Σιωπή
Silence
Τρεις δεκαετίες αφότου επιχείρησε για πρώτη φορά να διασκευάσει κινηματογραφικά το ομότιτλο βιβλίο του Σιουσάκο Έντο, ο Μάρτιν Σκορσέζε παραδίδει επιτέλους μια υποβλητική και από πολλές απόψεις αξιοθαύμαστη ταινία-προσκύνημα σε μερικές από τις πιο σταθερές προβληματικές του έργου του και ταυτόχρονα ιδανική σύνοψη της καριέρας του. Η αναμονή άξιζε τον κόπο.
«Ταινίες και θρησκεία- αυτό είναι όλο κι όλο η ζωή μου», είχε παραδεχτεί σε μια παλιά συνέντευξή του ο Μάρτιν Σκορσέζε. Από τους αμείλικτους νόμους των «Κακόφημων Δρόμων» και τον αιματηρό εξευγενισμό του «Ταξιτζή» σε μια ανίερη πόλη μέχρι τη συγκλονιστική αναμέτρηση ενός πυγμάχου με τον εαυτό του στο «Οργισμένο Είδωλο», τη μεταφυσική οδύσσεια του «Τελευταίου Πειρασμού» ή τις αμέτρητες ιστορίες αμαρτωλών και αγίων που μεταμφίεσε πίσω από πολυποίκιλες φορεσιές ηρώων, ο Σκορσέζε έχτισε έναν από τους πιο συμπαγείς φιλμικούς κορμούς στην ιστορία του σινεμά. Μπορεί να δοκίμασε τον εαυτό του σε μια ευρύτατη γκάμα κινηματογραφικών ειδών και θεματικών παραλλαγών, η ουσία όμως παραμένει ότι σε όλη την διάρκεια της καριέρας του, ο Σκορσέζε γύριζε πάντοτε την ίδια ταινία.
Το συνεχές magnum opus του έπαιρνε την ιδέα της χριστιανικής ηθικής και την εφάρμοζε στην πραγματική ζωή, επάνω στις πιο ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων. Ψυχωτικοί, γκάνγκστερ, μουσικοί, ονειροπόλοι, κοινωνικοί απόβλητοι, απλοί καθημερινοί άνθρωποι γίνονταν πρωταγωνιστές σε ένα εναλλακτικό ευαγγέλιο που τους έβαζε να ξεστρατίσουν και να γυρέψουν συνεπακόλουθα σωτηρία προκειμένου να αντλήσει από τις περιπτώσεις τους μερικές εκπληκτικές παραβολές επάνω στην ανθρώπινη κατάσταση και τις έννοιες της πίστης, της προδοσίας, της έκπτωσης και της λύτρωσης. Ολόκληρη η σκηνοθετική πορεία του Σκορσέζε κατατρύχεται από Μεσσίες και Ιούδες, από μεταμφιεσμένους οσίους, μοντέρνους μάρτυρες και αποστάτες και από την πεποίθηση ότι αν ο Θεός υφίσταται, τότε υπάρχει ένα μυστηριώδες κοσμικό σχέδιο πίσω από την επιλογή του να παραμένει βουβός απέναντι στις ολέθριες παρορμήσεις για τις οποίες είναι ικανοί οι άνθρωποι.
Ολόκληρη η σκηνοθετική πορεία του Σκορσέζε κατατρύχεται από Μεσσίες και Ιούδες, από μεταμφιεσμένους οσίους, μοντέρνους μάρτυρες και αποστάτες.
Την προβληματική αυτή συνάντησε ο σκηνοθέτης, και σε ένα αρχέγονο χρονικό πλαίσιο, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου που έγραψε ο καταξιωμένος Ιάπωνας συγγραφέας Σιουσάκο Έντο το 1966. Ο Σκορσέζε έτυχε να διαβάσει πρώτη φορά τη «Σιωπή» το 1989, σε μια περίοδο όπου η περιπέτεια του «Τελευταίου Πειρασμού» και του θορύβου που προκάλεσε τον είχαν απομυζήσει. Η εμπειρία της ανάγνωσης τού προκάλεσε την ίδια ανάγκη που τού γέννησε το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη: Στα λογοτεχνικά οράματα των δυο διαφορετικών αυτών συγγραφέων, ο Σκορσέζε συνάντησε ένα μεταφυσικό άγχος και μια θρησκευτική ανησυχία όμοιες με εκείνες που πάντοτε τον απασχολούσαν. Προκειμένου να επικοινωνήσει προσωπικά με το έργο των δυο αυτών καλλιτεχνών, και να εξερευνήσει βαθύτερα τις δικές του πεποιθήσεις και αμφιβολίες πάνω στην ιδέα του Θεού, της ενδεχόμενης απουσίας του και της άνευ όρων πίστης, ο σκηνοθέτης θέλησε να κάνει τα βιβλία τους ταινίες.
