Ο Πυρετός του Πετρόφ
Petrovy v grippe
O Πετρόφ έχει γρίπη. Μετά έχει κι ο γιος του. Και η γυναίκα του δεν συμπαθεί ιδιαίτερα κανέναν απ’ τους δυο τους πια. Από τα νεύρα της, καμμιά φορά γίνεται υπερηρωίδα. Και μετά αρχίζουν οι παραισθήσεις. Ή οι φαντασιώσεις. Ή και τα δύο. Εμπύρετο αριστοτέχνημα, ή ασήκωτο ταψί κάποιου αχώνευτου κινηματογραφικού γλυκού, η προ-τελευταία ταινία του Κίριλ Σερεμπρένικοφ δεν θα λησμονηθεί εύκολα.
Οι αναπόφευκτες διευκρινίσεις μιας και (θα θέλαμε να) μας διαβάζουν και παιδιά. Λέγοντας δεν θα λησμονηθεί εννοούμε τους λίγους που θα κοπιάσουν (και ως προσέλευση και ως μόχθος εννοούμενα) στα μέρη της. Δεν είναι μέρη φιλόξενα, δεν είναι τόπος ευοίωνος. Αριστοτέχνημα και δυσπεψία, επιτέλους κ. κριτικοί, δεν είναι περιγραφή ταινίας. Πρέπει να υπάρχει ένας παρονομαστής αντικειμενικότητας.
Υπάρχει, ασφαλώς. Η περιγραφή μιας ταινίας είναι, και οφείλει να είναι, πάντοτε αντικειμενική. Επί τούτου λοιπόν, «Ο Πυρετός του Πετρόφ» είναι μια ταινία ποικιλίας ρυθμών, διαρκούς κίνησης της μηχανής, αφηγηματικών μπρος πίσω τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο (ενίοτε και στο ίδιο πλάνο), μια ταινία γοργή στο ντεκουπάζ της (την τακτοποίηση των πλάνων της), αλλά και με μια έφεση σε κάποια μονοπλάνα, διόλου αργής ταχύτητας, εκ των οποίων ένα εκτείνεται σε 18 ολόκληρα λεπτά. Περί τίνος πρόκειται; Περί ενός εμπύρετου καλλιτέχνη στην σύγχρονη Ρωσία, ενώ είναι γερά γριπωμένος, σε ένταση με τη γυναίκα του και σε εύρος διχασμών με τον εαυτό του και το κατά πόσον εκπληρώνει την καλλιτεχνική του δυνατότητα. Η ιστορία επίσης ενός τόπου μέσα στους διάπυρους καιρούς του, από την σοβιετική «ολοκλήρωση» μέχρι την ρωσική αποσύνθεση.
Είναι σχεδόν υπεράνθρωπο το επίτευγμα ενός τέτοιου έργου, τόσο εξαντλητικά εξομολογητικού και τόσο αφηνιασμένα ψύχραιμου στην θεώρηση ενός τρέχοντος συλλογικού τέλματος
Η αντικειμενικότητα τελειώνει εκεί που αρχίζει η ερμηνεία της περιγραφής. Διότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, η ιδιοσυγκρασίες ποικίλλουν, τα βιώματα επίσης, οι μικρές συντελεσμένες αποφάσεις χαρακτήρα είναι διαφορετικές. Σε αυτούς που θα την αντιπαθήσουν και σε αυτούς που, ίσως, θα την μισήσουν, έχω να δηλώσω πλήρη κατανόηση. Είναι φαινομενικά μια τόσο ετερόκλητη ταινία, που αν την προσδέσεις στο χειμαρρώδες ύφος, την απουσία κάθε βασικής επεξήγησης και την καταρροή πλάνων, ήχων, διαλόγου, πράξεων, χρωμάτων και «κιτς», τότε είναι λογικό να απαντήσεις διαγράφοντας αυτό που σου παρουσιάζεται με τόση έπαρση και τόσον, νάτος πάλι, πυρετό. Άλλοι θα την πουν «δήθεν», άλλοι επιδερμική, άλλοι μηδενιστική και κάποιοι ίσως της απονείμουν και πιο σινεφίλ κατάρες – «Φασμπίντερ του φτωχού» μου έρχεται μία, «Κουστουρίτσα έρποντος» μια άλλη.
Από την άλλη πλευρά, όσοι απομείνουμε εραστές της θα βρεθούμε ελαφρώς μετέωροι ανάμεσα στο ότι «ερωτευτήκαμε έργο» και «είμαστε βέβαιοι ότι δεν μπορούμε να μεταγλωττίσουμε την εμπειρία σε κριτικό σχόλιο.» Ας το επιχειρήσω, πρέπει να βγάλω και το ψωμί μου.
