Συνηθίζεται να αποχαιρετούμε μιλώντας για «μείζονες» και «τελευταίους» στο είδος τους – και είναι ευτύχημα που υπάρχουν πολλοί, έστω κι αν ενίοτε υπερβάλλει κανείς λιγάκι. Για τον Q, όμως, έναν από το Όρος Ράσμορ της αμερικανικής μουσικής ιστορίας του 20ου αιώνα, δυσκολεύεσαι να υπερβάλλεις.
Από μια πλευρά δεν είναι δύσκολο να τεκμηριώσεις ένα στίγμα σαν κι αυτό του Κουίνσι Τζόουνς. Ο άνθρωπος έχει πάρει σχεδόν 70 υποψηφιότητες για Γκράμι κι έχει κερδίσει 28 (+3 ειδικά). Είναι κάτι σαν τον Γουόλτ Ντίσνεϊ για το σινεμά και τα Όσκαρ, αν και λόγω μακροβιότητας και αντοχής στις εποχές, η παρουσία του Q είναι πρόσθετα επιδραστική. (Έχει επίσης Τόνι και Έμμι, το Όσκαρ του ξέφυγε παρά τις 7 υποψηφιότητες. Δεν πειράζει είναι ΕGOT ο Μπεντζ Πάσεκ και η Βαιόλα Ντέιβις ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ αυτός ο Κουίνσι Τζόουνς...)
Είναι χρονογέφυρα. Και καθώς πέφτει, η πόρτα κλείνει πίσω του, μιας και δεν υπάρχει κανένας πια από την σπουδαία εποχή του να πάρει έστω την ανθρώπινη σκυτάλη. Ο Τζόουνς ήξερε και είχε συνεργαστεί ως μουσικός/ενορχηστρωτής/διευθυντής/συνθέτης/παραγωγός με τον Τόμι Ντόρσεϊ, τον Ντίζι Γκιλέσπι, τον Φρανκ Σινάτρα, τον Μάιλς Ντέιβις, τον Κάουντ Μπέισι. Έκανε δίσκους ή/και ανέδειξε με τους Ρέι Τσαρλς, Πέγκι Λι, Ντάινα Γουάσινγκτον, Λέσλι Γκορ, Αρίθα Φράνκλιν. Είχε σχέσεις με την Ευρώπη – εργάστηκε και στο Παρίσι ιδιαίτερα – συνομιλώντας με πρόσωπα-μύθους αυτής της μεριάς του Ατλαντικού (τον Χατζιδάκι, τον Αζναβούρ, τον Μπρελ). Και βέβαια φέρει ακέραιη ευθύνη για την ηγεμονία του Μάικλ Τζάκσον της δεκαετίας του ’80. Κι όλα αυτά είναι «μεταξύ άλλων». Μέχρι να πάθει το πρώτο του ανεύρυσμα, δούλευε και αξίωνε σε τέτοιους ρυθμούς που αν είχε σταματήσει το 1975 θα ήταν ήδη σπουδαίος. Μετά ήρθε και ο Μάικλ Τζάκσον.
Κατανοώ ότι όλα αυτά είναι «ονόματα» και πολλές φορές αποξενώνει να ρίχνεις κάποιον που ίσως τυγχάνει ανοίκειος στον ωκεανό τους. Δεν έχω παρά να παροτρύνω, ήρεμα κι ωραία, μουσικόφιλους ενδιαφερόμενους, να επισκεφθούν προαναφερθέντες. Αποτελούν μέρος μια σπονδυλικής στήλης, που αφ’ ενός διαδέχθηκε τον χρυσό Μεσοπόλεμο της αμερικανικής μουσικής, κι αφ’ ετέρου εξαπλώθηκε έξοχα (όχι «παγκοσμιοποιητικά») και προς την Ευρώπη και προς την Νότια Αμερική. Εν προκειμένω τα βλέμματα του Κουίνσι προς την Βραζιλία απέδωσαν ορισμένα κοσμήματα μουσικής που δύσκολα να μην απολαύσει κανείς μουσικόφιλος.
Για εμάς εδώ το έργο είναι κατάτι ευκολότερο και πρακτικά θα σας αφήσουμε συνοδείες από το έργο του Q στην κινηματογραφική μουσική. Στην οποία με συνέπεια δεν έμεινε καλά-καλά μια δεκαετία (από το ’65 μέχρι το ’72) και παρ’ όλ’ αυτά η συνδρομή του δεν ήταν απλά πολυτελής, ήταν σημαδιακή. Οι σινεφίλ με αδυναμία στην μουσική μάλλον γνωρίζουν ήδη θέματα και μοτίβα ταινιών όπως ο Ενεχυροδανειστής, το (ξεχασμένο) Mirage, το κρυμμένο Deadly Affair, το αιώνια χαριτωμένο Italian Job, το σημαντικότερο όλων (ως σινεμά, ίσως και ως σάουντρακ) In Cold Blood.
Ο Κουίνσι ήταν εκεί. Και τώρα που συμπλήρωσε τις ημέρες του και δεν είναι πια εδώ, εκεί είναι το μόνο μέρος που τον βρίσκουμε. Πάντα έτσι δεν ήταν άλλωστε;
Μια σκέψη αντί αποχαιρετσμού εδώ. Για ένα τραγούδι υπερ-αγαπημένο, συνώνυμο μιας ζωής. Φαίνεται - και είναι - πικρό να βιώνεις τη χαρά της ζωής που η μελωδία, και ο τρόπος που ο μεγάλος Ματ Μονρό την αποδίδει, αποπνέει στο πλαίσιο ενός θανάτου και ενός κατευόδιου. Θα το επέλεγα ξανά και ξανά. Η θλίψη ενός αποχαιρετισμού προδίδει μια ευτυχία που υπήρξε. Και κατά μία έννοια υπάρχει όσο υπάρχεις.