«Πληρώσατε το γα**μένο εισιτήριο! Δικαιούστε μια ιστορία της προκοπής!»: Μια συνέντευξη με τον Κουέντιν Ταραντίνο - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:14
27/3

«Πληρώσατε το γα**μένο εισιτήριο! Δικαιούστε μια ιστορία της προκοπής!»: Μια συνέντευξη με τον Κουέντιν Ταραντίνο

Ο Κουέντιν Ταραντίνο γίνεται σήμερα 61 ετών και το cinemagazine κερνάει για τα γενέθλιά του αποσπάσματα από δύο αποκλειστικές συνεντεύξεις που ο δημοφιλής σκηνοθέτης είχε παραχωρήσει παλιότερα στον Λουκά Κατσίκα.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Η ερώτηση θα σας φανεί περίεργη, όμως έχετε κινδυνέψει ποτέ για να δείτε μια ταινία; 

Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Δεν έχω κινδυνέψει, αλλά θα μπορούσα. Όταν ήμουν μικρός έβλεπα ολομόναχος αρκετές ταινίες σε κάτι κακόφημες αίθουσες που μάζευαν την πιο ύποπτη πελατεία και στις οποίες συχνά γίνονταν φασαρίες. Δεν είδα ποτέ να συμβαίνει κάτι σοβαρό, πάντως. Αυτό που θα μου φαινόταν εκπληκτικό, όμως, θα ήταν η εμπειρία του να επισκέπτεσαι μια γνήσια grindhouse αίθουσα στα seventies, τον καιρό που αυτές μεσουρανούσαν στο Ντιτρόιτ, το Σικάγο, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες.  

Επρόκειτο ως επί το πλείστον για παλιά θέατρα ή μιούζικ χολ της δεκαετίας του ’20 και του’ 30, των οποίων οι ένδοξες μέρες είχαν περάσει και χρησίμευαν στο να προβάλλουν κάθε κινηματογραφικό κατακάθι που μπορούσες να συναντήσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις σάλες ήταν ετοιμόρροπες ή σε άθλια κατάσταση. Οι ταπετσαρίες τους είχαν φθαρεί, τα χρώματα στους τοίχους είχαν ξεφτίσει, ποντίκια κυκλοφορούσαν τακτικά ανάμεσα στα καθίσματα, τα πατώματα ήταν βρώμικα, σκουπίδια βρίσκονταν αφημένα παντού. Σε αυτές τις αίθουσες που λειτουργούσαν ολημερίς και ολονυχτίς έβρισκε καταφύγιο κάθε καρυδιάς καρύδι. Οποιοσδήποτε μπορούσε να περάσει τη μέρα και συχνά τη νύχτα του εκεί.  

Και βέβαια μερικές από τις αίθουσες αυτές ήταν όντως πολύ επικίνδυνες. Ιδίως τα σινεμά στα οποία οι προβολές συνεχίζονταν όλο το βράδυ και η σάλα δεν έκλεινε, παρά μόνο για λίγες ώρες ανάμεσα στα ξημερώματα και τις πρώτες ώρες της επόμενης μέρας. Εκεί λοιπόν έβρισκαν ευκαιρία να τρυπώσουν άστεγοι, κάθε λογής αλήτες, πουτάνες που έδιναν ραντεβού με τον νταβατζή τους, βαποράκια, ανώμαλοι, αρχηγοί συμμοριών που έκαναν τις δοσοληψίες τους στα σκοτεινά, μικροκακοποιοί που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το κυνήγι της αστυνομίας.  

Ένας συνετός θεατής που ήθελε σώνει και καλά να δει μια ταινία σε αυτά τα σινεμά, θα αγόραζε λογικά εισιτήριο για κάποια από τις απογευματινές προβολές, όπου τα πράγματα ήταν σαφώς πιο ασφαλή και λιγότερο ύποπτα. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπήρχε κάτι το τρομερά συναρπαστικό σε εκείνες τις βραδινές, μεταμεσονύκτιες προβολές. Μια απίστευτη ένταση και μια αγωνία: για το αν θα καταφέρεις να την βγάλεις καθαρή εκεί μέσα μέχρι να τελειώσει το φιλμ που είχες πάει να δεις. Ή θα βρισκόσουν με κανένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη.  

