Ο γνωστότερος Γεωργιανός σκηνοθέτης και ένας μίνι-θρύλος της εγχώριας art house κριτικής των δεκαετιών του ’70 και του ’80, απεβίωσε πλήρης ημερών την περασμένη Κυριακή.
Δύσκολο να παρακαμφθεί μια μικρή μελαγχολία, όχι για την έξοδο μα για την αποσιώπηση των ψιλών της επικαιρότητας στον θάνατο ενός δημιουργού που με τον ιδιαίτερο τρόπο του απασχολούσε κάποτε παθιασμένα ένα μέρος της κριτικής – και στην χώρα μας. Ο θάνατος του Ιοσελιάνι ανακοινώθηκε από τον σπουδαίο φωτογράφο, Γιούρι Ροστ: «Πενθούμε. Ο Οτάρ Ιοσελιάνι, ο μεγάλος κινηματογραφικός σκηνοθέτης, ένας υπέροχος άνθρωπος και ο πολύ στενός μου φίλος, έφυγε», δήλωσε.
Ο Ιοσελιάνι βίωσε δύο διακριτές περιόδους στο έργο του, ορισμένες και γεωγραφικά. Η πρώτη στην πατρίδα του την Γεωργία, μέρος της Σοβιετικής Ένωσης τότε βέβαια, περιείχε μια σειρά ταινιών μικρού και μεσαίου μήκους, αλλά και τριών ταινιών μεγάλου μήκους που καθόρισαν το όνομά του στον «έξω κόσμο» κατά την δεκαετία του ’70. Οι ταινίες ήταν η «Φυλλορροή», το «Ήταν Ένας Τραγουδιστής Κότσυφας» και το «Παστοράλε». Όλες τους κατοπτρίζουν ένα πολύ ειδικό στιλ κινηματογράφου, «αφηρημένες κωμωδίες» τις έλεγε ο ίδιος, που θα μπορούσε αχνά να οριοθετηθεί στο περιβάλλον του Τατί, του Ρενουάρ, του Μπουνιουέλ, αλλά και, αν γίνουμε λίγο αναχρονιστικοί, σύγχρονων δημιουργών όπως οι Ρόι Άντερσον ή ο Άκι Καουρισμάκι. Η «Φυλλορροή» μάλιστα είχε διεθνή τίτλο της το «Falling Leaves» - ο υπογράφων δεν είδε ακόμα τα «Πεσμένα Φύλλα» του Φινλανδού να υποθέσει μια έστω μακρινή συγγένεια.
Η περίοδος αυτή, αναπόδραστα, ορίζεται και από την σχέση του Ιοσελιάνι με το σοβιετικό καθεστώς. Το οποίο ευρισκόμενο στην φάση της αποσταλινοποίησης των χρόνων του Χρούτσεφ είναι φιλικό στο σινεμά του αρχικά, ωστόσο με τον καιρό η ένταση – και οι μπρεζνιεφικοί καιροί – το βλέπουν ως «φορμαλιστικό», λέξη που ισοδυναμούσε με κοινωνική αμαρτία τω καιρώ εκείνω για το καθεστώς. Έτσι υπήρχαν προβλήματα με την λογοκρισία, η παραγωγή ήταν σποραδική και ο εκπατρισμός δεν θα αργούσε. Το 1982 ο Ιοσελιάνι θα μετοικούσε στο Παρίσι, όπου εκκινεί και η δεύτερη περίοδος του έργου του.
«Οι Ευνοούμενοι του Φεγγαριού» (1984) μια από τις ωραιότερες ταινίες του, και πρώτη μετά τον εκπατρισμό του, θα του χαρίσει το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στην Βενετία, ένα φεστιβάλ που εν γένει αγκάλιασε το σινεμά του. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να περιγράψει το έργο του εκλιπόντος, ίσως θα πήγαζε από την βιογραφική λεπτομέρεια των σπουδών του. Πλήρεις μουσικές σπουδές στην Τιφλίδα, όπου στο Κρατικό Ωδείο πήρε το δίπλωμά του στο πιάνο, την διεύθυνση ορχήστρας και την σύνθεση και εν συνεχεία «στροφή» στα Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, απ’ όπου όμως στην διετία μεταπήδησε στις κινηματογραφικές σπουδές. Ποιος δεν βλέπει την ατόφια σχέση της Μουσικής με τα Μαθηματικά, αλλά και της Μουσικής με τον Κινηματογράφο. Το φαινομενικά πράο, συχνά αντι-διαλογικό (δείτε το «Κυνήγι της Πεταλούδας» του 1992, για παράδειγμα), ιδιαίτερα χιουμοριστικό και διεισδυτικό σινεμά του Ιοσελιάνι εμπνεόταν από ανάλογους συνειρμούς, αποφεύγοντας τις ψυχολογιστικές εντάσεις και τα δραματικά οξυκόρυφα («Έχε Γεια, Γλυκιά Στεριά», 1999)
Πέραν των τιμών στο φεστιβάλ της Βενετίας, ο Ιοσελιάνι αποδείχθηκε μακράν ο σπουδαιότερος δημιουργός της χώρας του στο διεθνές στερέωμα – μαζί με τον Τσιαουρέλι, ο οποίος πάντως καθορίζεται από την καθεστωτικότητά του στην εποχή του Στάλιν (με την ανάλογη αδυναμία που επισύρει αυτό από συγκεκριμένες κριτικές δυνάμεις αλλοτινών εποχών, στην χώρα μας επίσης.). Τιμήθηκε με Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας για το «Δευτέρα Πρωί» του 2002 (που κακώς αγνοώ) στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, κέρδισε το FIPRESCI από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία για το «Έχει Γεια, Γλυκιά Στεριά», το ίδιο βραβείο και για το «Παστοράλε» στο Βερολίνο, 7 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του.
Θα τον θυμόμαστε, κι ας μην είμαστε και τόσοι πολλοί.