Πώς ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι υπέγραψε με τον «Κομφορμίστα» το αριστούργημά του - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:12
16/3

Πώς ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι υπέγραψε με τον «Κομφορμίστα» το αριστούργημά του

Σαν σήμερα, 16 Μαρτίου 1941, γεννήθηκε ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ως ελάχιστο φόρο τιμής στην καριέρα του επισημαίνουμε τον θρυλικό «Κομφορμίστα» του 1970, μία αξιόλογη πρόταση για σινεμά στο σπίτι.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, ο Μπερτολούτσι ήταν μόλις 29 ετών όταν υπέγραφε αυτό το κομψοτέχνημα που ουδέποτε στην καριέρα του μπόρεσε να ξεπεράσει. Βρισκόταν στο στάδιο ολοκλήρωσης του μοντάζ στην «Στρατηγική της Αράχνης» όταν η τότε φιλενάδα του τον έσπρωξε να διαβάσει τον «Κομφορμίστα» του Αλμπέρτο Μοράβια. «Επειδή όμως ήμουν απορροφημένος με το μοντάζ της ¨Αράχνης¨ και δεν μπορούσα να επενδύσω χρόνο στο διάβασμα, της ζήτησα να μου συνοψίσει την πλοκή του βιβλίου», ανακινεί με τη μνήμη του ο σκηνοθέτης. «Και καθώς εκείνη μου την διηγόταν, άρχισα μεμιάς να βλέπω την ταινία μπροστά μου».

Το αμέσως επόμενο πράγμα που θυμάται ο Μπερτολούτσι είναι να επεξεργάζεται σε χαρτί τις σκέψεις του για το πώς θα μπορούσε να μετατραπεί σε ταινία το βιβλίο που φρόντισε εν τω μεταξύ να ξεκοκκαλίσει. Η συγγραφή οδήγησε πολύ γρήγορα σε ένα σενάριο, το πρώτο που έγραφε εντελώς μόνος, το οποίο έμελλε να μεταφερθεί χωρίς ουσιαστικές επεμβάσεις στην οθόνη, εκτός από μία βασική τροποποίηση: στην διάρκεια των γυρισμάτων του φιλμ, ο Μπερτολούτσι αποφάσισε να ανταλλάξει το ξεκάθαρο φινάλε που πρόσφερε ο συγγραφέας, με μια δικής του επινόησης κορύφωση που τόνιζε ακόμη περισσότερο σε αμφισημία την ταινία και τον ήρωά της.

«Είπα του Αλμπέρτο Μοράβια ότι για να μπορέσω να μείνω πιστός στο βιβλίο του, θα χρειαζόταν να το προδώσω. Κι εκείνος συμφώνησε μαζί μου».

«Είπα του Μοράβια ότι για να μπορέσω να μείνω πιστός στο βιβλίο του, θα χρειαζόταν να το προδώσω», ομολογεί ο Ιταλός δημιουργός. «Κι εκείνος συμφώνησε μαζί μου. Στην κατακλείδα του μυθιστορήματος βρίσκουμε τον ήρωα να γαζώνεται με την οικογένειά του από τις σφαίρες ενός αεροπλάνου- ένα φινάλε που μου φάνηκε πολύ μοραλιστικό, σαν να υπονοούσε ότι παρενέβη από το πουθενά το χέρι του Θεού προκειμένου να τιμωρήσει τον αμαρτωλό. Γι’ αυτό προτίμησα να το αντικαταστήσω με μια σκηνή, στη διάρκεια της οποίας ο ήρωας αντιμετωπίζει κατάματα το παρελθόν από το οποίο νόμιζε πως είχε απαλλαγεί, την ώρα που όλοι γύρω του πανηγυρίζουν την πτώση του φασισμού. Και συνειδητοποιεί για πρώτη, ίσως, φορά εκείνη την ώρα ποιος πραγματικά είναι. Όταν ο Μοράβια είδε την ταινία ολοκληρωμένη μου είπε ότι τον ευχαρίστησε πολύ το τέλος της και πως, μαζί με την ¨Περιφρόνηση¨ του Γκοντάρ, αυτές είναι οι δυο αγαπημένες διασκευές δικού του έργου στο σινεμά». 

Τι είναι παρ’ όλα αυτά ο «Κομφορμίστας»; Είναι η τραγωδία ενός ατόμου που έχτισε ένα ηθικό κελί μέσα στο οποίο φυλάκισε για πάντα τον εαυτό του. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δέχτηκε ευχαρίστως να απολέσει τα ατομικά του χαρακτηριστικά, να ενσωματωθεί με την ανωνυμία του όχλου, προκειμένου να μην μοιάζει σε κανέναν πια διαφορετικός. Ένα τραυματικό ερωτικό συμβάν από την παιδική του ηλικία, που πιθανόν να αποκάλυψε μια απωθημένη πτυχή της σεξουαλικότητάς του, ένας παράφρονας πατέρας ο οποίος νοσηλεύεται σε ψυχιατρικό ίδρυμα και μια μητέρα χαλαρών ηθών τον έσπρωξαν να συντηρεί από νεαρός την ψευδαίσθηση ότι απέχει μακράν από τους «κανονικούς» ανθρώπους που κινούνται γύρω του. Σε μια προσπάθεια να αποτινάξει αυτή την δυσβάσταχτη ενοχή από επάνω του, ο Μαρτσέλο Κλέριτσι (τον οποίο υποδύεται στην ερμηνεία της ζωής του ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν) υποβάλλει σταδιακά τον εαυτό του σε μια διαδικασία οικειοθελούς αυταπάρνησης. Παντρεύεται μια όμορφη αλλά παντελώς ρηχή μεσοαστή, εισχωρεί στο εσωτερικό του κυβερνώντος μουσολινικού καθεστώτος, στρατολογείται από την μυστική αστυνομία και γίνεται άβουλο όργανο των σκοτεινών μηχανισμών του κράτους.