Πολλές φορές από την άλλη, το γεγονός ότι η πελατεία του συγκεκριμένου σινεμά είχε να κάνει με θαμώνες βγαλμένους κυριολεκτικά από τον υπόκοσμο προσέδιδε μια επιπλέον γοητεία στα επί οθόνης δρώμενα. Έβλεπες για παράδειγμα μια αστυνομική ταινιούλα με πόρνες και παρανόμους και δίπλα σου μπορεί να κάθονταν ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι. Ένιωθες επιπλέον και λίγο περήφανος συχνάζοντας σε αυτά τα σινεμά. Διότι αν δεν τύχαινε να δειλιάσεις και έμενες στην προβολή μέχρι τέλους, σήμαινε ότι ήσουν διατεθειμένος να ρισκάρεις ακόμη και την ζωή σου για να δεις μια ταινία. Πόσοι σημερινοί θεατές είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο; Πόσοι είναι αποφασισμένοι να ισχυριστούν ότι αγαπούν το σινεμά μέχρι θανάτου; (γέλια) 

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επιχειρήσει κανείς έναν πετυχημένο φόρο τιμής σε ένα είδος ταινιών το οποίο αγαπά; Είτε αυτό είναι μια ταινία πολεμικών τεχνών όπως το «Kill Bill», είτε ένα αστυνομικό b movie σαν το «Reservoir Dogs» είτε ένα πολεμικό φιλμ όπως το «Inglourious Basterds»; 

Ο καλύτερος τρόπος είναι πρωτίστως να σέβεσαι το κινηματογραφικό είδος το οποίο επικαλείσαι. Να σου αρέσει πραγματικά. Λατρεύω τα είδη με τα οποία έχω ασχοληθεί. Οποιοσδήποτε ρίξει μια ματιά στην δουλειά μου θα καταλάβει φυσικά ότι μου αρέσουν τα σπαγγέτι γουέστερν και οι exploitation ταινίες και τα κουνγκ φου κλπ, κλπ. Φροντίζω να έχω, όμως, πάντα μια σαφώς πιο διαφορετική ατζέντα από εκείνη που είχαν τα φιλμ στα οποία αναφέρομαι. Το κίνητρο είναι διαφορετικό, η ματιά είναι διαφορετική. Δεν με ενδιαφέρει να μιμηθώ κάτι. Με ενδιαφέρει να μεταφράσω αυτό που αγαπώ σε κάτι που να είναι εντελώς δικό μου. 

Πόσοι σημερινοί θεατές θα ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν και τη ζωή τους ακόμα για να δουν μια ταινία;

Κάθε ταινία με την οποία καταπιάνεστε επιβεβαιώνει, πάντως, την ικανότητα που έχετε στο να συσχετίζετε τα πλέον διαφορετικά πράγματα. 

Ακούστε να σας πω. Μπορώ να κάνω οτιδήποτε. Μπορώ να συνδυάσω όσα διαφορετικά κινηματογραφικά είδη και φιλμικές τεχνικές θέλετε, με τον ίδιο τρόπο που μπορώ και εναλλάσσω ένα έγχρωμο με ένα ασπρόμαυρο πλάνο. Τα πάντα όμως, να ξέρετε, ξεκινούν από το σενάριο. Αν το σενάριο δεν επαρκεί, η ταινία δεν επαρκεί. Όταν η ιστορία που έχεις στα χέρια σου δεν είναι καλή, τότε όσα τρικ κι αν επιστρατεύσεις, δεν φτάνουν να σου εξασφαλίσουν αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Αν η ταινία πρόκειται να μείνει αξέχαστη, θα συμβεί από τη δουλειά που έχεις πρωτίστως κάνει στη σελίδα.  

Ένα πράγμα για το οποίο είμαι περήφανος σε ότι αφορά το γράψιμό μου είναι το γεγονός ότι, ενώ παιχνιδίζω με την δομή του σεναρίου, δεν αστειεύομαι καθόλου με την ιστορία που θα διηγηθώ. Και ξέρω ότι είμαι πάρα πολύ καλός στο να διηγούμαι μια ιστορία. Γιατί αντιλαμβάνομαι και σέβομαι την ισχύ της. Γνωρίζω επίσης ότι το αμερικανικό σινεμά ήταν κάποτε η κορυφή στην τέχνη του να αφηγείσαι μια ιστορία.  

Τα πράγματα έχουν αλλάξει, όμως, σήμερα προς το χειρότερο.  

