Σιωπηλή Οργή - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Σιωπηλή Οργή

Silent Night

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Γου
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρόμπερτ Άρτσερ Λιν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τζόελ Κίναμαν, Καταλίνα Σαντίνα Μορένο, Κιντ Κάντι
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σάρον Μέιρ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάρκο Μπελτράμι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104
    ΔΙΑΝΟΜΗ: The Film Group
    Σιωπηλή Οργή

Μια ταινία χωρίς διαλόγους, ένας βιρτουόζος του σινεμά δράσης χωρίς έμπνευση, ένας πρωταγωνιστής χωρίς πρωταγωνιστικό εκτόπισμα και μια σειρά από (δημιουργικά) ατυχή γεγονότα.

Aπό τον Γιάννη Βασιλείου

To 1952 ο Ράσελ Ράουζ γύρισε το «Thief», μια κατασκοπική ταινία με τον Ρέι Μιλάντ. Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι δεν είχε ίχνος διαλόγου. Από τη μία είναι μια θαυμάσια πρόκληση για έναν δημιουργό να αναπτύξει μια κατασκοπική ίντριγκα μόνο με εικόνες, με δεδομένο ότι η φιλμική κατασκοπεία έχει, εκ των πραγμάτων, εξεζητημένη πλοκή, αφετέρου ο κόσμος των κατασκόπων έχει ελάχιστες στιχομυθίες και πολλή παρατήρηση, ένα στοιχείο αρκετό ώστε να δικαιολογήσει την επιλογή και να μην κινείται το εγχείρημα εντελώς στη σφαίρα του gimmick.

Αρκετές δεκαετίες μετά, ο Τζον Γου επιστρέφει στην Αμερική μετά από πολυετή απουσία και επιχειρεί να στήσει μια ταινία δράσης χωρίς διαλόγους. Φυσικά, η συνθήκη αυτή ήταν κυρίαρχη τον καιρό του βωβού κινηματογράφου, αρκετές ταινίες της εποχής δεν είχαν καν μεσότιτλους, η μετάβαση στον ομιλούντα κινηματογράφο είναι που την καθιστά αξιοπερίεργη. Στην ταινία του Γου φαίνεται λίγο περισσότερο gimmick. Ναι μεν ο ήρωας χάνει τη φωνή του λόγω μιας αιματηρής επίθεσης που στοιχίζει τη ζωή του ανήλικου γιου του, ωστόσο αφενός ο Γου συχνά κλέβει, καταχρώμενος την επικοινωνία μέσω κινητών τηλεφώνων, αφετέρου είναι στιγμές που η τήρηση του κανόνα της σιωπής αγγίζει τα όρια της επιτήδευσης.

Μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα. Καθώς ο ήρωας προπονείται εξαντλητικά και ετοιμάζει την εκδίκησή του, ο Γου προσφεύγει στο μελό για να καλύψει την απουσία περιεχομένου και παίρνει μια σειρά από εγκληματικές αποφάσεις που γεννούν ζητήματα γούστου αλλά και ιδεολογικής στάσης. Δεν μπορεί πχ. ο ανήλικος γιος να επικροτεί μέσα από ένα…χριστουγεννιάτικο στολίδι αυτό που συμβαίνει στο τέλος κι, επίσης, όταν χρειάζεσαι μουσική με χαρακτήρα για να αναπληρώσεις τον διάλογο, ε, μάλλον δεν προσλαμβάνεις τον Μάρκο Μπελτράμι.  Σε σχέση με την ιδεολογική στάση προς τα δρώμενα, κάποιοι θα κάνουν λόγο για «Death Wish», παραγνωρίζοντας την (υπονομευτική) μελαγχολία της ταινίας – το «Silent Night» βρίσκεται πιο κοντά στην ιδεολογική καθαρότητα των συνεχειών του «Death Wish». Περαιτέρω, ο Γου μάλλον αστοχεί και στην επιλογή του πρωταγωνιστή. Του πηγαίνει μεν του Τζόελ Κίναμαν το σινεμά δράσης, αν και η πρωταγωνιστική του στόφα ελέγχεται, ωστόσο είναι ένας ηθοποιός περιορισμένης εκφραστικής εμβέλειας. Κι εδώ χρειάζεσαι κάποιον που θα υποδυθεί τον χαρακτήρα σαν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, που θα μεταχειριστεί μια ευρεία γκάμα εκφράσεων, χειρονομιών και σωματικών «σημάτων», κάποιον που θα δώσει μια εξωστρεφή ερμηνεία – σκέψου με κάποιον σαν τον Νίκολας Κέιτζ, πόσο διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσμα.

Κι αν υποθέσουμε ότι τον φαν του σινεμά δράσης ελάχιστα τον ενδιαφέρει η ιδεολογία της ταινίας ή η μουσική της και ότι η εικόνα και ο σχεδιασμός της δράσης είναι το α και το ω, εκεί είναι που ο Τζον Γου θα απογοητεύσει πραγματικά. Υπάρχουν εκλάμψεις εικονοκλαστικής δημιουργικότητας, όπως το αίμα που κυλά στο μπροστινό παράθυρο και το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, μα το «Silent Night» μάλλον είναι η πιο αδιάφορη ταινία του Γου, περισσότερο και από την «Αποζημίωση» ή το «Σπασμένο Βέλος». Τα ευρήματα είναι ελάχιστα, η σκηνή του συμμοριτοπόλεμου προδίδεται από την ένδεια της παραγωγής, οι ψηφιακές πινελιές πλήττουν τον αναλογικό χαρακτήρα της δράσης και μόνο η αυτοκινητιστική καταδίωξη σώζεται, κυρίως λόγω της χειροποίητης φύσης της – αυτό, όμως, το περιμένεις από έναν επαγγελματία, δικαιούσαι να έχεις απαιτήσεις από έναν οραματιστή σκηνοθέτη δράσης, όπως ο Γου. Η τεχνητή, ανάλογη ενός κινηματογραφικού κόμικ αύρα των ταινιών για τις οποίες τον μνημονεύουμε, δίνει τη θέση της σε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του σινεμά της Cannon και σε μια αναβίωση των χειρότερων παρορμήσεων της μελοδραματικής επικότητας του σινεμά δράσης των ‘90s. Κι επίσης, οι ταινίες της Cannon δεν ήταν τόσο σοβαροφανείς.

Έξι χρόνια είχε να περάσει πίσω από τον φακό ο Τζον Γου, ας ελπίσουμε να ήταν απλώς κάτι που χρειαζόταν για να ξεσκουριάσει και στη συνέχεια να τραβήξει ξανά προς τη δόξα.


 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Σιωπηλή Οργή
  • Σιωπηλή Οργή