Με τον ίδιο τρόπο που ταλαιπωρήθηκε μέχρι να αποτυπώσει στην οθόνη τον «Τελευταίο Πειρασμό», έτσι ακριβώς δυσκολεύτηκε και με τη «Σιωπή». Είκοσι τέσσερα χρόνια αφότου συζήτησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο μιας διασκευής στο μυθιστόρημα, παρέα με τον σεναριογράφο του στα «Χρόνια της Αθωότητας» και τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», Τζέι Κοκς, ο Σκορσέζε κατόρθωσε μόλις φέτος να διηγηθεί τις δοκιμασίες δυο Ιησουιτών ιεραπόστολων που ταξιδεύουν από την Πορτογαλία στην Ιαπωνία του 1640, αναζητώντας τα ίχνη του δασκάλου τους, ενός βετεράνου ιερέα ονόματι Φερέιρα, και επιχειρώντας ταυτόχρονα να προσηλυτίσουν νέους πιστούς στον Χριστιανισμό. Ο πάτερ Φερέιρα φημολογείται, ωστόσο, ότι έχει αποστατήσει και οι διωγμοί εις βάρος χριστιανών είθισται να περνούν από σκληρά βασανιστήρια και βάρβαρες θανατώσεις, τις περισσότερες από τις οποίες αναλαμβάνει ένας διαβόητος μισθοφόρος με το παρατσούκλι Ανακριτής.
Μια μυστική κοινότητα Ιαπώνων πιστών περιθάλπει τους δυο ιερείς από μια ακτή και τους φυγαδεύει σε μια ασφαλή κρυψώνα προκειμένου να γλιτώσουν τον κίνδυνο, ενώ παράλληλα θα μπορούν τη νύχτα να εκπληρώνουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όταν όμως το κάλεσμα του Θεού χτυπήσει μεταφορικά και κυριολεκτικά την πόρτα των ιερωμένων, με τη μορφή δυο χωρικών που ισχυρίζονται πως είναι χριστιανοί, οι δυο ήρωες, και κυρίως ο πάτερ Ροντρίγκεζ, θα έρθουν αντιμέτωποι με την έμπρακτη και την πιο εφιαλτική εφαρμογή όσων διδάχτηκαν σε ζητήματα αφοσίωσης και αυταπάρνησης.
Ο αμαρτωλός συνυπάρχει με τον ενάρετο, η ηθική παραμένει σταθερά μια ρευστή και γεμάτη ειρωνείες έννοια, ο πόνος αναδεικνύεται στην πιο αποτελεσματική μονάδα μέτρησης της αλήθειας και η πτώση δεν είναι παρά μια ανάληψη προς την αυτογνωσία.
Ο Σκορσέζε ξεκινά το φιλμ του με την πρόφαση μιας πλοκής μυστηρίου, καθώς οι δυο νεαροί ιεραπόστολοι γυρεύουν τον εξαφανισμένο μέντορά τους σε μια χώρα που τους είναι παντελώς άγνωστη και γεμάτη απειλές. Η διαδρομή τους θυμίζει την αναζήτηση για τον αθέατο συνταγματάρχη Κουρτζ στο «Αποκάλυψη Τώρα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, μια μυητική περιπλάνηση-αφορμή για την εξερεύνηση μιας ευρύτερης αλήθειας. Την ώρα όμως οι τύχες των δυο Ιησουιτών χωρίζουν, η κινηματογραφική διαδρομή μετατρέπεται σταδιακά σε μια εσωτερική και αρκετά ψυχοφθόρα εξερεύνηση πάνω σε ερωτήματα που τόσο ο σκηνοθέτης όσο προηγουμένως ο συγγραφέας και μαζί τους αναρίθμητοι άνθρωποι έχουν θέσει στον εαυτό τους.
Το βασικότερο ερώτημα δανείζει το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου και της ταινίας: τι ακριβώς σημαίνει η εκκωφαντική αυτή σιωπή του Θεού; Δηλώνει την ανυπαρξία του; Την αδιαφορία και τη σκληρότητά του, έτσι παρατηρητικά όπως στέκει απέναντι στα πιο αποτρόπαια επιτεύγματα των ανθρώπων; Ή μήπως η απουσία του αποτελεί ένα είδος δοκιμασίας για τους πιστούς του; Και πού ακριβώς συναντάται το μυστήριό του; Στη λατρεία των συμβόλων; Ή, ίσως, στη βεβήλωσή τους; Ο Σκορσέζε βασανιζόταν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με αυτές τις σκέψεις. Γι’ αυτό και ταυτίζεται τόσο πολύ με την ενδότερη πάλη του ιερωμένου ήρωα και με την οδύνη του: Αφενός να γίνει απρόθυμος θεατής των βιαιοτήτων στις οποίες υποβάλλονται όσοι αρνούνται να αλλαξοπιστήσουν. Αφετέρου να μπει σε πειρασμό και να αποστατήσει ο ίδιος, για να γλιτώσει τις ζωές των άλλων και να αποφύγει τη μαρτυρική μοίρα που τον περιμένει.
