Όλα Τα Λεφτά Του Κόσμου
All The Money in The World
Περισσότερο γνωστή πλέον ως η ταινία στην οποία ο Κρίστοφερ Πλάμερ κλήθηκε να αντικαταστήσει ερμηνευτικά τελευταία στιγμή τον μπλεγμένο σε σεξουαλικά σκάνδαλα Κέβιν Σπέισι, και μάλιστα σε πιεστικά γυρίσματα τα οποία έγιναν μέσα σε εννέα μέρες, η νέα δημιουργία του βετεράνου Βρετανού σκηνοθέτη αναπαριστά χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, και με ακόμη λιγότερη σκηνοθετική άποψη, ένα αληθινό περιστατικό.
Μπορεί κανείς να δηλώσει με ασφάλεια ότι ο πάλαι ποτέ πρωτοποριακός σκηνοθέτης του «Άλιεν» και του «Μπλέιντ Ράνερ» επαναπαύεται εδώ και χρόνια ανενδοίαστα και αρκετά ξένοιαστα, στην καρέκλα ενός εξαιρετικά αποτελεσματικού υπαλλήλου για λογαριασμό των χολιγουντιανών στούντιο. Οποιοδήποτε κινηματογραφικό σχέδιο και αν αναλάβει, ανεξαιρέτως είδους, περιεχομένου και απαιτήσεων, ο Ρίντλεϊ Σκοτ θα το φέρει εις πέρας με τον ίδιο συνδυασμό αναμφίβολης τεχνικής, δεδομένου επαγγελματισμού και μαζί παροιμιώδους ουδετερότητας που τον διακρίνει πλέον.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος, επίσης, ότι ο ίδιος σκηνοθέτης που άλλοτε υπηρετούσε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη δυνατότητα του σινεμά να ζωντανεύει μεγαλοπρεπείς κόσμους του μυαλού και σαγηνευτικές αρχιτεκτονικές του μέλλοντος μπροστά στα μάτια σου, έχει περάσει τις πρόσφατες δεκαετίες του πίσω από την κάμερα προσπαθώντας να μην αφήσει το παραμικρό καλλιτεχνικό στίγμα και το παραμικρό αναγνωρίσιμο στοιχείο μπροστά από αυτήν.
Πιστός στη μέθοδο εξαφάνισης και αυτοματισμού που εδώ και καιρό εξασκεί, ο Σκοτ αναλαμβάνει τώρα να επεξεργαστεί κινηματογραφικά ένα αληθινό περιστατικό το οποίο συνέβη το 1973 και απασχόλησε την τότε επικαιρότητα επί σειρά μηνών. Είχε ως πρωταγωνιστή τον ζάμπλουτο μεγιστάνα του πετρελαίου Τζον Πολ Γκέτι ο οποίος αρνήθηκε να πληρώσει 17 εκατομμύρια δολάρια από την αμύθητη περιουσία του ως λύτρα για την απελευθέρωση του πολυαγαπημένου του εγγονού από απαγωγείς στη Ρώμη, ωθώντας τη μητέρα του 16χρονου εφήβου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον σώσει, έχοντας ως μοναδικό σύμμαχο στο πλευρό της έναν πρώην πράκτορα της CIA.
Με μια αλάνθαστη δεξιοτεχνία, η οποία μοιάζει να έχει γίνει ακόμη πιο αιχμηρή τώρα που ο σκηνοθέτης έφτασε στα 80 του χρόνια, ο Σκοτ δένει αφηγηματικά την ταινία με σφιχτό και απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο, αλλάζοντας γεωγραφικές κατευθύνσεις, χρόνους και σκηνές δράσης με φοβερή ευκολία και διοχετεύοντας παλμό σε ένα ελάχιστα εμπνευσμένο σενάριο που έχει στο μυαλό του αφενός την πλοκή ενός αγωνιώδους θρίλερ, αφετέρου μια (πέραν του προφανούς) κριτική πάνω στην αλλοτριωτική ισχύ του χρήματος.