Ως αντάλλαγμα της φυσιολογικής ζωής που εύχεται, θα χρειαστεί να σκοτώσει. Στην διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού του στην Ρώμη, μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές κουβαλά κι ένα πιστόλι το οποίο οφείλει να χρησιμοποιήσει ενάντια σε έναν παλιό καθηγητή του. Η διαδρομή που πραγματοποιεί δίνεται μέσα από μια σύνθετη, συνειρμική αφήγηση που εκτυλίσσεται επί οθόνης σε φλασμπάκ, καθώς ο ήρωας διασχίζει με ένα αυτοκίνητο την χιονισμένη Γαλλική επαρχία, καθ’ οδόν για να δολοφονήσει τον πνευματικό μέντορά του. Μόνο που, στο πέρας αυτής της διαδρομής, ο δυσπρόσιτος Μαρτσέλο θα συνειδητοποιήσει ότι η έννοια του φυσιολογικού αποτελεί τελικά μια χίμαιρα, ένα αστείο μπροστά σε έναν κόσμο που κυβερνάται από δυνάμεις του κακού, του απρόοπτου και του διφορούμενου.

Ιδωμένος μέσα από την αποστομωτική κάμερα του σκηνοθέτη, ο «Κομφορμίστας» ταξιδεύει εκ πρώτης όψεως στο σκοτεινό φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας με τον ίδιο τρόπο που το επιχειρούσε η προηγούμενη δημιουργία του Μπερτολούτσι: γλιστρώντας χωροχρονικά την διήγηση, ενώνοντας το ατομικό με το συλλογικό και προσεγγίζοντας την σχέση του κεντρικού ήρωα με τον χαμένο πατέρα του μέσα από μια ψυχαναλυτική ματιά. Αντίθετα όμως με την «Στρατηγική της Αράχνης» την οποία χαρακτήριζε μια πιο νατουραλιστική τεχνοτροπία, ο «Κομφορμίστας» έπαιρνε τις στιλιστικές αντιλήψεις του Μπερτολούτσι και τις ανήγαγε σε ένα μεγαλειώδες σινεμά, με την καταλυτική, ασφαλώς, συνδρομή του Βιτόριο Στοράρο.

Ο «Κομφορμίστας» είναι η τραγωδία ενός ατόμου που έχτισε ένα ηθικό κελί μέσα στο οποίο φυλάκισε για πάντα τον εαυτό του.

Υιοθετώντας μια διαλεκτική αντίληψη στην διεύθυνση της φωτογραφίας, ο Στοράρο επεμβαίνει παντού για να μετατρέψει κάθε χώρο, κάθε δρόμο και στενό, κάθε δωμάτιο σε ένα περιβάλλον απίστευτης ομορφιάς, έστω κι αν πίσω του καιροφυλακτεί πάντα η παρακμή και η νοσηρότητα: Ένα ένδοξο ηλιοβασίλεμα έξω από το παράθυρο ενός τρένου που ταξιδεύει, οι δρόμοι της Ρώμης πνιγμένοι στο μπλε του λυκόφωτος, το παγερό λευκό στην σκηνή όπου ο ήρωας επισκέπτεται στο άσυλο τον πατέρα του, τα παράξενα παιχνίδια που παίζει ο ήλιος μέσα από τα δέντρα στην συγκλονιστική σκηνή της δολοφονίας, οι ονειρικοί φωτισμοί στην αίθουσα όπου η Ντομινίκ Σαντά και η Στεφανία Σαντρέλι επιδίδονται στο αλησμόνητο σαπφικό τανγκό τους, τα βήματα του Μαρτσέλο που, σε όλη την διάρκεια του φιλμ, αντηχούν σε έναν μπαρόκ, art deco διάκοσμο και η ιλαροτραγική ιστορία του που ανοίγει δρόμο μέσα από αποχρώσεις μελαγχολικών απογευμάτων και εκτυφλωτικών πρωινών για να χαθεί σε μια αποθέωση του χρώματος και του φωτός την οποία σκιάζουν μόνο η σήψη και η πλήρης ανυπαρξία. Εκείνη που ο ήρωας φορά περήφανα επάνω του.

Η ομολογουμένως μεγάλη εντύπωση που προκάλεσε η ταινία βοήθησε τον δημιουργό της να ταξιδέψει γοργά έξω από τα σύνορα της χώρας του, να αποκτήσει θαυμαστές στους κύκλους σπουδαίων μετέπειτα σκηνοθετών όπως ο Κόπολα και ο Σκορσέζε, να οικειοποιηθεί ένα διεθνές κοινό που δεν τον εγκατέλειψε σχεδόν ποτέ στην καριέρα του και να φτάσει μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ, διεκδικώντας το βραβείο Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου. «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο», εξομολογείται όμως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, «με την ταινία αυτή αισθάνθηκα σαν να μεγάλωσα ξαφνικά και να ωρίμασα ως σκηνοθέτης. Οποιοδήποτε φιλμ έκανα πριν, θεωρώ ότι ήταν βγαλμένο κατευθείαν από την ζωή. Με τον "Κομφορμίστα" κατάφερα να κάνω ένα φιλμ βγαλμένο από την συνάντηση της αληθινής ζωής με το σινεμά».