Εκεί που το Κακό Παραμονεύει
When Evil Lurks
Σε ένα απομονωμένο χωριό της Αργεντινής δυο αδέλφια θα έρθουν αντιμέτωπα με το απόλυτο Κακό. Στην προσπάθειά τους να το απομακρύνουν, θα συνειδητοποιήσουν πως το τέλος του κόσμου είναι κοντά.
Το «Εκεί που το Κακό Παραμονεύει» είναι μια ταινία που έκανε διστακτικά την εμφάνισή της στα κοινωνικά δίκτυα λίγους μήνες πριν, κερδίζοντας τον περασμένο Οκτώβρη το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Sitges, το περιβόητο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Φανταστικού της Καταλονίας, εκεί όπου ανά καιρούς βραβεύονται μερικά από τα – κατά κοινή παραδοχή – καλύτερα φιλμ της εκάστοτε σεζόν.
Η καινούργια ταινία του Ντέμιαν Ρούγκνα βρίσκεται ήδη στις λίστες πολλών ως ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα horror της χρονιάς, έχοντας αποκτήσει κιόλας φανατικό κοινό που χαιρετίζει τούτο το πόνημα του Αργεντινού δημιουργού ως μια καλοδεχούμενη, αιματοβαμμένη προσθήκη στο είδος του τρόμου. Πράγματι, το «Εκεί που το Κακό Παραμονεύει» αποτελεί μια ολοκληρωτικά μοχθηρή εμπειρία και αυτό δεν το λέμε απαραιτήτως για καλό.
Τα αδέλφια Πέδρο (Ροντρίγκεζ) και ο Τζίμι (Σάλομον) ζουν σε ένα φτωχικό αγροτόσπιτο στη μέση ενός υπαίθριου πουθενά. Μια μέρα θα βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με τον «μολυσμένο» γιο μιας γειτονικής οικογένειας, με την μητέρα να υποστηρίζει πως το παιδί της είναι δαιμονισμένο και πως πρέπει να θανατωθεί «με τον σωστό τρόπο» προκειμένου η οντότητα που τον στοιχειώνει, να μην αναζητήσει καινούργιο ξενιστή ανάμεσά τους. Ο Πέδρο και ο Τζίμι θα μεταφέρουν, με τη βοήθεια ενός τρίτου ντόπιου, τον άτυχο νεαρό όσο πιο μακριά γίνεται από τα σπίτια τους, δίχως να αντιλαμβάνονται πως αυτή τους η ενέργεια θα εξαπολύσει το απόλυτο, θανατηφόρο χάος. Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει ένας λυσσαλέος αγώνας ενάντια στον χρόνο, προκειμένου ο Πέδρο να σώσει τα παιδιά του από ένα Κακό χειρότερο και από τον ίδιο τον θάνατο.
Σώματα γεμάτα πύον και κακοφορμισμένες πληγές, σακατεμένα κορμιά με τα άντερα χυμένα απ’ έξω, πρόσωπα κατακρεουργημένα και πλάσματα δαιμόνια, φερμένα θαρρείς απευθείας από τις εσχατιές των κόσμων. Αν σε κάτι υπερέχει αυτό το φιλμ από άλλα σύγχρονα του είδους, είναι αναμφίβολα η τεράστια προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί στη χρήση και στην εφαρμογή των πρακτικών εφέ, με τη δημιουργική ομάδα να δίνει ρέστα σε επίπεδο βδελυρής ευρηματικότητας.
Στα συν και η σκηνοθετική εξέλιξη του Ρούγκνα ο οποίος μοιάζει να έχει κάνει κάποια σοβαρά βήματα από την εποχή του κάκιστου «Terrified» (2017), στο οποίο υπέγραφε και ένα εξαιρετικά προβληματικό σενάριο (όπως κάνει δηλαδή και εδώ, θα επιστρέψουμε σε αυτό λίγο πιο κάτω). Η απειλητικά πνιγηρή ατμόσφαιρα είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματική, ενώ υπάρχουν και ορισμένες καλοδουλεμένες σκηνές που καθιστούν την αίσθηση του αναπόφευκτου κακού ακόμα πιο ασφυκτική, όπως για παράδειγμα η σκηνή με τη λογομαχία του Πέδρο και της πρώην γυναίκας του που μοιάζει απευθείας «τραβηγμένη» από κάποιο δραματικό, αλμοδοβαρικό σύμπαν.
