Κάποια Μέρα Θα Πούμε Τα Πάντα Ο Ένας στο Άλλον - ταινιες || cinemagazine.gr

Κάποια Μέρα Θα Πούμε Τα Πάντα Ο Ένας στο Άλλον

Irgendwann werden wir uns alles erzählen

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γερμανία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έμιλι Ατέφ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Έμιλι Aτέφ, Ντανιέλα Κριν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μαρλένε Μπούρο, Φέλιξ Κράμερ, Σίλκε Μπόντενμπεντερ, Κρίστιαν Έρντμαν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Άρμιν Ντίρολφ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Κρίστοφ Κάιζερ, Τζούλιαν Μαας
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Rosebud21
    Κάποια Μέρα Θα Πούμε Τα Πάντα Ο Ένας στο Άλλον

Στο πρώτο καλοκαίρι της επανένωσης των Γερμανιών, στην ανατολικογερμανική εξοχή, μια 19χρονη κοπέλα συνάπτει ερωτική σχέση με έναν 40χρονο. Μια ιδέα για ένα περιεκτικό δράμα υποβιβάζεται σε μόλις καλές στιγμές μιας ταινίας-υποδείγματος του πώς προκάτ επιλογές υποτιμούν δυνητικά μεγάλες ιστορίες.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αφήνοντας κατά μέρους την υπόθεση ίντριγκας της σημερινής διανόησης (μια 19χρονη με έναν 40άρη!), την οποία η ταινία εν μέρει ντριμπλάρει καθώς σκηνοθεσία, σενάριο και σεναριακή πρώτη ύλη υπογράφονται από γυναίκες, η πλοκή της ταινίας έχει να περπατήσει ένα λεπτό σχοινί στου οποίου, αναλόγως την κινηματογραφική αντιμετώπιση, τη μια μεριά υπάρχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πολιτική ταινία και στην άλλη καραδοκεί το ροδί χάος της περιπτερικής ερωτικής λογοτεχνίας άλλων εποχών - σε φεστιβαλικό αμπαλάζ.

Προλαβαίνοντας την δίκαιη ένσταση ότι μια ταινία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται κριτικά βάσει του τι θα ήθελε ο θεατής της να δει, να αμυνθώ: Η ιστορία μιας 19χρονης χωριάτισσας σε σχέση με έναν συνομήλικό της, με μια καταθλιπτική, άρτι διαζευχθείσα, μητέρα, η οποία 19χρονη αποφασίζει να ζήσει με την οικογένεια του φίλου της στο διπλανό χωριό αλλά ερωτεύεται έναν λιγομίλητο 40άρη αγρότη με παρελθόν και τάσεις σαδισμού στο σεξ, όλα τους εν μέσω της επανένωσης των Γερμανιών, σε περιβάλλον Ανατολικής Γερμανίας, Βάρτμπουργκ, Τράμπαντ και κόντρα Μερτσέντες συγγενούς, ερχόμενου πρώτη φορά μετά από δεκαετίες να δει την οικογένεια που έχασε, είναι μια χορταστική πρώτη ύλη. Χορταστική και ετοιμόγεννη σε νοήματα που σκούζουν ποιο θα αναπτυχθεί καλύτερα.

Όταν αντί μιας εξέλιξης όλων αυτών βλέπεις arthouse μονοκοντυλιές στις οποίες η 19χρονη διαβάζει «Αδελφούς Καραμαζώφ» (στο τέλος μας λέει και την φράση που τιτλοφορεί την ταινία) και αποφεύγει το σχολείο, ο φίλος της ερωτεύεται την φωτογραφική του μηχανή και αποφεύγει την 19χρονη, η μητέρα της λέει ατάκες όπως «η ζωή είναι επώδυνη όμως κάποτε θα περάσει», το (αποφασιστικά αναπαραστατικό) σεξ είναι μια σειρά από κωματώδους ρυθμού σκηνές που πάντα καταλήγουν σε κάτι αιφνίδια του άντρα που την παίρνει απαρεγκλίτως βίαια – ίσως για να μας κάνει να σκεφτούμε κάτι και για τους δύο – και η όλη δραματουργία εξελίσσεται μέσα από σιωπές, τυχάρπαστα voice over και ύποπτη αποφυγή οποιουδήποτε ενδιαφέροντα διαλόγου ανθρώπων, ή έστω διαλεκτικού μονολόγου, πονάς.

Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο καθώς η ουσία είναι έμφυτη στην ιστορία. Είναι το ηλικιακά αταίριαστο (;) ζευγάρι σύμβολο των δύο Γερμανιών; Είναι μήπως η ηρωίδα μας κάποια που ερωτεύεται το θνησιγενές, προσκολλώντας ίσως σε μαθημένα (τοξικά πατριαρχικά, απλά ψυχαναλυτικά έλλειψης πατέρα, ή καθαρά συμβολικά/εθνολογικά) που πλέον δεν μπορούν να υπάρξουν στην σύγχρονη εποχή; Είναι, κάπως απλούστερα, μια ταινία δύο θεμάτων, ενός σεξουαλικού/τραγικού και ενός πολιτικού, μιας και κάποια ασθενέστατη υποπλοκή υποτυπώδους διαλόγου εξελίσσεται με τον ερχομό του «δυτικογερμανού» γιου, που με κάποιο τρόπο αλληλεπιδρούν;

Τίποτα. Και για να είμαι όσο πιο δίκαιος μπορώ, τίποτα που να αντελήφθην. Την γενικώς λειψή, εκτιμώ, μεταγραφή του όγκου δραματουργίας του βιβλίου (που μπορεί να είναι ακόμα χειρότερο, δεν το γνωρίζω) δεν βοηθά, στα μάτια μου, και το καστ που παραδοσιακά στα δύσκολα βγάζει μερικά κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό μπερδεμένων δημιουργών. Η νεαρή Μαρλένε Μπούρο, αβοήθητη σκηνοθετικά σε έναν θεωρητικά πολυσχιδή ρόλο, θυμίζει φυσιογνωμικά ένα κράμα Εμανουέλ Σενιέ και Λετίσια Κάστα, ατυχώς και στην εκφραστικότητα. Σκέφτεσαι μια αλλοτινή Ατζανί στον ρόλο, ή και μια Εξαρχόπουλος σήμερα, και καταλαβαίνεις ότι κάτι δραστικό λείπει εδώ. Βέβαια με άλλη ηθοποιό έχεις και άλλη ταινία, όμως η απουσία έκφρασης δεν μπορεί να είναι «γραμμή ερμηνείας» σε τέτοια ιστορία. Είθε να διαψεύσει στην συνέχειά της.

Μιλώντας για μονοτονία ο Φέλιξ Κράμερ είναι και αυτός θύμα ενός ρόλου που κυμαίνεται από το «λιγομίλητος, άξεστος macho εραστής του χωριού που διαβάζει ποίηση» μέχρι το λιγομίλητος σκέτο – με ολίγη από μετάφραση πεπρωμένου άλλου ήρωα της ρωσικής λογοτεχνίας στο τέλος, σε μια εξέλιξη τόσο συμβολική και μεγαλειώδη (και προβλέψιμη) που να κάνει την ταινία που έχει προηγηθεί ακόμα πιο τραγελαφική.

Τέλος πάντων, 1-2 σκηνές επιβιώνουν, με βαρύ arthouse συμβολικό χέρι συνήθως κι αυτές (η σκηνή με το Trabant, όμως, ξεχωρίζει λόγω και κάποιου χιούμορ), αλλά αν τα έργα αντιλαμβάνονται έτσι την σεναριακή/σκηνοθετική κατασκευή -ίσως για να ενταχθούν σε ένα προστατευτικό φεστιβαλικό καλούπι;- και να προκαλούν εν τέλει την θυμηδία (κάποιων θεατών) με το «λίγο απ’ όλα τους», κάτι έχει πάει πολύ λάθος.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Κάποια Μέρα Θα Πούμε Τα Πάντα Ο Ένας στο Άλλον
  • Κάποια Μέρα Θα Πούμε Τα Πάντα Ο Ένας στο Άλλον