Του Θεού η Χώρα
God's Own Country
Από την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φράνσις Λι «God’s Own Country» («Του Θεού η Χώρα»), αναφέρεται ως μια τραχιά εκδοχή του «Brokeback Mountain» του Ανγκ Λι κι όχι άδικα. Μόνο που οι δυο ταινίες μοιράζονται κάτι πολύ βαθύτερο από την απεικόνιση του ομοφυλόφιλου έρωτα. Τα κοινά τους σύνορα ιχνηλατούν πάνω απ’ όλα τη γεωγραφία της καρδιάς.
Στο ορεινό Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας, ο Τζόνι (Τζος Ο’ Κόνορ) αναλαμβάνει απρόθυμα να διευθύνει τη φάρμα του πατέρα του, ο οποίος μετά από ένα εγκεφαλικό έχει μείνει ημιπαράλυτος, ενώ η γιαγιά του που συγκατοικεί μαζί τους είναι πλέον ηλικιωμένη. Η καθημερινή ρουτίνα τον επιφορτίζει έντονα συναισθηματικά και ο ίδιος ξεσπά μονότονα με δυο τρόπους, ποτό και σεξ με άντρες χωρίς ανταλλάγματα και δεσμεύσεις. Η άφιξη του Ρουμάνου Γκεόργκι (Αλεκ Σεκαρεάνου), που αναλαμβάνει να τον βοηθήσει στη δουλειά, θα επιβάλει στον Τζόνι την πιο βαθιά, προσωπική ενδοσκόπηση.
Εμπνευσμένο από την προσωπική ιστορία του σκηνοθέτη Φράνσις Λι, που αποφάσισε να αφήσει τη φάρμα του πατέρα του για να γίνει ηθοποιός, το «God’s Own Country» δεν είναι ένα ρουστίκ, βουκολικό δράμα για τον έρωτα δυο γκέι. Ο σκηνοθέτης δεν καλλωπίζει την αγροτική ζωή στα πλάνα του. Τα καρέ του είναι γεμάτα βρωμιά, λάσπη, υγρασία, χώμα, τόσο έντονα που σχεδόν τα οσμίζεσαι. Η αυθεντικότητα της εικόνας ενισχύει τον νατουραλισμό του χώρου, της ιστορίας και των συναισθημάτων, με τέτοια αμεσότητα που δίνει ειδικό βάρος στη λιτότητα των βλεμμάτων και των χειρονομιών. Την ηρεμία του τοπίου θα διαρρήξει η ένταση της επιθυμίας και η σωματικότητα των δυο πρωταγωνιστών θα γίνει η αμεσότερη εκδήλωση δυο «κοινωνικών ζώων» που παραδίδονται ενστικτωδώς στο πάθος, στον έρωτα, στην αγάπη.
Με πυξίδα τη συναισθηματική γενναιοδωρία που αναζητά ζεύγη κι όχι μονάδες, το «God’s Own Country» ορίζει ως «θεϊκή πατρίδα» (ή μήπως παράδεισο;) κάτι οικουμενικό: την αγάπη.
Έχει λοιπόν ο θεός πατρίδα; Μέσα από τη δυναμική της έλξης δυο κυρίαρχων αρσενικών, ο σκηνοθέτης Φράνσις Λι προσπαθεί να δώσει απάντηση και ερευνά τοπογραφικά την ανθρώπινη φύση μέσα από τις αντιθέσεις. Το δωρικό, αποχρωματισμένο σχεδόν, περιβάλλον θρέφει την αναταραχή των συναισθημάτων. Ο στωικός, αυστηρός πατέρας που ορίζει τον ωφέλιμο χώρο του γιου του μεταξύ του σπιτιού και της φάρμας, τον υποχρεώνει ασυνείδητα να ορίζει το σώμα του με βάση την οργή και την ανασφάλεια. Σε έναν τόπο μακρινού ορίζοντα, ο Τζόνι εγκλωβίζει τον εαυτό του σε μία ζωή κοντόφθαλμων αποστάσεων χωρίς το διέξοδο της υπέρβασης.
Η εμφάνιση ενός Ανατολικοευρωπαίου, που έχει τολμήσει στην πράξη να κυνηγήσει, ή καλύτερα να καθορίσει, ένα διαφορετικό μέλλον χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του, είναι το βασικό στοιχείο που επιφέρει την αλλαγή. Ο Ρουμάνος Γκεόργκι αγαπά την αγροτική ζωή και έχει διάθεση προσφοράς σε αντίθεση με το νεαρό αφεντικό του. Στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας ο Τζόνι ξεγεννά στη φάρμα ένα πεθαμένο ζώο. Είναι ανίκανος να δώσει ζωή, γιατί πολύ απλά έχει υποβάλει τον εαυτό του στην άρνησή της. Ο Γκεόργκι από την άλλη, ένας γενναιόδωρος συναισθηματικά άνθρωπος της φύσης είναι ο καταλύτης που θα τον αναγκάσει να φιλτράρει αλλιώς την καθημερινότητα. Η αρχική καχυποψία και ο κοινωνικός ρατσισμός από πλευράς του δύστροπου Τζόνι θα αποκαλύψει ένα πάθος που θα τον υποχρεώσει σε μία μεγαλύτερη και πιο αποκαλυπτική μεταστροφή.
Το «God’s Own Country» δεν φέρει την γκέι ταυτότητα ενοχικά, δεν έχει στόχο να σκανδαλίσει με την τόλμη των σκηνών (και των ηθοποιών του), ούτε προοικονομεί μίζερα μια καταδικασμένη ομοερωτική σχέση, από αυτές που συνήθως αφηγείται η μεγάλη οθόνη. Μέσα από την ιστορία της έλξης δυο αντρών μιλά για την βρετανική ταυτότητα, την οικειότητα της σαρκικής εξάρτησης, την κανονικότητα της σεξουαλικής επιλογής, και σχολιάζει την υπόκωφη αγωνία για το μέλλον, την πρακτική των σιωπηλών ομολογιών, τη συγκέντρωση στη σκληρή εργασία για να αδρανήσει το πνεύμα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο της μετά-Brexit εποχής, ένας μετανάστης παρατηρεί «...είναι όμορφα εδώ, αλλά μοναχικά». Με πυξίδα τη συναισθηματική γενναιοδωρία που αναζητά ζεύγη κι όχι μονάδες, το «God’s Own Country» ορίζει ως «θεϊκή πατρίδα» (ή μήπως παράδεισο;) κάτι οικουμενικό: την αγάπη.