Ναι, και ο Κουστουρίτσα, ιδίως στην αρχή, και ο Φασμπίντερ, σαν γενικό αερικό, υπάρχουν στο έργο. Υπάρχουν κι άλλοι, όμως δεν θέλω να αραδιάσω ονόματα. Ας ενώσω τους δυο τους στην κάπως εξεζητημένη φράση ενός «πανηγυρτζίδικου angst». Ο Σερεμπρένικοφ πέφτει φλεγόμενος τραγουδώντας. Στην ταινία στήνονται παγανιστικοί χοροί ανάμεσα σε πίδακες λάβας – λέξεων (κι όμως!) ενορχηστρωμένων από ζωντανούς κυριευμένους από το τέλος τους, από νεκρούς που σηκώνονται από φέρετρα κατάκοποι από τον θάνατό τους, από ενδιάμεσους που παλεύουν με κάθε σπιθαμή και κάθε νεύρο τους να καταλάβουν, να αντέξουν, να προλάβουν να ζήσουν.
Ο Σερεμπρένικοφ βρίσκεται (;) -και μετουσιώνει κινηματογραφικά- σε μια κατάσταση ευφυούς οδυρμού και οργισμένου πένθους για τον εαυτό του, για τον Σερεμπρένικοφ-αρτίστα στην χώρα του Πούτιν, για την Ρωσία και τους ανθρώπους της που λες και είναι φτιαγμένοι για να ζουν σε μια χώρα όπου κυριαρχούν «όχι αυτοί που μπορούν να κυβερνήσουν αλλά αυτοί που θέλουν να κυβερνήσουν». Είναι σαφές ότι ζει σε έναν εξαντλητικό πυρετό, συντεθειμένο από εκείνη την μισερή αίσθηση ότι είσαι κυκλωμένος συνάμα από ανίκητα αδιέξοδα και υπέροχους τρελούς που δεν θα νικήσουν ποτέ. Είναι σχεδόν υπεράνθρωπο το επίτευγμα ενός τέτοιου έργου, τόσο εξαντλητικά εξομολογητικού και τόσο αφηνιασμένα ψύχραιμου στη θεώρηση ενός τρέχοντος συλλογικού τέλματος. Ίσως όχι υπεράνθρωπο. Ίσως τέλεια Ρομαντικό.
Στα χωροχρονικά πέρα δώθε, διάττουσες λέξεις, γλωσσικές και φιλμικές, πάνε να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς των αρνητών. Μέχρι να παρατηρήσεις τις λεπτομέρειες: Άλλες φοβερά αστείες (ας πούμε αυτήν που ένας κουτουλάει συνέχεια σε πολυέλαιους και μονόζυγα στις πόρτες), άλλες πραγματολογικές (η αντιδιαστολή της ποίησης και του πεζού λόγου στο έργο), άλλες τεχνικές-αισθητικές (το συμπιεσμένο 16άρι των home movies αναμνήσεων που συμπιέζει ασφυκτικά το αχανές γενικό 2.35:1), άλλες νοηματικά διαβολικές (το 18λεπτο μονοπλάνο και το παιχνίδι των ταυτοτήτων του). Σε όλες βασιλεύει η αποσπασματικότητα την οποία ο Σερεμπρένικοφ μάχεται με το αίμα του να ενοποιήσει. Είναι η Ρωσία που ποτέ δεν υποτάσσεται σε «μια ταινία». Είναι ο επηρμένος καλλιτέχνης που επιχειρεί έναντι θεών και δαιμόνων, αλλά τελικά δεν μπορεί να ζεστάνει (ή καν να ξεχάσει) μια αρχαία παγωμένη Βασίλισσα του Χιονιού. (Της χαρίζει όμως μια καταπληκτική «ταινία μέσα στην ταινία», με ένα υπέρτατο ασπρόμαυρο που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί μόνο ο Παβλικόφσκι κι ο Κουαρόν, μπορούν κι άλλοι, λιγότερο προβεβλημένοι).
Είναι τέλεια ταινία; Όχι – και δεν θα έπρεπε να με ρωτάς κριτικέ εαυτέ μια τόσο πεζόλογη ερώτηση. Θωρεί όμως ένα υπερπέραν, άλλοτε sci-fi διαλειμμάτων κι άλλοτε, πέρα και πάνω από όλα, υπερ-χρονικής εποπτείας μιας ιστορίας: Ενός τόπου που δεν θα τα καταφέρει ποτέ (μήπως άλλοι θα τα καταφέρουν;), ενός ανθρώπου που μοιάζει να ποθεί να συγκεράσει, να εξηγήσει, να ανταποκριθεί, να ολοκληρώσει -στο ενδιάμεσο και να απολαύσει – εντός του χρόνου μιας ζωής. Μιας συνείδησης που υφίσταται σε «προυστική» εντέλεια, επιχειρώντας ακατάπαυστα να συγχρονίζεται με τις ώρες μιας ζωής («πάντα οι ώρες»), μιας συνείδησης που παρά την συγκλονιστική της προσπάθεια ίσως τελικά να καταπίνεται από μια απαισιοδοξία σπαρακτική – ακόμα περισσότερο επειδή την «διασκεδάζει» όσο μπορεί. Ελπίζεις, έστω, ο Σερεμπρένικοφ να βαστάει γερά σε σχέση με τις διατυπώσεις του «Πυρετού» του.