Μία εβδομάδα πριν τα 100 του έφυγε από κοντά μας μια παιχνιδιάρικη και μαζί κατακλυσμικά μελωδική προσωπικότητα.
Για μια τόσο μικρή πληθυσμιακά χώρα είναι εντυπωσιακή η παρουσία-συνύπαρξη τόσων πολλών μουσικών καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων εμβέλειας που υπερέβη κατά πολύ τα όποια στενά γεωγραφικά όρια. Από τους θεωρούμενος πόλους των Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, εγνωσμένα παγκόσμιου βεληνεκούς, μέχρι τον Τσιτσάνη, τον Ξαρχάκο και τον Σπανό που διέσχισαν και τρόπον τινά διασχίζουν, προς δυσμάς και ανατολάς, τον μουσικό κόσμο, οι Έλληνες μουσουργοί του γενικώς εννοούμενου «λαϊκού» ρεπερτορίου είναι ένα ειδικό φαινόμενο. Όχι με όρους εθνικής «υπερηφάνειας» (παραδόξως, στην εποχή μας, η υπερηφάνεια έχει διατρέξει όλο τον δρόμο από «θανάσιμο αμάρτημα» σε «αναγκαία αρετή»), αλλά ιστορικού/γεωγραφικού/κοινωνικού παραδόξου, ενδιαφέροντος και αισθητικής απόλαυσης.
Σε αυτό το εκπληκτικό σύμπλεγμα των μουσικών μεγεθών ακρογωνιαίος λίθος είναι ο Μίμης Πλέσσας. Κι αν ο καθένας τους είχε μια μουσική προέλευση και μια ενατένιση στο έργο του, ο Πλέσσας ήταν αυτός που λόγω του ειδικού του ταλέντου και των συγκυριών της ζωής του (κυρίως το ότι βρέθηκε στις ΗΠΑ σπουδάζοντας Χημεία), συγκέρασε μια ακέραιη τζαζ ευαισθησία, έναν λαϊκότροπο λυρισμό και μια άξια θρυλικών επωνυμισμών ικανότητα σε αυτό που ο Γιάννης Σπανός έλεγε «τα τραγούδια πρέπει να σφυρίζονται». Με άλλα λόγια δεν είναι ούτε οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ούτε το περιβάλλον των ελληνικών ταινιών της «χρυσής εποχής», ούτε κάποιο κενό ανάμεσα στον Ζαμπέτα και τον Χιώτη, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ή τον Τσιτσάνη και τον Ξαρχάκο (χωρίς να παραγνωρίζω λεπτό σημαντικούς «αφανείς» της μεταπολεμικής σκηνής μας – είναι πραγματικά πολυάριθμοι). Είναι ότι ο Πλέσσας έμοιασε να εμπεριέχει στο κύτταρό του το ευρωπαϊκό ελαφρό/αστικό τραγούδι/μουσική, την βασική λαϊκή μας παράδοση και τις (ποικιλόμορφα) τζαζ επιρροές - το «αριστερό χέρι» πολλών συνθέσεών του οι μουσικοί φίλοι του ξέρουν ήδη τι παιχνιδιάρικο είναι. Το ότι διακρίθηκε εν ριπή οφθαλμού στις ΗΠΑ, αλλά και οι λαμπρές του τζαζ επιχειρήσεις με το Κουαρτέτο του σε μια Ελλάδα που πενιχρή σχέση με το ιδίωμα διατηρούσε, ήταν ενδεικτικό.
Ένας δίσκος που οφείλει να υπάρχει στην συλλογή ενδιαφερόμενων ακροατών - «Το Κουαρτέτο Μίμη Πλέσσα» (1981)
Από τα τέλη του ’50 άρχισε να συνθέτει για τον κινηματογράφο – και το έκανε με πολυβολικούς (αλλά ποτέ βολικούς) ρυθμούς, μόνο το 1960 συναντάς 9 ταινίες! Όπως μυστηριωδώς και οι Χατζιδάκις, Σπανός, ο Πλέσσας είχε αίσθηση και γνώση της κινηματογραφικής χρήσης της μουσικής. Δεν ήταν δηλαδή μόνο η θεματική του ικανότητα και τα εξωφρενικά λαοφιλή (λόγω μελωδικής εντέλειας) τραγούδια του. Ήταν η αίσθηση του μουσικού cue, η αντίληψη του συγχρονισμού των ρυθμών μοντάζ/μουσικής, η ικανότητά του όχι μόνο να υπογραμμίζει αλλά και να γράφει ένα αξιομνημόνευτο μοτίβο. Να το πω αλλιώς: Αν οι ταινίες ήταν αντάξιες της μουσικής γραφής του, και βέβαια δεν λειτουργούσε στα «ταπεινό» μας γεωγραφικό/γλωσσικό πλαίσιο, Μαντσίνι, Σέφριν και Τζον Μπάρι (και κάμποσοι άλλοι) των ‘60ς θα είχαν έναν συνοδοιπόρο που θα τους έκλεβε δουλειές. Αν κρατάς μόνο τη μουσική, δεν υπάρχει εξήγηση στις συλλογές σου να μην συγκαταλέγεται δίπλα τους η δουλειά του Πλέσσα.
Δεν θα επεκταθούμε σε βιογραφικές πληροφορίες διάχυτες πλέον στο διαδίκτυο εξ αφορμής του θανάτου ενός ανθρώπου που αποφαίνεται πρακτικά αιωνόβιος με την αντοχή της μουσικής του. Η αναγνώριση, τα μεγάλα τραγούδια και η ιστορική εμπορική δισκογραφική πρωτιά του (με τον «Δρόμο», ασφαλώς) είναι αυταπόδεικτα, όπως εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των διάσημων υπογραφών του («και αυτό δικό του;!») και το εύρος των στυλ – από το Αν Σ’ Αρνηθώ Αγάπη μου μέχρι το Βρέχει η Φωτιά στη Στράτα μου, ή το Έπεφτε Βαθιά Σιωπή έως το Τόσα Καλοκαίρια – στα οποία μόνο ο Σπανός μπορεί με επιτυχία να τον συναγωνιστεί.
Οπότε, όπως πάντα, μένουμε με τη μουσική και τα τραγούδια. Λείπει εκείνο που ο θάνατος παίρνει μαζί του, η δυνατότητα. Ίσως κι εκείνη η μικρή κι ανακουφιστική σκέψη ότι «ζει ακόμα», «είναι εδώ», άρα και μας συνδέει με την εποχή του. Η επάνοδος στην πραγματικότητα του θανάτου ισοφαρίζεται από την εξίσου πραγματικότητα ενός έργου που δεν υπόκειται στους ίδιους βιολογικούς νόμους. Εκεί έχουμε λόγο και εμείς. Οπότε τον αποχαιρετώ/ούμε ταυτόχρονα αφήνοντας μια (άμεση) καλή αντάμωση με έναν δίσκο του 2023, ένα θαυμάσιο δώρο από την ιστορία του Ελληνικού Ραδιοφώνου, το Radio Days της Νανάς Μούσχουρη, με τις Ανέκδοτες Ηχογραφήσεις της, στην μουσική των οποίων το χέρι του Μίμη Πλέσσα αφήνει ειδικό, αξεπέραστο αποτύπωμα.