Άκουσέ με
Listen
Καλόψυχο δράμα που ισχυρίζεται πως όλοι διαθέτουμε ενδιάθετο φρόνημα καλοσύνης και στηρίζει πολλά σε δυο (πολύ) κινηματογραφικές ερμηνείες.
Η φωτογενής, ανερχόμενη Ευθαλία Παπακώστα υποδύεται μια κωφή έφηβη στο «Άκουσέ με» της Μαρίας Ντούζα. Υπάρχει ζήτημα συμπερίληψης, υπό την έννοια ότι αυτούς τους ρόλους θα έπρεπε να τους υποδύονται αποκλειστικά κωφοί ηθοποιοί; Ίσως, αλλά με το αντεπιχείρημα ότι η υποκριτική ταυτίζεται με την ερμηνεία ενός άλλου προσώπου από πλευράς του ηθοποιού – άρα δεν επαναπροσδιορίζουμε, αλλά καταργούμε την ουσία της υποκριτικής, θέτοντας σχετικούς περιορισμούς, έστω και στο όνομα ευγενών προθέσεων. Είναι, όμως, αυτή μια συζήτηση που αφορά μια κινηματογραφική κριτική; Για τον υπογράφοντα όχι, πρόκειται για ζήτημα εξωκινηματογραφικό που αφορά κυρίως τη βιομηχανία, τον τρόπο που λειτουργεί και τις ευκαιρίες που γεννά για τους εργαζομένους της, και λιγότερο τον θεατή που θα μπει στην αίθουσα για να παρακολουθήσει την ταινία. Και όταν η ερμηνεία είναι τόσο καλή, δε, ο τελευταίος μάλλον δεν έχει (κινηματογραφικό) λόγο για να παραπονεθεί.
Επί του κινηματογραφικού σκέλους, λοιπόν, στο φιλμ η κεντρική ηρωίδα αναγκάζεται να αφήσει πίσω της το Σχολείο Κωφών στην Αθήνα και να μετακομίσει στην επαρχία, όπου θα έρθει αντιμέτωπη τόσο με τις προκαταλήψεις του κόσμου γύρω της και των οικείων της, όσο και με τις δικές της. Το «Άκουσε με» του τίτλου δεδομένα αναφέρεται σε μια άλλου τύπου ακοή, στην ανάπτυξη μιας ενσυναισθητικής στάσης, στο άκουσμα του ενδιάθετου φρονήματος καλοσύνης που η δημιουργός θεωρεί πώς όλοι έχουμε, μα επιλέγουμε να αγνοήσουμε και συνήθως (επανα)προσεγγίζουμε μέσω της εμπειρίας και της καλλιέργειας της θέλησης για επικοινωνία.
Πρόκειται, ασφαλώς, για καλόψυχη δημιουργία, έχει και δύο πολύ κινηματογραφικές ερμηνείες ως ατού, τόσο αυτή της πρωταγωνίστριας, όσο κι εκείνη του Γιώργου Πυρπασόπουλου, που ποτέ δεν έχεις ξαναδεί τόσο μετρημένο στο πανί. Υπάρχει μια αμηχανία στις σκηνές καβγάδων, μια επανάληψη στις δραματικές συγκρούσεις και τόσο δραματικά απρόππτα σωρευμένα που, όσο περνά η ώρα, νιώθεις σαν να παρακολουθείς τη σύνοψη μιας ολόκληρης σεζόν (προσεγμένης) δραματικής σειράς, θα τα συγχωρέσεις, όμως, χάρη σε ένα φινάλε που συνοψίζει και υπογραμμίζει με τρυφερότητα και βέρα ελληνικότητα – ένας χορός γύρω από τη φωτιά- τα θέματα και τα μηνύματα της ταινίας.