Σίντνεϊ Πόλακ: Τα καλύτερά μας χρόνια - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:24
1/7

Σίντνεϊ Πόλακ: Τα καλύτερά μας χρόνια

Για μερικούς ανθρώπους του σινεμά ξέρεις πως έστω κι αν η έγκριτη απόφαση της Ιστορίας δεν τους συγκαταλέγει ανάμεσα στους κορυφαίους, για σένα στρογγυλοκάθονται στις θέσεις των επισήμων της δικής σου διαδρομής. Ο γεννημένος σαν σήμερα Σίντνεϊ Πόλακ είναι οπωσδήποτε ένας από αυτούς.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το να αγαπάς κάποιους δημιουργούς δεν χρειάζεται ούτε την συγκατάθεση της ιστορίας της Τέχνης, ούτε πολλές επισημότητες. Δεν απαιτείται δικανική ευχέρεια, ούτε βραβευτική συνηγορία. Όπως επίσης το γεγονός της ύπαρξης της τελευταίας, όπως στην περίπτωση του Πόλακ (που είναι αγαπημένος των Όσκαρ, ας πούμε), δεν χρειάζεται να μπαίνει στη συζήτηση σαν αποδεικτικό αξίας. Τους αγαπάς γιατί έχουν κάνει έργα που αγαπάς. Κι αυτό συνέβη γιατί βρήκαν την αρτηρία που οδηγεί στον χαρακτήρα σου, γιατί αποτύπωσαν ιστορίες όπως φαντάζεσαι θα το είχες κάνει εσύ.

Ο Σίντνεϊ Πόλακ είναι, προφανώς πια εδώ που έχουμε φτάσει με τόσο πρόλογο, ένας από αυτούς τους σκηνοθέτες. Που από την αρχή της σκηνοθετικής τους καριέρας (γιατί στην αρχή κι έπειτα διάσπαρτα ήταν και ωραιότατος καρατερίστας) υπήρξε ένας στέρεος σκηνοθέτης, με πολλές auteur διαστρωματώσεις (σταθερούς συνεργάτες, θεματικές και στιλιστικές επιλογές) που παρέδιδε (τουλάχιστον) ευπρεπή έργα που, συχνότατα, έφταναν και ψηλά στα εισιτήρια και μέσα στα οσκαρικά σαλόνια. Ο Πόλακ ήταν λαοφιλής δημιουργός, επώνυμα φιλελεύθερος και αρκετά πολιτικός δημιουργός και ήταν κι ένας χιουμορίστας, αρρενωπός αφηγητής που σε συνάρτηση με το ερμηνευτικό alter ego του, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, συνέστησε έναν ανδρικό ανθρωπότυπο, ανεξάρτητο, ρομαντικό και, συνήθως στο φινάλε, «ηττημένο» σε μια ζωή που όσο καλά ξέρει τα κόλπα της άλλο τόσο νομετελειακά πιάνεται από τη μύτη των επιλογών που κάνει σ’ αυτήν. Οι χαρακτήρες του Πόλακ μοιάζουν με τους χαρακτήρες του Σκορσέζε χωρίς τον εγωκεντρισμό και τις υπαρξιακές εμμονές.

Υπεύθυνοι για τον ερχομό του Πόλακ στη ζωή μας είναι ο φίλος του Τζον Φρανκενχάιμερ, που τον έφερε στο Λος Άντζελες και ο Μπαρτ Λάνκαστερ που στην ταινία του Φρανκενχάιμερ «The Young Savages» του έβαλε το μικρόβιο της σκηνοθεσίας. Αργότερα θα είχαν και μία συνεργασία στο σημαδιακό «Castle Keep» που ηττήθηκε ολοσχερώς από το «Σκοτώνουν Τ’ Άλογα Όταν Γεράσουν» της ίδιας χρονιάς (η πρώτη τεράστια σκηνοθετική επιτυχία του Πόλακ – με την Τζέιν Φόντα βέβαια) απέκτησε όμως την μακάβρια φήμη του από το ότι ήταν η ταινία που «ενέπνευσε» τα εγκλήματα του Άμιτιβιλ – που αργότερα έγιναν και το γνωστό horror.

