Το Χέρι της Θείας Δίκης
Red Right Hand
Ένας πρώην αλκοολικός προσπαθεί να σώσει την οικογένειά του από τα νύχια μιας εκδικητικής αρχι-κακοποιού που λυμαίνεται με την συμμορία της την περιοχή. Κράμα θρησκευτικού pulp-crime γουέστερν που μόλις υπερβαίνει τις κατ’ ευθείαν-στο-βίντεο καταβολές του.
Αν υπάρχει ένα κατ’ εξοχήν σινεμά που αποτυγχάνει να συλλάβει η μητροπολιτική κριτική, ειδικά σήμερα που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αστική της ραστώνη, είναι αυτό. Ένα σινεμά που στην βορειοαμερικανική ορολογία είναι σινεμά για ρεπουμπλικάνους (από μόνη της πια η φράση «red right hand» είναι σημειολογική γιορτή), σινεμά που εκτυλίσσεται σε χώρους άγνωστους στην σαλονάτη κριτική και επανδρώνεται από ανθρώπους και μοτίβα που έχουν βολικά τακτοποιηθεί στην ντουλάπα με τα ντεμοντέ σινε-ρούχα άλλων εποχών. Βολικά και λανθασμένα βέβαια γιατί τα μέλη της κοινωνίας δεν νοείται να αποκόπτονται και να εγκαταλείπονται να λειτουργούν αυτόνομα γιατί έτσι καταλήγεις σε μπούκες στο Καπιτώλιο, επαμφοτερίζοντες φραστικούς και πρακτικούς ξυλοδαρμούς, απίθανες ηγεσίες και εμφύλιες αναταράξεις. Όχι μόνο στις ΗΠΑ. Αυτονόητα, δεν θα λύσουμε τα προβλήματα εδώ, ωστόσο ο κριτικός πατερναλισμός και η συγκατάβαση απέναντι στα είδη από τη μια αποχαυνώνει την κριτική κι από την άλλη την περιθωριοποιεί αφού η διάλεκτός της απασχολεί αυξανόμενα την παρέα της.
...μια ταινία που βλέπεται άνετα μεν, από φίλους του είδους πάντα, αλλά χωρίς ξεχωριστό ενδοκινηματογραφικό, δηλαδή δραματουργικό και τονικό, υπόβαθρο να την στηρίξει
Είναι καλό το «Red Right Hand»; Είναι αξιοπρεπές αισθητικά, μέχρι και ωφέλιμο παράλληλο μοντάζ έχει σε δυο-τρεις περιπτώσεις που φανερώνει ένα μεράκι από τους αδελφούς Νελμς. Έχει καλές ερμηνείες – ειδική τόλμη να σημειωθεί για την άμα τη εμφανίσει ακαριαίου camp Άντι ΜακΝτάουελ, που όμως γρήγορα αποδεικνύεται απολαυστική κακιά, με ολίγη καλιγούλειας διαστροφής σε μια σκηνή. Αν ήταν πειστικότερη και στην σωματική ερμηνεία στην σκηνή της δράσης, θα ήταν αποκάλυψη. Έχει και μια κλασική λογική σύγχρονης (όχι μοντέρνας) ανάγνωσης του γουέστερν, αναπλάθοντας τον τρόπο του διεστραμμένου φεουδάρχη και του ανανήψαντα ασώτου που κλείνει τους λογαριασμούς με το παρελθόν για χάρη μιας κοινωνίας που πρέπει να ελευθερωθεί από τον δυνάστη της. Η ταινία θα κέρδιζε αν «άνοιγε» περισσότερο στην κοινωνική της τοιχογραφία, μένει πεισματικά ατομικιστική ως έχει – πράγμα που υπογραμμίζει τον, τρόπον τινά, ρεπουμπλικανισμό της.
Κι έχει και διαρκείς θρησκευτικούς τόνους, άλλοτε ενδιαφέροντες κι άλλοτε φθηνά μοραλιστικούς. Ενδιαφέροντες από τίτλο (ο γνωστός στους φιλολόγους – οκ, και τους λάτρεις του Cave - στίχος του Μίλτον από το «Paradise Lost») και σεναριακή (μανιχαϊστική, ασφαλώς) πειθώ περί αμαρτωλών που είδαν το φως και χειρίστων αμετανοήτων. Εδώ βοηθά το επιτελείο, και ιδίως ο πλήρως μεταμορφωμένος πια Ορλάντο Μπλουμ, εδώ και περίπου μια δεκαετία πια κάτι σαν Wolverine με κομμένα νύχια, που και καλά παίζει και βοηθά έναν ρόλο αρχικά αγκυλωμένο (αρκετά πια με τους αλκοολικούς με σώμα πρωτοπυγμάχου) να αντέξει χωρίς ατακαδόρικη εκδικητική εσάνς και ασυγκράτητο machismo. O ήρωάς του είναι λαβωμένος γενικώς, δεν κάνει τον μάγκα γι’ αυτό, και στο φινάλε υφίσταται – ορθότατα (τα κατά συρροήν unhappy end είναι επίσης μητροπολιτική πατέντα) –χάρη στην θετική επιλογή των δημιουργών.
Το πρόβλημα είναι όμως ότι η ταινία είναι τελικά άνευρη και μεσοβέζικη. Η φιλοδοξία να κοιτάξεις προς το σινεμά του ‘Ιστγουντ (ή του Πολ Χάγκις των καλών εποχών) κοντράρει την ανάγκη απλούστευσης του δράματος, προσταγής να χωρέσουν επιδερμικές θρησκο/μελό-αναφορές, καθόλου χιούμορ (άντε πλην μιας εκτόνωσης λίγο πριν το φινάλε) και να δοθεί μια γερή πρέζα γραφικής βίας που ναι μεν δεν φτάνει στο μηδενιστικό γκροτέσκ ενός Ζάλερ αλλά δεν έχει ούτε την (ενίοτε ανήθικη) ειρωνεία του Ταραντίνο, ούτε την σωθική κατακλυσμικότητα ενός Γκίμπσον. Αποτέλεσμα μια ταινία που βλέπεται άνετα μεν, από φίλους του είδους πάντα, αλλά δεν εντόπισα ξεχωριστό ενδοκινηματογραφικό, δηλαδή δραματουργικό και τονικό, υπόβαθρο να την στηρίξει.