Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης
Beetlejuice Beetlejuice
Ο αγαπημένος δημιουργός εξαπολύει ασταμάτητα ιδέες στο πανί, άλλες ιδιοφυείς, άλλες σαχλές, άλλες ιδιοφυώς σαχλές, όλες στην υπηρεσία ενός διασκεδαστικού φιλμικού roller-coaster που θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Σκαθαροζούμης.
Ο Τιμ Μπέρτον έχει πέσει θύμα μιας μεγάλης παρεξήγησης. Όχι, δεν αναφερόμαστε στην προφορά του ονόματός του. Για την ιστορία, προφέρεται Μπέρτον και όχι Μπάρτον, αλλά στον τόπο μας τον αποκαλούμε από τις αρχές της καριέρας του Μπάρτον - θεμιτοί οι ισχυρισμοί περί εθιμικής καθιέρωσης αυτής της προφοράς ως ορθής, θα επιλέξουμε το Μπέρτον για τις ανάγκες της παρούσας, μην βαράτε και μην πυροβολείτε τον πιανίστα.
Αναφερόμαστε στην κατηγοριοποίησή του από μεγάλη μερίδα του κοινού και της κριτικής ως παραμυθά. Ναι, τα πλασματάκια που σουλατσάρουν στο σύμπαν του είναι βγαλμένα από τα παραμύθια. Ναι, δανείζεται μοτίβα και ιδέες από τα παραμύθια. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει παραμύθι χωρίς αφήγηση, είναι conditio sine qua non. Και ο Τιμ Μπέρτον δεν υπήρξε ποτέ του αφηγητής, θα βρεις (καλή) τέτοια στις ταινίες του μόνο όταν υπαγορεύεται από το σενάριο - το «Sleepy Hollow» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αντίθετα, παραμένει ένας υπερδραστήριος, ευφάνταστος, ερεθισμένος έφηβος που θα πλάσει ένα δικό του κόσμο και μετά θα σε πάρει από το χέρι για να σε ξεναγήσει σε αυτόν και να θαυμάσεις όσα έφτιαξε, παρουσιάζοντάς τα με την σπιρτάδα και τα τερτίπια ενός κομπέρ.
Τα παράπονα περί χαοτικής αφήγησης και ανερμάτιστης δραματουργίας, δηλαδή οι βασικές κατηγορίες κοινού και κριτικής για τις ταινίες του κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα, θα τα ακούσετε κι αν ανατρέξετε στις κριτικές του «Μπάτμαν» ή του πρώτου «Σκαθαροζούμη». Διάολε, αν ξαναδείτε εκείνες τις ταινίες, θα διαπιστώσετε ότι η αφήγηση είναι το τελευταίο πράγμα που τον μέλλει. Κι αυτό το χαρακτηριστικό του δεν αλλάζει στην περίπτωση του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη», που μοιάζει να πήρε όλες τις ιδέες που έπεσαν στο τραπέζι για πιθανό sequel της ταινίας και να τις έβαλε μέσα. Η αφήγηση είναι χαοτική, σεναριακά threads ανοίγουν και κλείνουν βιαστικά, χαρακτήρες εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται τυχαία και τίποτα δεν μοιάζει να έχει δραματική βαρύτητα.
Αλλά και τίποτα από όλα τα παραπάνω, που κάποιοι θα λογαριάσουν για μειονεκτήματα, δεν έχει σημασία. Γιατί ο δημιουργός αφήνει και πάλι τη φαντασία του να καλπάσει, εξαπολύει διαρκώς ιδέες στο πανί, άλλες ιδιοφυείς, άλλες σαχλές, άλλες ιδιοφυώς σαχλές, όλες στην υπηρεσία ενός διασκεδαστικού φιλμικού roller-coaster που θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Σκαθαροζούμης. Θα δεις ολόκληρο flashback με τον τρόπο του Μπάβα, θα δεις τη Μπελούτσι σε σκωπτικό υπερτονισμό της sex symbol εικόνας της, θα δεις και ένα σαρδόνιο αστείο σε βάρος των influencers, που έχει ακόμα μεγαλύτερη πλάκα αν τύχει να παρακολουθήσεις την ταινία σε μια αίθουσα γεμάτη από τέτοιους, όπως στη δική μας προβολή.
Eυτυχώς μέσα στην ταινία συμβαίνουν τόσα πολλά, που αίρεται ο καταλογισμός όσων (μικρο)spoilers διαπράξαμε. Και όλα τίθενται στην υπηρεσία μιας αβαρούς βόλτας στο μπερτονικό σύμπαν, την οποία προσπαθούν να κάνουν όσο πιο διασκεδαστική γίνεται και οι συμμετέχοντες μπροστά από τον φακό. Η φωνή του Μάικλ Κίτον έχει βαρύνει, αλλά η ενέργεια παραμένει ανεξάντλητη, η Γουινόνα Ράιντερ επικαλείται μια γουντιαλενική περσόνα, η Τζένα Ορτέγκα δανείζεται λίγη από την ανεπιτήδευτη βαριεστιμάρα της Wednesday, η Κάθριν Ο’ Χάρα κάτι από τους ειρωνικούς αφορισμούς του χαρακτήρα της στο «Shitt$ Creek», ενώ o Mπερν Γκόρμαν, που μας έκοψε τη χολή στο «Watcher», είναι ο κρυφός κωμικός MVP της ταινίας.
Τέλος, αν και πρόκειται για legacy sequel στα χαρτιά, στην πράξη τραβάει τον δικό του δρόμο, προς μεγάλη μας ευχαρίστηση. Έχει, ασφαλώς, αναφορές στο πρωτότυπο, αλλά στέκονται αφορμή για νέες ιδέες. Η συγκυρία που φέρνει την ταινία στις εγχώριες αίθουσες μια εβδομάδα μετά το ευπρεπές, μα πεισματικά δευτερογενές «Alien: Romulus» λειτουργεί ευεργετικά γι αυτή, κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει πιο φρέσκο.
Κι αφού δεν θα ξεφορτωθούμε σύντομα τα legacy sequels, τουλάχιστον ας ακολουθούν τη δημιουργική λογική του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη». Κι αφού δεν θα ξεφορτωθούμε σύντομα τα legacy sequels, τουλάχιστον ας ακολουθούν τη δημιουργική λογική του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη». Κι αν χρειαστεί να το γράψουμε και τρίτη φορά για να συμβεί, θα το κάνουμε.