Με τον Ρέντφορντ συναντήθηκαν στην διαβόητη σχέση τους σκηνοθέτη/πρωταγωνιστή (διότι φίλοι ήταν από αγωνιούντες ηθοποιοί την δεκαετία του ‘50) πρώτα στην δεύτερη ταινία του Πόλακ «This Property is Condemned» (ένα έργο που ανήκει σε μια υπέροχη Νάταλι Γουντ) και μετά στον «Jeremiah Johnson» του 1972 (δες περισσότερα εδώ). Το ’70 ήταν η εποχή τους. Ο Ρέντφορντ βρήκε στον Πόλακ έναν σκηνοθέτη που ήξερε να του βγάζει μια ξέγνοιαστη αρρενωπότητα, έναν ύμνο στην όψη αλλά και μια αμφίσημη διείσδυση στον ατομικιστικό ανθρωπότυπο που παλεύει να αντέξει την Αμερική του 20ού αιώνα.

Την επόμενη χρονιά έρχονται «Τα Καλύτερά μας Χρόνια», έρωτας και πολιτική στα χρόνια της χολέρας, ένας δεσμός που στιγματίζει το αμερικανικό σινεμά, μια πρόποση στο ανέφικτο και την στροφή που η αγάπη χάνει από τους εραστές της. Την επόμενη χρονιά έρχεται το «Yakuza», άλλη ατμόσφαιρα, άλλος τόνος, άλλος, αργός, ρυθμός και φοβερός Μίτσαμ βέβαια. Το ’75 ξανά Ρέντφορντ στις «Τρεις Μέρες του Κόνδορα», ορισμός του πολιτικού δράματος της εποχής, ορισμός του φιλελευθερισμού και της αισιοδοξίας πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν από την ανυποχώρητη δράση του Ατόμου και την πίστη στην 4η εξουσία. Ξεπερασμένο σήμερα, γοητευτικό έστω κι έτσι, πάντα.

Ξανά διάλειμμα μιας ταινίας με άλλον πρωταγωνιστή, το «Bobby Deerfield»  με τον Αλ Πατσίνο, ατυχές εντελώς σαν εγχείρημα στο ρομαντικό δράμα (εδώ ήθελες Ρέντφορντ), στιγμάτισε άδοξα την χαρακτηριστική του δεκαετία – και βύθισε και τον Πατσίνο σ’ ένα μεσονύκτιο που θα έκανε δέκα χρόνια να βγει. Ωστόσο, run for cover,  έπειτα, Ρέντφορντ και Φόντα μαζί στον «Ηλεκτρικό Καβαλάρη» (1979) σε μια παράξενη ταινία, που καλύτερα να επεσήμαινες την παρακμή του ’70 και την θνησιγενή φυγή στην καθαρότητα της αμερικανικής φύσης, δεν θα μπορούσες. Ελαττωματικό και γοητευτικό πλήρως – και οπωσδήποτε ακρογωνιαίος λίθος στη λογική Ρέντφορντ που, σκηνοθετικά, θα άνοιγε τα φτερά της ήδη από την επόμενη χρονιά.

Το ’80 ήταν η δεκαετία της μεγάλης επιτυχίας, του επιστεγάσματος. «Τούτσι» το ’82, μνημειώδεις καυγάδες με τον Ντάστιν Χόφμαν, επιστροφή μετά από επιμονή του Χόφμαν στην ηθοποιία (για τον ρόλο του ατζέντη), αλλά 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ και αν δεν ήταν ο «Ε.Τ» ο τίτλος της εμπορικότερης ταινίας του 1982. Το ’85 είναι η χρονιά του «Πέρα από την Αφρική», 11 υποψηφιότητες, 7 νίκες μεταξύ των οποίων Ταινία-Σκηνοθεσία, οι αρνητές του σινεμά αυτού ωρύονται ενάντια, το ερώτημα παραμένει γιατί οι αρνητές του σινεμά αυτού ασχολούνται με αυτό που δεν τους απασχολεί. Ρέντφορντ-Στριπ είναι από τα ωραιότερα ζευγάρια που είδε ποτέ το Χόλιγουντ – σύνηθες πάντως αυτό παρουσία Ρέντφορντ – κι ένα βασικός λίθος στο οικοδόμημα του ανδρικού χαρακτήρα από το δίδυμο θα είναι πάντα στη θέση του.