Δυστυχώς ισχύει. Πηγαίνεις να δεις μια ταινία και από τα πρώτα κιόλας δέκα λεπτά της γνωρίζεις τι θα συμβεί στην υπόλοιπη. Στις δικές μου ταινίες αυτό δεν συμβαίνει. Αν τύχει να παρακολουθήσεις μόνο ένα μέρος από το «Pulp Fiction» και μετά εγκαταλείψεις την προβολή, δίχως να περιμένεις το τέλος, δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις φανταστεί από πριν τι επρόκειτο να ακολουθήσει στο υπόλοιπο φιλμ που έχασες. Δεν τα ξέρεις όλα από το πρώτο μισάωρο γιατί δεν σε αφήνω να τα ξέρεις όλα. Έχεις πληρώσει το γαμημένο σου εισιτήριο. Δικαιούσαι μια ιστορία της προκοπής!  

Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ταινιών σας είναι και ο δεξιοτεχνικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζετε την εικόνα με τη μουσική. Πώς δουλεύετε με αυτή την εξίσωση; 

Ευχαριστώ. Είναι από τα αγαπημένα μου πράγματα όταν κάνω μια ταινία. Θεωρώ τη μουσική οργανικό μέρος στην πραγματοποίηση ενός φιλμ, γιατί μια ταινία χωρίς χρήση μουσικής θα ήταν στην περίπτωσή μου σαν να επιχειρούσα να κάνω μια ολόκληρη ταινία δίχως να κουνάω καθόλου την κάμερα ή να μην έχω καθόλου διάλογο. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι έφτασα πολύ κοντά σε κάτι τέτοιο με το πρώτο μέρος του «Kill Bill». (γέλια) 

Πώς επιλέγετε όμως τη μουσική που θα χρησιμοποιήσετε κάθε φορά; 

Ο τρόπος είναι ο εξής: βουτάω στη συλλογή μου με δίσκους. Έχω έναν εκτενή αριθμό άλμπουμ και μια πλούσια συλλογή από σάουντρακ στα οποία ανατρέχω όταν είμαι απόλυτα αποφασισμένος ότι θα γυρίσω ένα συγκεκριμένο φιλμ. Αυτό που ψάχνω βασικά είναι ο ρυθμός με τον οποίο θα λειτουργήσει η ταινία, υπάρχουν όμως και φορές όπου βάζω δίσκους στο πικάπ μόνο και μόνο για να ενθουσιαστώ και να πάρω ερεθίσματα. Βάζω ένα τραγούδι, φαντάζομαι τη σκηνή που θα μπορούσε να συνοδέψει και ξεκινώ να τη γράφω με αυτό το τραγούδι στο μυαλό μου. Μοιάζει σαν να πατάω ένα κουμπί και να βρίσκομαι αυτομάτως μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα, τη στιγμή ακριβώς που αυτή η σκηνή παίζει στην οθόνη. 

Δεν θα κοροϊδέψω ποτέ τους θεατές μου, απλούστατα επειδή είμαι κι εγώ ένας από αυτούς

Μοιάζετε σε γενικές γραμμές καλοπροαίρετος και ορεξάτος στις συνεντεύξεις σας, πράγμα που με κάνει μερικές φορές κι αναρωτιέμαι για το αν έχει τύχει να βρεθείτε ποτέ εκτός εαυτού. Στα γυρίσματα κάποιας ταινίας, ας πούμε.  

Στην όλη διαδικασία ενός μακροσκελούς γυρίσματος, ενδέχεται να υπάρξουν δυο ημέρες όπου είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συμπεριφερθώ σαν ένας γκρινιάρης μπάσταρδος. Υπάρχει ένα υπέροχο b movie σχετικό με το making of μιας ταινίας, το οποίο δεν πρέπει να έχουν δει αρκετοί άνθρωποι. Έχει τίτλο «Hollywood Man», είναι γυρισμένο το 1976, ο σκηνοθέτης του ήταν ο Τζακ Στάρετ. Σε κάποιο σημείο του φιλμ, οι συντελεστές της επικείμενης ταινίας μαζεύονται στην κουζίνα του μοτέλ στο οποίο διαμένουν προκειμένου να κάνουν ένα meeting με την παραγωγή. Είναι νωρίς το πρωί και συζητούν ένα σωρό προβλήματα που έχουν προκύψει. Κάποια στιγμή, εκεί που μιλάνε, ο σκηνοθέτης της ταινίας που υποτίθεται ότι βλέπουμε να γυρίζεται πετάγεται απάνω και αρχίζει να φωνάζει «Αυτό ήταν! Βαρέθηκα! Βαρέθηκα, γαμώτη μου!»  

