Πολίν Κέιλ: Η πιο αντισυμβατική κριτικός κινηματογράφου της Αμερικής - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:29
19/6

Πολίν Κέιλ: Η πιο αντισυμβατική κριτικός κινηματογράφου της Αμερικής

Με το δάχτυλο στην... πένα! Γνωρίστε την Πολίν Κέιλ, ίσως την πιο πολυσυζητημένη, αμφιλεγόμενη και αντισυμβατική κριτικό κινηματογράφου της Αμερικής.

Από την Δέσποινα Παυλάκη

Πώς είναι άραγε να γράφεις με όλες σου τις αισθήσεις και να αισθάνεσαι το σινεμά με όλο σου το σώμα; Πώς είναι άραγε να νιώθεις ζωντανός μόνο μπροστά στη μεγάλη οθόνη; Πως είναι άραγε να είσαι υπεύθυνη για το γεγονός ότι η Αμερική κατάφερε να καταλάβει τις ταινίες εξαιτίας σου; Πώς θα ήταν άραγε να γράφεις σαν μία από τις σημαντικότερες κριτικούς κινηματογράφου του 20ου αιώνα; Και τελικά πως θα ήταν άραγε ο κόσμος αν η Πολίν Κέιλ έγραφε ακόμη;

Η Πολίν Κέιλ, η σημαντικότερη Αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου στην ιστορία της μπομπίνας, γεννήθηκε σε μια φάρμα εκτροφής πουλερικών. Παρόλο που σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο Μπέρκλεϊ, δεν ξέχασε ποτέ την ταπεινή της καταγωγή και πάντοτε απεχθανόταν τη σκονισμένη πρόζα των πανεπιστημίων. Η Πολίν ήθελε οι προτάσεις της να αναπνέουν. Μάλλον γι αυτό περίμενε 40 ολόκληρα χρόνια μέχρι να αρχίσει να γράφει για σινεμά. Εκανε τρεις γάμους, μια κόρη και αλλεπάλληλα χειρωνακτικά επαγγέλματα, αλλά η μοναδική μακροχρόνια και σταθερή -αν και επεισοδιακή- σχέση που κατάφερε να συνάψει στη ζωή της ήταν με το περιοδικό New Yorker. Αυτό όμως ήρθε πολύ αργότερα. Μέχρι να «...ποδοπατήσει τις σελίδες του ευυπόληπτου περιοδικού με καουμπόικες μπότες γεμάτες κοπριά», όπως έγραψε αηδιασμένος ένας συνάδελφός της, πέρασε πολύς καιρός.

«Η μοναδική ανεπηρέαστη πηγή πληροφόρησης στο χώρο των τεχνών είναι η κριτική. Ολα τα άλλα είναι διαφήμιση».

Κόρη Εβραίων μεταναστών από την Πολωνία, η Πολίν ήξερε πολύ καλά ότι η επιτυχία δεν θα της χτυπούσε εύκολα την πόρτα. Πόσω μάλλον όταν η γενέτειρά της λεγόταν Πεταλούμα και ακόμα και η ίδια δυσκολευόταν να τη βρει αργότερα στο χάρτη. Δουλεύοντας ως μαγείρισσα και μοδίστρα για να μεγαλώσει την άρρωστη κόρη της, μετακόμισε απηυδισμένη στο Σαν Φρανσίσκο για να δοκιμάσει την τύχη της. Γράφοντας σενάρια για ταινίες που κανείς δεν ήθελε να δει και θεατρικά που κανείς δεν ήθελε να ανεβάσει, η τύχη επιτέλους της χαμογέλασε στο πρόσωπο του Εντουαρντ Λάντμπεργκ. Ιδιοκτήτης δύο σινεφίλ αιθουσών, ο τρίτος και τελευταίος της σύζυγος έκανε το λάθος να της επιτρέψει να διαλέγει τις ταινίες της αρεσκείας της, δικαιολογώντας τις επιλογές της σε ένα συνοδευτικό κατάλογο. Τα παθιασμένα, αυτοβιογραφικά σχεδόν κείμενα της για το σινεμά που το θεωρούσε το «εθνικό θεάτρο της Αμερικής» έγιναν ανάρπαστα, και το 1965 ένας εκδοτικός οίκος της πρότεινε να τα συγκεντρώσει σ' ένα βιβλίο. Η Πολίν εγκατέλειψε τον Λάντμπεργκ και το έσκασε για τη Νέα Υόρκη αγκαλιά με τον κινηματογράφο.

