Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις; - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:02
20/11

Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις;

Και τι γίνεται όταν δεν κλαις μόνο εσύ αλλά και αυτοί που πληρώνουν για να δουν τις ταινίες σου; Κρατάει τελικά ο Τζον Κάρπεντερ το ρεκόρ της πιο γρήγορης κινηματογραφικής παρακμής; Κι αν ναι, για ποιους λόγους;

Και τι γίνεται όταν δεν κλαις μόνο εσύ αλλά και αυτοί που πληρώνουν για να δουν τις ταινίες σου; Κρατάει τελικά ο Τζον Κάρπεντερ το ρεκόρ της πιο γρήγορης κινηματογραφικής παρακμής; Κι αν ναι, για ποιους λόγους;

Από τον Τάσο Θεοδωρόπουλο

Δεν φιλοδοξώ να ξαναγράψω την κινηματογραφική ιστορία όπως μου τη σφυράει ούτε μηδενίζω τη συμβολή του σκηνοθέτη σε αυτήν με ταινίες όπως ο «Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση», η «Νύχτα Με Τις Μάσκες», η «Απειλή», η «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη». Το πρόβλημα όμως είναι πως μολονότι και οι τέσσερις προαναφερθείσες άσκησαν τεράστια επιρροή στο σινεμά για τις δεκαετίες που ακολούθησαν, αφενός γέρασαν ιδιαίτερα άκομψα, αφετέρου είναι μόνο τέσσερις (άντε βάλε και μια δυο ακόμα, να χαρούνε και οι θεωρητικοί) σε ένα σύνολο περίπου 17 έργων και 30 ετών εργασίας. Αρκούν για να χαρακτηριστεί κάποιος μεγάλος; Και πόσο μεγάλος είναι αυτός ο μεγάλος όταν μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο οι μετριότητές του (ενίοτε και τα χάλια του) είναι πολύ περισσότερες από τις μεγαλοσύνες του;

Ο κινηματογράφος του Κάρπεντερ, θριάμβευσε με τους όρους του b -movie, σε μια εποχή όπου τα όρια ανάμεσα σε a και b ήταν πολύ πιο δυσδιάκριτα, και η καλλιτεχνία κάλυπτε τη φτωχομπινιά. Με τη σημερινή όμως εξέλιξη, τη βιντεοτηλεοπτική ποσοτική υπερπαραγωγή του είδους και την αυξανόμενη εξοικείωση του κοινού με τη λογική της εικόνας, αν είσαι b, είσαι και φαίνεσαι. Και εκτός όλων των παραπάνω στο μεσοδιάστημα, από το τότε μέχρι το τώρα, είδαμε καμιά εκατοστή κακέκτυπα (ή απλά αξιοπρεπείς αντιγραφές) του «Ηalloween», αλλά και των υπολοίπων ταινιών του μετρ. Ενας καλλιτέχνης αν δεν εξελίσσεται (και ο Κάρπεντερ μάλλον δεν εξελίσσεται) ακολουθεί και επαναλαμβάνει ευλαβικά τις μανιέρες του. Οταν όμως τις μανιέρες του ιδίου επαναλαμβάνουν και πολλοί άλλοι, λιγότερο γερασμένοι και κουρασμένοι από αυτόν και πιθανότατα με περισσότερα φράγκα στις αποσκευές τους, ο πιονέρος φαντάζει πλέον ροκοκό. Γιατί πέρα από τους εκατόν πενήντα δύο λόγους που μπορώ να σας αραδιάσω γύρω από το γιατί το φετινό ριμέικ του Ρομπ Ζόμπι στο «Ηalloween» ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεγαλείο του πρωτότυπου, άντε να το εξηγήσεις αυτό σε έναν πιτσιρικά 15χρονο που δεν φημίζεται για την υπομονή του να αναζητήσει καλλιτεχνικές ευαισθησίες και σκηνοθετικές πουτανιές, αλλά θέλει το αιματάκι του στο σινεμά αχνιστό και κανιβαλάτο.