Έχω δει την ταινία κανα-δυο φορές στο παρελθόν και όταν έτυχε να την πετύχω ξανά μετά τα γυρίσματα του «Kill Bill», που διήρκεσαν ένα χρόνο και ήταν σκέτος πονοκέφαλος, η σκηνή που περιέγραψα με έκανε να γελάσω υστερικά. Γιατί αυτή είναι η τέλεια έκφραση που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας σκηνοθέτης, όταν έχει αρχίσει πλέον να τα χάνει για τα καλά. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος να εκφράσεις την στιγμή που νιώθεις ότι έχεις φτάσει «ως εδώ και μη παρέκει».  

Μου έχει τύχει κι εμένα, πρέπει να πω, κάποια φορά. Ήταν στα γυρίσματα του «Kill Bill». Ασχολιόμουν εννέα μήνες με το συγκεκριμένο φιλμ, ώσπου κάποια στιγμή πραγματικά δεν άντεξα. Είχα σιχαθεί να γυρίζω αυτή την γαμημένη ταινία. Είχα σιχαθεί το να πρέπει να σηκωθώ νωρίς κάθε πρωί, να μην έχω την παραμικρή προσωπική ζωή, να πρέπει να απαντάω στις ερωτήσεις και τις απορίες του καθενός. Ξέσπασα, λοιπόν, κι εγώ σε φωνές. Έγινα αφόρητος. Μετά βρήκα την ψυχραιμία μου και συνετίστηκα.  

Ξέρεις, όμως, τι πιστεύω; Νομίζω ότι κάθε λίγο και λιγάκι γίνεσαι μαλάκας μόνο και μόνο για να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να γίνεις κάτι τέτοιο. Ότι είσαι ανθρώπινος και δεν χρειάζεται να κάνεις το σωστό συνέχεια. Αμέσως μετά επανέρχεσαι στα κανονικά σου και είναι σαν να μην συνέβη τίποτα (γέλια). 

Έχετε δηλώσει ότι σκοπεύετε να αποσυρθείτε από το σινεμά κοντά στα 60 σας. Για ποιο λόγο; 

Εκτιμώ τους δημιουργούς που επιλέγουν να εγκαταλείψουν την καριέρα τους όταν βρίσκονται ακόμη στην ακμή τους, προτού επέλθει η φθορά ή καταλήξουν να γυρίζουν γεροντίστικες ταινίες που δεν τιμούν καθόλου τη φήμη και το ταλέντο τους. Για το λόγο αυτό φαντάζομαι ότι θα ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμά τους. Θέλω να εγκαταλείψω το επάγγελμα με τη σιγουριά ότι αν, σε τριάντα-σαράντα χρόνια από τώρα, ένα παιδί σκοντάψει επάνω σε μια ταινία μου, του αρέσει και θελήσει να εξερευνήσει περαιτέρω τη δουλειά μου, θα του αρέσουν και οι άλλες ταινίες μου. Θέλω, για τον λόγο αυτό, να μπορώ να χτίσω μια συμπαγή και αξιοπρεπή φιλμογραφία. Κακά τα ψέματα, στο τέλος μόνο οι ταινίες θα μείνουν. 

Έχετε σκεφτεί τι είναι αυτό που σας κάνει δημοφιλή σε τόσον πολύ κόσμο; 

Μάλλον η ειλικρίνειά μου. Το γεγονός ότι δεν θα κοροϊδέψω ποτέ τους θεατές μου, απλούστατα επειδή είμαι κι εγώ ένας από αυτούς. Θέλω να δω την ταινία με την ίδια ανυπομονησία που περιμένουν κι εκείνοι. Δεν με ενδιαφέρει να ικανοποιήσω την καλλιτεχνική φιλοδοξία κανενός. Είμαι αυτό που βλέπεις. Μπορεί σε μερικούς να μην αρέσει, όμως έτσι έχουν τα πράγματα. 

Σημείωση: Η κεντρική φωτογραφία είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου «Tarantino: A Retrospective».