«Η χειρότερη διαφθορά ενός κριτικού είναι η επιθυμία να ευχαριστήσει τους αναγνώστες».

Το «Ι Lost it at the Μovies» (δεν εννοούσε φυσικά το μυαλό της) πούλησε 150.000 αντίτυπα και την προσγείωσε αυτομάτως στο χώρο των εκδόσεων, ως κριτικό κινηματογράφου του γυναικείου περιοδικού McCall. Οι μπελάδες που δημιουργούσε η μικροσκοπική Πολίν όμως, ήταν αντιστρόφως ανάλογοι με το μπόι της που με το ζόρι άγγιζε το 1.50.

Διαφημιζόμενο ως έντυπο για τη «συγκροτημένη» γυναίκα, το κατακλυσμιαίο και απόλυτα προσωπικό στυλ της έμοιαζε με καταιγίδα εν αιθρία ανάμεσα στις συντηρητικές του σελίδες. Οταν μάλιστα κατηγόρησε τη «Μελωδία Της Ευτυχίας» για επιδημία ζαχαρωτής βλακείας και παρέφρασε τον αγγλικό τίτλο από «Sound Of Μusic» σε «Sound Of Μoney», ο εκδότης της έδειξε ευγενικά την πόρτα. Και παρ όλο που μέχρι το τέλος της ζωής του ορκιζόταν ότι την απέλυσε πολύ αργότερα, κανείς δεν του έκανε τη χάρη να τον πιστέψει: το επίμαχο συμβάν τυπώθηκε μέχρι και στον επικήδειο των Times! Αμφιβάλω αν θα την είχε πειράξει όμως, αφού η Κέιλ ποτέ δεν έγραφε προς τέρψη των αναγνωστών της. Πήγαινε σινεμά με την ελπίδα να βρει το νόημα της ζωής και έγραφε προσπαθώντας να το εντοπίσει. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να μεταδώσει το πάθος της για το σινεμά και στους αναγνώστες της. Να στείλει το «καλό» σινεμά σε γεμάτες αίθουσες και το «κακό» σινεμά στο διάολο.

«Οι ταινίες είναι το διαβατήριό μας για τον κόσμο των ενηλίκων. μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο».

Το άδοξο τέλος μίας ακόμα αποτυχημένης συνεργασίας (αυτή τη φορά με την εφημερίδα The New Republic) την άφησε άνεργη στο έλεος του μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Σον, που την προσέλαβε αμέσως ανάβοντας πυρκαγιές στις μη μου άπτου σελίδες του New Yorker. Επιτρέποντάς της να γράφει ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε, η Κέιλ διηγούταν ανελλιπώς το εξής περιστατικό: Λίγο πριν δημοσιευτεί η συντριπτική κριτική της για το «Βadlands» του Τέρενς Μάλικ, ο Σον ζήτησε να τη δει στο γραφείο του. «Μάλλον δεν θα ξέρεις ότι έχω τον Τέρι σαν γιο μου» της είπε. «Κρίμα Μπιλ», του απάντησε η Πολίν χτυπώντας πίσω της την πόρτα. Η κριτική τυπώθηκε αυτούσια την επόμενη μέρα. Το μοναδικό κείμενο που κατάφερε να την πείσει να αποσύρει ήταν για το «Βαθύ Λαρύγγι», προφασιζόμενος έντονους πόνους στην καρδιά του! Παρ όλο που πολλοί αρχικά αντιμετώπισαν τη συνεργασία της καβγατζούς Κέιλ με το αριστοκρατικό New Yorker ως εκδοτική κακοφωνία, αποδείχτηκε ένας από τους πιο επιτυχημένους καλλιτεχνικούς γάμους του 20ου αιώνα. Κάτι σαν τον Φρεντ Αστέρ με την Τζίντζερ Ρότζερς, όπως γράφτηκε κάποτε. Ο ένας έβαζε τη φινέτσα και η άλλη το σεξ απίλ. Διότι, όσο διακριτικά κι αν το θέσουμε, η Πολίν Κέιλ έμαθε στους Αμερικανούς να αγαπούν το σινεμά για τον απλούστατο λόγο ότι έγραφε σαν να έκανε σεξ. Και οι μετέπειτα τίτλοι των βιβλίων της το αποδεικνύουν: «Ι Lost It Αt Τhe Μovies», «Κiss Kiss Bang Βang», «Going Steady», «Deeper Into Μovies», «Reeling», «When the Lights Go Down», «Τaking It All Ιn», «Μovie Love». Αν χρησιμοποιούσε το σινεμά ως υποκατάστατο του σεξ, αυτό δεν το έμαθε κανείς, η μικροσκοπική Πολίν όμως δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να ερωτευτεί μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς της, και το 1979 αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να τους γνωρίσει από κοντά.