Ο Κάρπεντερ προσπάθησε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των καιρών αλλά δυστυχώς το έκανε άκομψα. Η απόπειρα ενσωμάτωσης του στη mainstream κινηματογραφική παραγωγή μετράει πατατιές ήδη από τη δεκαετία του 80. Κλόουν μπλοκμπαστεράς με τον «Χαμό Στην Τσάινα Τάουν», αλμπάνης Σπίλμπεργκ με το «Στάρμαν», εκνευριστικά άνευρος διασκευαστής του Στίβεν Κινγκ με την «Κριστίν», γενικότερα, τι το θες κουκλίτσα μου το συνολάκι το σινιέ, άμα δεν ξέρεις να το φορέσεις και βάζεις το μπρος πίσω;

Και να σουνα και κανένας γερομπαμπαλής, θα το καταλάβαινα, ότι κουράστηκες. Ομως στα 59 τους χρόνια, άλλοι, πραγματικά μεγάλοι σκηνοθέτες, κάνουν τους παπάδες της ζωής τους. Και χωρίς να πουλάνε το όνομά τους, πριν τους τίτλους της ταινίας (δηλαδή John Carpenters κάτι) όπως ο ίδιος. Κάτι που το κατάφερε αξιοθαύμαστα νωρίς στην καριέρα του και δυστυχώς του έπεσε βαρύ σαν ταφόπλακα. Γιατί όταν τα πρώτα σου βήματα στο σινεμά είναι μίνι αριστουργήματα στο είδος τους, άντε μετά να συναγωνιστείς τον εαυτό σου που σε μιμείται και τους άλλους που σε μιμούνται. Πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος του μεγαλείου σου, οφείλεται στη θεματική και αισθητική επανάληψη μοτίβων τα οποία αντλούν τη δύναμη τους από τη σινεφιλική σου λατρεία και την ικανότητά σου να διασκευάζεις δημιουργικά, εμμονές και μυθολογίες παλιότερες που έχουν τις ρίζες τους έως και στο σινεμά του Χάουαρντ Χοκς. Το θέμα είναι ότι με τα χρόνια, με εκείνα και με αυτά, ο Κάρπεντερ άρχισε να πουλάει μόνο το όνομά του, κι όχι πλέον τις ταινίες του, αναπαυόμενος στις κριτικές δόξες που του εξασφάλισαν με υπερθεωρητικό οίστρο γραφιάδες και άλλοι, κυρίως από την Ευρώπη.

Το ερώτημα όμως είναι, αφού το ξέρει και ο ίδιος, αφενός γιατί δεν μετακομίζει μόνιμα στο Παρίσι, αφετέρου γιατί όταν ήταν ακόμα στα ντουζένια του, αρνιόταν προτάσεις των στούντιο να σκηνοθετήσει ταινίες όπως την «Ολέθρια Σχέση» δηλώνοντας με υπεροψία πως «στο συγκεκριμένο σενάριο που μου προτάθηκε δεν υπήρχε ίχνος πρωτοτυπίας». Ειδικά από τη στιγμή που τα δύο τρίτα του έργου του πάσχουν ακριβώς και από αυτό αλλά και από την οικονομική στήριξη, τόσο των στούντιο (στη χρηματοδότηση), όσο και του κοινού (στην αποδοχή) που αμφότεροι τον έχουν πλέον ως μια μουσειακής αξίας εναλλακτική.

Αποκαθήλωση Τώρα
Μου τηλεφωνεί ο Λουκάς Κατσίκας, να γράψω κάτι για τον Κάρπεντερ, γνωρίζοντας ότι απευθύνεται σε γραφιά ψυχανώμαλο, μανιακό με τον σινεμά του φανταστικού. Οπως ήδη θα διαβάζετε, το αφιέρωμα χωρίζεται σε διάφορες ενότητες και εμένα μου κλήρωσαν το κεφάλαιο «Κάρπεντερ και Παρακμή» γιατί γνωρίζουν πόσο μαυρόψυχος είμαι και ότι δοκιμιακά τα καταφέρνω καλύτερα όταν έχω να ασχοληθώ με την αποκαθήλωση ενός μύθου. Αυτό ακριβώς του είπα και εγώ του Κατσίκα στο τηλέφωνο: «Μωρέ Λουκά, μήπως τελικά ο παππούλης δεν παρήκμασε αλλά ήταν πάντοτε υπερεκτιμημένος;» Εγκεφαλικό ο κύριος προϊστάμενος, παίρνει συνάδελφο που έχει επιρροή στο ψυχοαισθητικοκαλλιτεχνικό μου ασανσέρ και του λέει μέσα σε πανικό (διότι το άρθρο έπρεπε να γραφτεί χτες): «Μα τώρα τον έπιασε και αυτόν να πάθει σύνδρομο αναίρεσης του Ιωάννη του Ξυλουργού; Σε παρακαλώ, συνέφερε τον, να κάνουμε και τη δουλειά μας». Το θέμα όμως τελικά είναι πως η παρακμή τα τελευταία 25 χρόνια του Θεού, ίσως να αρχίζει από αυτό. Από το ότι δηλαδή, πιθανότατα να τον υπερεκτιμήσαμε. Ισχύει;