδύει εμμονοληπτικά στην φύση της δεισιδαιμονίας, εναγκαλιζόμενη έως κάποιου σημείου (;) το μυστήριο της δύναμής της, είναι αυτόχρημα σινεμά «άλλου» θεατή. Εκείνου που μπορεί να υπερυψωθεί των πιστεύω, των ιδεοληψιών, των δεδομένων του. Έτσι, η «Νύχτα του Δαίμονα», η κορυφαία στιγμή του Φανταστικού της δεκαετίας του ’50, αυτομάτως καθίσταται σινεμά πολιτικό, «επικίνδυνο». Με τον Ζακ Τουρνέρ ιδεώδη δημιουργό πίσω από το βιζέρ, με μοναδική παραφωνία κάποια ενσταντανέ κατάδειξης, που ο ίδιος μισούσε αλλά επιβλήθηκαν από την παραγωγή, η ταινία περπατά ένα σχοινί τόσο λεπτό που να μοιάζει αραχνοΰφαντο, τόσο πανίσχυρο που να μπορεί να σε πνίξει. Αν το αναπάντητο στο σινεμά έχει μερικές φορές που έγινε γοητευτικό, εδώ έφτασε ένα σκαλί παραπάνω: Έγινε έμμονη ιδέα. Ηλίας Δημόπουλος