«Αυτό που κάνει ένα σκηνοθέτη σπουδαίο είναι ένα μειγμα από χαρακτηριστικά που δεν θα ήθελες απαραίτητα να έχεις μέσα στο σπίτι σου».

Η πρώτη κριτική της στο New Yorker ήταν κι αυτή που εδραίωσε τη φήμη της. Το «Μπόνι Και Κλάιντ», μια «βίαιη ταινία χωρίς ίχνος σαδισμού» όπως τη χαρακτήρισε, την εκτίναξε στα ύψη. Παρά την αρνητική υποδοχή που της επιφύλαξαν όλοι οι υπόλοιποι, έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και οι φήμες θέλουν την κριτική της Κέιλ υπεύθυνη για τον θριάμβο της στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, αναγκάζοντας ακόμη και τους επικριτές της ταινίας να αλλάξουν γνώμη. Η Πολίν όμως την είχε αποθεώσει από την αρχή. Η σχέση της με τους δημιουργούς που ανέφερε στα άρθρα της άρχισε να γίνεται προσωπική, αν και υπήρξε πολέμιος της θεωρίας του «δημιουργού» επιμένοντας πως το σινεμά είναι μόνο «καθαρή διασκέδαση». Και στ αυτιά της αντηχούσε όλο και περισσότερο το μακρινό τραγούδι των σειρήνων. Το 1979 ο πειρασμός είχε γίνει πια βασανιστικός. Παραιτήθηκε από το New Yorker και έπεσε στην αγκαλιά του Χόλιγουντ. Ο Γουόρεν Μπίτι της πρότεινε θέση παραγωγού στην Paramount και η Πολίν δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Μετά την κυκλοφορία του «Shampoo», η Κέιλ είχε αγνοήσει επιδεικτικά τα συγγραφικά του εύσημα, παινεύοντας αποκλειστικά τον συν-σεναριογράφο και φίλο της Ρόμπερτ Τάουνι, ενώ αργότερα απέρριψε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπίτι («Ο Παράδεισος Μπορεί Να Περιμένει») ως «celebrity ματαιότητα». Ολοι πίστεψαν ότι ο Μπίτι θέλησε να την εκδικηθεί. Και είναι αλήθεια ότι η Πολίν κακοπέρασε στο Χόλιγουντ. «Μετά από μερικούς μήνες το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να φύγω. Μου έλειπε τρομερά το γράψιμο. Για να μη μιλήσω για το σεξ και τα ναρκωτικά. Οι σκηνοθέτες μπορούν να έχουν όποια γυναίκα θέλουν. Κι αν δεν έχουν χρόνο για ψάξιμο έχουν τους νταβατζήδες τους. Κι ένας νταβατζής δεν είναι και ό,τι καλύτερο σε κοινωνικές συνευρέσεις!». Πέντε μήνες αργότερα είχε επιστρέψει στο New Yorker, μόνο που το τοπίο είχε πλέον αλλάξει. Μετά από δυο δεκαετίες εξαγριωμένων αντιδράσεων και επεισοδιακών δημοσιεύσεων, η δεκαετία του 80 ήταν υπερβολικά ασυννέφιαστη για τα γούστα της.