Το 1990 κι αφού στο μεταξύ ο Πόλακ εκτελεί όλο και πιο αυξημένα χρέη παραγωγού και player της βιομηχανίας, έρχεται η «Αβάνα», ξεχασμένη εντελώς σήμερα, κριτικά εξοντωμένη στην εποχή της και πελώρια οικονομική βόμβα σε σχέση με την πανάκριβη παραγωγή της. Ωστόσο, ειδική μνεία, καθότι τυγχάνει μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του υπογράφοντος. Μνημείο ρομαντισμού του διδύμου, ξαναγραμμένη «Καζαμπλάνκα» αλλά με σταθερότερα, βαθύτερα κίνητρα, περιγραφή ενός ανδρισμού ολότελα μυθοποιημένου φυσικά αλλά με υλικά που πέρα από τον γιγάντιο ιστορικό καμβά της ταινίας (η Κούβα του ’58) δεν είναι παρά μια αίσθηση τιμής, μια άρνηση του Εγώ, μια υπέροχη ηττοπάθεια που κατά συρροή ο Ρέντφορντ προσωποποίησε στο σινεμά.

Η αποτυχία ήταν πάντως καταιγιστική και οι φίλοι παρέμειναν φίλοι αλλά είπαν «ας μην ξανασυνεργαστούμε» αφού ο ένας θέλει περισσότερο ρομαντικό δράμα (Πόλακ) κι ο άλλος περισσότερο ριζοσπαστικό πολιτικό δράμα (Ρέντφορντ). Επτά ταινίες όμως, ευγνώμονες παραμένουμε.

Χωρίς τον Ρέντφορντ ο Πόλακ στράφηκε στον Τομ Κρουζ, το παιδί-χρυσωρυχείο που τον επανέφερε με την «Φίρμα» στις μεγάλες επιτυχίες, ωραίο θρίλερ που ορίζει μια εποχή, η αιχμή λείπει αλλά αντικαθίσταται με την αρχοντιά της φιλμοκατασκευής. Ο Πόλακ ξέρει τόσο σινεμά και είναι τόσο άνετος σε χειρισμούς προϋπολογισμών, σταρ, προσδοκιών και ευπρέπειας που αυτομάτως ανήκε πια στη λέσχη «της χαράς και της τύχης» μεγάλων του παρελθόντος όπως ο Μάνκιεβιτς (διαβάστε εδώ), ο Στίβενς και ο επίσης σαν σήμερα γεννημένος Γουάιλερ  - αφιέρωμα εδώ. Οι υπολειπόμενες ταινίες πάντως, ένα ριμέικ της «Σαμπρίνα», το «Random Hearts» και, καλύτερα, το κύκνειο άσμα του στην «Διερμηνέα» (2005) έδειχναν μια (απολαυστική) κούραση.

Ο Πόλακ υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια και μεγαλοπαραγωγός («Fabulous Baker Boys», «Λογική κι Ευαισθησία», «Ένας Ήσυχος Αμερικάνος», «Ο Ταλαντούχος Κος Ρίπλεϊ», «Μάικλ Κλέιτον») τέλειας αίσθησης του σφυγμού και της ενάρετης επιτυχίας, ενώ βέβαια υπήρξε και προικισμένος καρατερίστας («Παντρεμένα Ζευγάρια», «Μάτια Ερμητικά Κλειστά»).

Έκδηλα αγαπημένος ο Σίντνεϊ Πόλακ, που έφυγε από κοντά μας, σχετικά πρόωρα, το 2008, αφήνοντας ίσως όχι τόσο ένα ευρέως εννοούμενο «κενό», όσο εκείνη την πικρή αίσθηση πως ένα ολόπλευρος δημιουργός συγκεκριμένης κοπής που μας ανέθρεψε, δεν θα ήταν πια εδώ κλειδώνοντας μια από τις πόρτες των κινηματογραφικών μας αναμνήσεων.