Κάπου εδώ σταματούν τα όποια θετικά τούτης της ταινίας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή η σφοδρότητα με την οποία ο Ρούγκνα θέλει να χειραγωγήσει τον θεατή για την εκμαίευση ενός ισχυρού αισθήματος αποστροφής, απέναντι σε μια ακολουθία από στιγμές της υπόθεσης που δεν χαρακτηρίζονται από τίποτα άλλο πέρα από ένα επαναλαμβανόμενο και φτηνό shock value.
Υπάρχει μονάχα μια επίφαση σεναρίου, μια σειρά από κανόνες που οφείλει κάποιος να σεβαστεί και να εφαρμόσει, εάν θέλει να γλυτώσει από τη δαιμονική (του) μοίρα, όμως οι ίδιοι αυτοί κανόνες που απαριθμούνται με εντελώς μπανάλ τρόπο σε μια από τις – αρκετές – σκηνές κακού exposition, καταπατώνται με χαρακτηριστική ευκολία όποτε αυτό συμφέρει τους χαρακτήρες, με την ίδια την ταινία πρακτικά να αυτοαναιρείται, υπονομεύοντας διαρκώς την πλοκή μέσα στην οποία ζουν και υπάρχουν οι ήρωές της.
Σε μια αρχική απόπειρα να προσδώσει στην ιστορία του μεγαλύτερο βάθος από αυτό που υπάρχει, ο Ρούγκνα επιχειρεί να εδραιώσει (και) ένα δίπολο «κακών κυβερνώντων/καλής αγροτιάς» επιχειρώντας μια νέα ανάγνωση πάνω στη διαχρονική απομόνωση της υπαίθρου και των ανθρώπων της από τη συστημική διακυβέρνηση, χωρίς όμως να εξερευνά ποτέ αυτήν την κατεύθυνση, τουλάχιστον όχι όταν βλέπει πως η βία απέναντι στα παιδιά πουλάει καλύτερα.
Στο «Terrified» υπάρχει μια σκηνή στην οποία ένα παιδί σκοτώνεται από ένα λεωφορείο. Αργότερα, το δαιμονισμένο κουφάρι του επιστρέφει στη «ζωή» σε όλο το σάπιο μεγαλείο του γιατί... έτσι! Εδώ, η βία που χρησιμοποιείται απέναντι στους εκπροσώπους της νέας γενιάς είναι εξωφρενική και βάναυση, ακριβώς όπως και η εργαλειοποίηση του αυτισμού (ηχητικά κυρίως) ως τρομολαγνική συνθήκη, με τις σκηνές να μην εξυπηρετούν καμία απολύτως σεναριακή λειτουργία, παρά μονάχα της πρόκλησης για την πρόκληση.
Ομολογουμένως δεν είναι εύκολο να κατασκευάσει κανείς ένα φιλμ τόσο βαθιά συντηρητικό (όλη η δράση εκπορεύεται της ρήσης «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»), αλλά και τόσο ακραία exploitative την ίδια στιγμή, όμως να που ο Ρούγκνα το κάνει. Αν ο πεσιμισμός του δημιουργού για το μέλλον του κόσμου – τα παιδιά δηλαδή – ήταν περισσότερο για την ουσία και λιγότερο για το σοκ της εικόνας, ίσως και να μπορούσε να γίνει μια «συζήτηση» ταινίας-θεατή έχοντας ως βάση τον κινηματογράφο του τρόμου. Αντ’ αυτού η εικονογραφία του φιλμ είναι ένα ηχηρό, ύπουλο χαστούκι που θα σε κάνει να βγεις από την αίθουσα κλονισμένος, με ένα και μοναδικό ερώτημα μέσα στο κεφάλι σου: «γιατί;».