O πάλαι ποτέ πρωτοποριακός σκηνοθέτης του «Άλιεν» και του «Μπλέιντ Ράνερ» επαναπαύεται εδώ και χρόνια στην καρέκλα ενός εξαιρετικά αποτελεσματικού υπαλλήλου για λογαριασμό των χολιγουντιανών στούντιο.
Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, ωστόσο, ο Σκοτ εργάζεται μοναδικά στο να εξαφανίσει κάθε υποψία προσωπικότητας πίσω από το γοργοκίνητο δράμα του, τακτοποιώντας σε σχολαστική σειρά κάθε λεπτομέρεια που θα το κάνει αρεστό στις απαιτήσεις του μέσου θεατή την ίδια ώρα που του αφαιρεί κάθε ενθουσιασμό ή δημιουργικό οίστρο. Όλα υπηρετούν μηχανικά και προβλέψιμα την πλοκή, οι εκπλήξεις είναι ελάχιστες και το φιλμ δίνει την εντύπωση ότι βαδίζει σχεδόν στα τυφλά από τη μία ενδελεχώς μελετημένη σκηνή στην επόμενη.
Προσαρμοσμένοι στις αποστειρωμένες κινηματογραφικές μεθόδους του Σκοτ, οι ηθοποιοί μοιάζουν να ερμηνεύουν χωρίς καθοδήγηση. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ περιφέρεται μονίμως συνοφρυωμένος και μονότονος, όπως ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά που πίσω του δεν βρίσκεται κάποιος σκηνοθέτης με πρωτοβουλία και σαφή άποψη για το τι να ζητήσει από αυτόν, η Μισέλ Γουίλιαμς έχει υιοθετήσει μια εξεζητημένη αμερικανική προφορά (την οποία φαίνεται κατά καιρούς να ξεχνάει) και μια σειρά από μικρά αλλά ευδιάκριτα τικ που την περιορίζουν σε ένα μανιερίστικο παίξιμο, ο πολλά υποσχόμενος νεαρός Τσάρλι Πλάμερ του επερχόμενου «Lean on Pete» περιορίζεται σε βλέμματα φόβου και απορίας και ο Ρομέν Ντιρίς μόλις και καταφέρνει να διασώσει τον αρκετά άχαρο ρόλο απαγωγέα που έχει επωμισθεί.
Αδιαφιλονίκητος πόλος έλξης της ταινίας είναι, εντούτοις, ο Κρίστοφερ Πλάμερ, ιδίως από τη στιγμή που ανέλαβε την κάπως άχαρη και οπωσδήποτε αγχωτική υποχρέωση να αντικαταστήσει τον Κέβιν Σπέισι και να υποδυθεί από την αρχή τον ανελέητο πολυεκατομμυριούχο της ταινίας, σε γυρίσματα που έπρεπε απαραιτήρως να ολοκληρωθούν μέσα σε εννέα μέρες, ώστε να μην χάσει η ταινία την προγραμματισμένη χριστουγεννιάτικη έξοδό της στις αίθουσες.
Χωρίς το παχύ προσθετικό μακιγιάζ, που έκανε τον Σπέισι να φαντάζει στο τρέιλερ ελάχιστα αληθοφανής, και έχοντας ως βασικά εργαλεία του την ταιριαστή ηλικία, τη διαπεραστική του ματιά, το αριστοκρατικό παρουσιαστικό και την εκφραστικότητά του, ο 88χρονος Πλάμερ καταφέρνει και σε μεγάλο βαθμό διαπερνά τις σεναριακές συμβάσεις που απειλούν να εγκλωβίσουν τον χαρακτήρα του στο άχαρο σχήμα ενός πομπώδους συμβόλου. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν είναι κι εκείνος τίποτα παραπάνω από μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια στην προσεκτικά οργανωμένη και εκτελεσμένη στην εντέλεια επιχείρηση διεκπεραιώσης που ο Ρίντλεϊ Σκοτ αντιλαμβάνεται πλέον ως σινεμά.