Με βασικό σύμμαχό του τις υποβλητικές οπτικές συνθέσεις του διευθυντή φωτογραφίας Ροντρίγκο Πριέτο, ο Σκορσέζε μεγεθύνει στην οθόνη μια αγωνία ψυχολογική, σωματική και βαθιά πνευματική. Το κάνει, όμως, με παροιμιώδη εγκράτεια, προσγειώνοντας για σπάνια φορά την τέχνη του στα απολύτως απαραίτητα. Απουσιάζουν εδώ οι ακροβατικές επιδείξεις της κάμερας, οι φρενήρεις ρυθμοί, το κοφτό και λαχανιαστό μοντάζ. Εκτός κάδρου μένει οτιδήποτε αποπροσανατολίζει από το κέντρο του φιλμ, που είναι μια μέχρις εσχάτων αναμέτρηση του σώματος και της ψυχής, ένα σασπένς καθαρά διαλεκτικό γύρω από τα ατέρμονα αινίγματα της ύπαρξης. Αυτός ο στιλιστικός ασκητισμός είναι χρήσιμος και μαζί αξιέπαινος. Υποψιάζεται κανείς ότι ο σκηνοθέτης υποχωρεί με ευλάβεια και ταπεινότητα μπροστά σε ένα θέαμα και μια φιλοσοφική στάση που τον ξεπερνούν και τον αφοπλίζουν. Δεν επιθυμεί να προσηλυτίσει αλλά πασχίζει κι αυτός να καταλάβει.
Ομοίως προσεκτικός είναι και στις σκιαγραφήσεις του. Ο χαρακτήρας του προδότη Κιτσίτζιρο και ο τρόπος με τον οποίο επανέρχεται τακτικά στην αφήγηση αποτελούν το πιο σοφό εφεύρημα της ταινίας-μια υπενθύμιση ότι για κάθε άγιο πρέπει να υπάρχει σε αυτό τον κόσμο και ένας Ιούδας και πως μερικές φορές οι δυο ρόλοι ταυτίζονται. Ο νεαρός πάτερ Ροντρίγκεζ δεν είναι μια ηρωική περίπτωση, αλλά ένας μάλλον αφελής εκπρόσωπος του δυτικού επεκτατισμού, σχολαστικός ακόλουθος των Γραφών, που παρασύρεται κάποια στιγμή από τον ζήλο και την αλαζονεία του στο να νομίσει ότι εξισώνεται με τον Χριστό, απλούστατα με το να ακολουθεί και να μιμείται τα πάθη του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας βλέπει το πρόσωπο του Ιησού να καθρεφτίζεται, αντί για το δικό του, στην επιφάνεια ενός ρυακιού. Από την άλλη μεριά, ο σαδιστικός Ανακριτής που καταδιώκει και καταδικάζει αθώα θύματα με τρομερή απάθεια δεν είναι ένα μονοδιάστατο μοντέλο κακού αλλά ένας μακάβρια χιουμοριστικός καταλύτης στην τραγωδία, ένας σαρδόνιος και φιλοσοφημένος δικηγόρος του διαβόλου τον οποίο αναδεικνύει η σαρκαστική ερμηνεία του Ισέι Ογκάτα.
Ο σκηνοθέτης υποχωρεί με ευλάβεια και ταπεινότητα μπροστά σε ένα θέαμα και μια φιλοσοφική στάση που τον ξεπερνούν και τον αφοπλίζουν.
Ανάμεσα στις κορυφαίες αυτές φιγούρες του δράματος, παραλλαγές του Ιούδα, του Ιησού και του Πόντιου Πιλάτου αντίστοιχα και φορείς της πολιτισμικής σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο κόσμους με αγεφύρωτο μεταξύ τους χάσμα, ο Σκορσέζε ξανασυναντά τον γνώριμο κινηματογραφικό του κόσμο, εκείνον στον οποίο ο αμαρτωλός συνυπάρχει με τον ενάρετο, η ηθική παραμένει σταθερά μια ρευστή και γεμάτη ειρωνείες έννοια, ο πόνος αναδεικνύεται στην πιο αποτελεσματική μονάδα μέτρησης της αλήθειας και η πτώση δεν είναι παρά μια ανάληψη προς την αυτογνωσία.
Αντίθετα όμως με μια παλιότερη, συγγενούς θεματικής ταινία του, όπως ο «Τελευταίος Πειρασμός», στην οποία το δράμα έγκειται στην απεγνωσμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να αποποιηθεί τον θεϊκό του προορισμό, η «Σιωπή» αναποδογυρίζει τη συνθήκη και μεταμορφώνει την ιστορία του πάτερ Ροντρίγκεζ στην παραδοχή ενός λανθάνοντος Μεσσία ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας απλός, αδύναμος άνθρωπος, που για να βρει τον δρόμο στην αιώνια ζωή θα πρέπει να θυσιάσει την επίγεια και να χάσει τον εαυτό του. Εξασφαλίζοντας κατόπιν μια θέση στο μακρύ κινηματογραφικό μαρτυρολόγιο του Μάρτιν Σκορσέζε...