Ναπολέων
Napoleon
Aφηγηματικά αποσπασματικό, τονικά ανισόρροπο - σαν τον ήρωά του;- και στηριγμένο σε ένα αναιμικό σενάριο, το φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ «ζωντανεύει» μόνο σε όσες σκηνές επιχειρείται ένας κωμικός ρεβιζιονισμός, στα πρότυπα της «Ευνοούμενης» ή της σειράς «The Great».
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ αφηγητής δεν υπήρξε ποτέ του. Μόνο όταν το σενάριο που έχει στα χέρια του υπαγορεύει την αφήγηση, φέρει και η ταινία του την αντίστοιχη αρετή. Περισσότερο τον μέλλει το χτίσιμο ενός συμπαγούς και πειστικού φιλμικού σύμπαντος – η καλλιτεχνική διεύθυνση, για τους πολέμιούς του. Το αυτό ισχύει και για το περιεχόμενο της ταινίας. Αν υφίσταται κάτι πέρα από την εξυπηρέτηση του είδους κι αν η κεντρική ιδέα υπαγορεύεται από το σενάριο, καλώς, σε διαφορετική περίπτωση δεν είναι εκείνος που θα την εντοπίσει ή θα την επιβάλλει.
Αυτά ως εισαγωγή, για να αναφέρουμε και να εξηγήσουμε άμεσα ότι το πρόβλημα του Ναπολέοντα ξεκινά από το σενάριο, που συγκροτείται από αποσπάσματα του βίου και της πολιτείας του αυτοκράτορα, χωρίς να υφίσταται μια ουσιώδης κεντρική ιδέα, πέρα από εκείνη της παράταξης δραματοποιημένων γεγονότων. Ακριβώς λόγω αυτής της δημιουργική επιλογής, καταλαβαίνεις τις (πολλές) ενστάσεις των ιστορικών. Ναι, το σινεμά οφείλει πίστη στη δική του αλήθεια και όχι στην ιστορική, μα όταν πλασάρεται ως ιστορική αναπαράσταση, εύλογα μένει έκθετο σε κατηγορίες περί παραχάραξης.
Επίσης, εξαιρουμένων των πρώτων δημιουργιών του, ο Βρετανός δημιουργός διαπρέπει όχι όταν κυριολεκτεί, μα όταν υπονομεύει τη δράση, προσθέτοντας ένα camp, ειρωνικό στοιχείο – για τους λάτρεις της προσωποκεντρικής, ψυχολογικής ή μάλλον ψυχογραφικής ερμηνείας του σινεμά, αυτό εντοπίζεται και στις ενίοτε απολαυστικές, αφιλτράριστες δηλώσεις του. Όχι τυχαία, η ταινία του «ζωντανεύει» σε όσες σκηνές κυριαρχεί αυτό το στοιχείο και , μοιραία, εύχεσαι να είχε υιοθετηθεί μια πλήρως αναθεωρητική, σατιρική προσέγγιση του χαρακτήρα και των πεπραγμένων του, κοντά σε εκείνη της «Ευνοούμενης» ή της σειράς «The Great», για να πάρετε μια ιδέα- ήδη η ατάκα με τα παϊδάκια έχει γίνει viral.
Έλα, όμως, που Σκοτ είναι (και) ένας …στρατηλάτης της μεγάλης οθόνης. Λίγα πράγματα αγαπά όσο το στήσιμο ενός set-piece μάχης, με την ανάδειξη της δομής της και του μεγέθους της. Κι ακριβώς επειδή το αγαπά στα όρια του φετιχισμού και το σέβεται, εκεί το ύφος σοβαρεύει, θα μπορούσες να υποστηρίξεις ότι ο «Ναπολέων» μεταμορφώνεται σε άλλη ταινία. Το επικό κρεσέντο επιτυγχάνεται στη μάχη του Άουστερλιτς, όπου με εντυπωσιακή σαφήνεια και εικαστική έμπνευση αντιλαμβανόμαστε τον φόρο αίματος που πληρώθηκε. Τα πράγματα γίνονται λίγο πιο συμβατικά στο Βατερλώ, μα αν αναλογιστείς ότι αυτό που βλέπεις στην οθόνη είναι προϊόν ενός 86χρονου δημιουργού και ότι άνθρωποι με τα μισά του χρόνια και ακόμα μεγαλύτερους προϋπολογισμούς δεν διαθέτουν ίχνος επικής στόφας και αφήνονται στους τεχνικούς των οπτικών εφέ για να καλύψουν (ανεπιτυχώς) την απουσία της, ε δεν μπορείς παρά να χειροκροτήσεις.
Με τούτα και με κείνα, το τελικό αποτέλεσμα είναι αφηγηματικά αποσπασματικό, δίχως θεματική σπονδυλική στήλη, τονικά ανισόρροπο – σαν τον ήρωα ίσως;- και αφήνει ξεκρέμαστο τον πρωταγωνιστή του, Χοακίν Φίνιξ, που παλεύει πολύ για να χτίσει χαρακτήρα και να πληρώσει τις ελλείψεις του σεναρίου. Χάνεται και η ευκαιρία ενός διακινηματογραφικού εμπλουτισμού του θεάματος με το casting του ηθοποιού. Βλέπεις, ο Φίνιξ ήταν ο Κόμμοδος του «Μονομάχου», ένας άλλος αριβίστας που κυνήγησε λυσσαλέα την εξουσία και πάτησε επί πτωμάτων για να την κατακτήσει και να τη διατηρήσει. Η μορφή του Φίνιξ θα μπορούσε να συνδέσει με μια ευθεία γραμμή τους δύο χαρακτήρες, συνθέτοντας μια μομφή προς τον εκφυλισμό των ανθρωπίνων αξίων, τη διαφθορά, την απληστία και την κατάχρηση εξουσίας από μια ηγεσία που, διαχρονικά, μόνο χαρισματική δεν υπήρξε. Αυτό, όμως, θα απαιτούσε μια ανάλογη δημιουργική γραμμή και τους κατάλληλους παραλληλισμούς – μια άλλη ταινία από αυτή που είδαμε, δηλαδή. Ως έχουν τα πράγματα, υποθέτουμε ότι για ακόμα μια φορά στη φιλμογραφία του Ρίντλεϊ Σκοτ το «director’s cut» θα προκύψει μια «πολύ καλύτερη ταινία», μα φοβόμαστε ότι μόνο σε βελτίωση κάποιων αφηγηματικών ελλείψεων και αρρυθμιών μπορούμε να ελπίζουμε.