Τζάνγκο ο Βασιλιάς του Σουίνγκ
Django
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του έμπειρου παραγωγού και σεναριογράφου Ετιέν Κομάρ με θέμα τον θρυλικό κιθαρίστα και συνθέτη Τζάνγκο Ράινχαρντ, τον καιρό που προσπαθούσε να ξεφύγει από το γερμανοκρατούμενο Παρίσι του 1943, αποδεικνύεται μια εξαιρετικά επίκαιρη και καλοζυγισμένη δημιουργία. Ιδανικός στο ρόλο του Τζάνγκο ο Ρεντά Κατέμπ.
Ιδιοφυής και ολίγον απρόβλεπτος, ο τσιγγάνος κιθαρίστας και συνθέτης Τζάνγκο Ράινχαρντ (Ρεντά Κατέμπ) δε σταματά να ξεσηκώνει τα πλήθη στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι του 1943 με τους -«έκφυλους» για το ναζιστικό καθεστώς- swing ήχους του. Την ώρα που οι ψίθυροι για μαζικούς διωγμούς και εκκαθαρίσεις από μέρους των Ναζί εναντίον (και) των Ρομά πυκνώνουν, ο ταλαντούχος Τζάνγκο μοιάζει να κερδίζει την εκτίμηση των κατακτητών, μαζί και μια δελεαστική πρόταση απ’ τον ίδιο τον Γκέμπελς να παίξει για χάρη της Βέρμαχτ στο Βερολίνο.
Θανάσιμη παγίδα ή στεγνή προπαγάνδα; Σε κάθε περίπτωση, ο Τζάνγκο ακούει μαζί με τους οικείους του το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και κινεί για ένα ασφαλές καταφύγιο, με την προϋπόθεση πως θα καταφέρει να περάσει τα γαλλοελβετικά σύνορα. Σας ακούγεται γνώριμο;
Ο Κατέμπ μοιάζει έτοιμος να εκραγεί σε κάθε σκηνή που πιάνει κιθάρα.
Ασφαλώς και είναι, αφού το μεστό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γάλλου παραγωγού Ετιέν Κομάρ («Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων», «Timbuktu») που «άνοιξε» την 67η Μπερλινάλε έχει πολλά να πει για την τύχη όσων λυγίζουν καθημερινά υπό αυτό που γενικόλογα περιγράφεται ως «προσφυγική κρίση». Την ίδια στιγμή ωστόσο, δεν ξεχνά να υπηρετεί με συνέπεια την αφήγηση που έχει αναλάβει, τοποθετημένη στο μέσο του 2ου παγκοσμίου πολέμου, πριν στρέψει το σημασιολογικό του φορτίο στο παρόν.
Εκεί, στα χρόνια του πολέμου, ένας εξαιρετικός Ρεντά Κατέμπ που μοιάζει έτοιμος να εκραγεί σε κάθε σκηνή που πιάνει κιθάρα, ενσαρκώνει τον αρχετυπικό μάρτυρα που μπροστά στο ενδεχόμενο του αφανισμού έχει να αντιπαλέψει ανάμεσα στην αυτονόητη ελπίδα μήπως το κακό τον προσπεράσει και τις εσωτερικές σειρήνες που του υποδεικνύουν να τραπεί σε φυγή. Στο «Django», η εισαγωγική σκηνή στο δάσος που καταλήγει σε ένα σοκαριστικό μακέλεμα, μαζί με εκείνη που την ακολουθεί, με τον πρωταγωνιστή να μαγεύει τα πλήθη (ακόμα και τους ναζί αξιωματικούς), οριοθετούν εύστοχα και εύγλωττα το εύρος αυτού του βαθιά βασανιστικού διλήμματος.
Με λίγα λόγια, το φιλμ του Κομάρ αποδεικνύεται ικανό να μεταδώσει την ορμή των μπλουζ στη μεγάλη οθόνη, την ίδια στιγμή που πραγματεύεται γειωμένα τις έννοιες του ηρωισμού και της αντίστασης, θέτοντας αμφότερες στο ύψος που ο καθένας είναι σε θέση να σηκώσει, αναλόγως τις συνθήκες. Γεγονός που συνιστά μια εξαιρετικά ισορροπημένη προσέγγιση για ένα βιογραφικού τύπου δράμα που καταπιάνεται με τέτοια, βαριάς νοηματοδότησης μέτωπα.