«Πολλοί με ρωτουν γιατί δεν αποφασιζω καποια στιγμη να γράψω τα απομνημονεύματά μου. Μα νομίζω ότι αυτό έκανα τόσα χρόνια!»

Οταν έχεις στο κινηματογραφικό σου μητρώο διαμάχη με τον Ορσον Γουέλς (που παραλίγο να τη μηνύσει όταν διακήρυξε δημοσίως ότι η μισή δόξα του «Πολίτη Κέιν» άνηκε δικαιωματικά στο σεναριογράφο του), άλυτες καλλιτεχνικές διαφορές με τον Ντέιβιντ Λιν (που έκανε 17 χρόνια να σκηνοθετήσει εξαιτίας της αρνητικής κριτικής της για την «Κόρη Του Ράιαν») και μια ανοιχτή κόντρα με τη «φασιστική» (όπως διακήρυσσε) περσόνα του άσπονδου εχθρού της, Κλιντ Ιστγουντ ως «Βρώμικου Χάρι», είναι λογικό όλα να μοιάζουν ασήμαντα. Ειδικά όταν η πολιτική των δημοσιογραφικών προβολών άλλαξε επειδή οι διανομείς δεν ήθελαν οι υπόλοιποι κριτικοί να επηρεάζονται από τη γνώμη της Κέιλ, την οποία φυσικά φρόντιζε να εκφράζει φωναχτά και χωρίς αναστολές. Και ειδικά όταν οι «ακόλουθοί» της (γνωστοί ως «Πολέτς» με πιο διάσημο τον Α.Ο. Σκοτ των New York Times και τους Ντέιβιντ Ντένμπι και Αντονι Λέιν του The New Yorker), οργανωμένοι σε μια μυστική συνωμοσία, την ανάγκασαν να δηλώσει πως «μπορεί να μιμούνται το στυλ μου αλλά όχι και τις απόψεις μου».

Μέχρι τη στιγμή που το «φθινόπωρο» της θα σηματοδοτούνταν από ένα πισώπλατο μαχαίρωμα. Η Ρενάτα Αντλερ, βιβλιοκριτικός του New Yorker, δημοσίευσε δοκίμιο 8.000 λέξεων σε ανταγωνιστικό έντυπο χαρακτηρίζοντάς τη νέα συλλογή κριτικών κειμένων της, «When the Lights Go Down», παντελώς ανούσια. Η Αντλερ υποστήριζε ότι από το 70 και μετά τα γραπτά της Κέιλ δεν διέθεταν ίχνος ευφυϊας και ευαισθησίας, με αποτέλεσμα οι Times να ανακηρύξουν την αναπάντεχη αυτή επίθεση ως τον πιο αιματηρό λογοτεχνικό ξυλοδαρμό των τελευταίων χρόνων! Η Κέιλ δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει.

Χρειαζόταν κάτι πολύ ισχυρότερο για να τη βγάλει από τη φαινομενική της απάθεια. Αυτό το κάτι ονομαζόταν νόσος του Πάρκινσον.

«Πάντα έτρεμα από ενθουσιασμό με μια ταινία που μου άρεσε. Τώρα με το Πάρκινσον τρέμω ακόμα περισσότερο!»

Μετά τη διάγνωση η Κέιλ άρχισε να βυθίζεται σε κατάθλιψη, η οποία διέβρωσε σταδιακά και τα κείμενά της. Οι κριτικές της έγιναν αποθαρρυντικές και στενόχωρες και η κατάσταση του αμερικανικού κινηματογράφου δεν άφηνε και μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας όσο κι αν ο Κουέντιν Ταραντίνο θα υποστηρίζει για πάντα ότι το μοναδικό μάθημα κινηματογράφου που πήρε ποτέ ήταν το να διαβάζει τις κριτικές της Πολίν Κέιλ. Το εμβληματικό της δοκίμιο «Γιατί οι Ταινίες Είναι Τόσο Κακές», που συνδύαζε την εμπειρία του κριτικού με στοιχεία από τη σύντομη θητεία της στα παρασκήνια του Χόλιγουντ, αρκούσε για να τσακίσει το ηθικό οποιουδήποτε νέου δημιουργού. Η Πολίν Κέιλ είχε αρχίσει να στερεύει. Το 1991, ο εκδότης του New Yorker ανακοίνωσε συντετριμμένος ότι η σημαντικότερη κριτικός που πέρασε ποτέ από τις σελίδες του περιοδικού ήταν πλέον έτοιμη να αποσυρθεί. Η ίδια αποχαιρέτησε το κοινό της πολύ πιο λακωνικά και προσγειωμένα: «Η προοπτική του να υποστώ έστω και μια ακόμη ταινία του Ολιβερ Στόουν είναι παραπάνω απ ό,τι μπορώ να αντέξω».

Πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 2001σε ηλικία 82 ετών. Οταν ρωτήθηκε ποιο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά της στη ζωή απάντησε αφοπλιστικά: «Το ότι επιβίωσα».

ΒΑD MOVIES WE LOVE

Γιατί αγαπάμε τους ανθρώπους που αγαπούν τις ίδιες κακές ταινίες με εμάς
«Μια καλή ταινία μας αρέσει γιατί λειτουργεί σε κάθε επίπεδο. Με τις κακές ταινίες όμως έχουμε μια πιο προσωπική σχέση. Αν κάποιος άλλος έχει παρατηρήσει τις ίδιες απίθανες λεπτομέρειες με σένα, κάτι που σου φάνηκε γοητευτικό ή φοβερά διασκεδαστικό, τότε αρχίζεις να νιώθεις μια ανεξήγητη έλξη γι αυτόν. Νομίζω ότι ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια της ενηλικίωσης είναι ότι μαθαίνεις με ποιον μπορείς να πηγαίνεις σινεμά και με ποιον όχι. Με ποιους άντρες μπορείς να κανονίσεις κινηματογραφική έξοδο και με ποιους δεν θα έμπαινες ποτέ σε σκοτεινή αίθουσα. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι φίλη με κάποιον που σιχαίνεται μια ταινία που αγαπώ. Μετά λέω, εντάξει δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, μια ταινία είναι. Πώς όμως να συμπαθήσεις κάποιον που απεχθάνεται το McCabe & Mrs. Miller και Τα Σκουλαρίκια Της Μαντάμ Ντε;».
Πολίν Κέιλ

Μεγάλες Αγάπες και Ακόμα Μεγαλύτερα Μίση

Ο αγαπημένος της σκηνοθέτης
Ο Σαμ Πέκινπα ήταν η πιο μεγάλη και η πιο βασανιστική αγάπη της Πολίν Κέιλ, παρόλο που το περιβόητο αντριλίκι του, σε στυλ Ερνεστ Χέμινγουεϊ, άγγιζε τα όρια της αυτοπαρωδίας. Τι σημασία έχει αν ντυνόταν σαν ταυρομάχος της δεκάρας; Για την Κέιλ ήταν η προσωποποίηση του τέλειου άντρα! Το μόνο πρόβλημα ήταν οι ταινίες του. Αν και δεν έχανε ευκαιρία να διαλαλεί το σκηνοθετικό του ταλέντο, οι επιλογές του της έφερναν συχνά αναγούλα. Ξεκινούσε, π.χ. εκθειάζοντας τα «Αδέσποτα Σκυλιά», αλλά πριν τελειώσει η κριτική το είχε ανακηρύξει σε φασιστικό έργο τέχνης, ενώ θεώρησε το «Getaway» προσωπική προδοσία, αφού το καθωσπρέπει μουτράκι της Αλι ΜακΓκρο της σμπαράλιαζε το νευρικό σύστημα. Παρ όλα αυτά συνέχισε να αναζητά το νόημα σε κάθε νέα απόπειρα του Πέκινπα, αναζητώντας λόγο ύπαρξης ακόμα και στις χειρότερες ταινίες του. Τι σου είναι ο έρωτας!

Οι αγαπημένες της ταινίες: «Μπόνι Και Κλάιντ», «Ο Νονός», «Το Τελευταίο Τανγκό Στο Παρίσι», «Μισαλλοδοξία», «Μenilmontant», «Τα Σκουλαρίκια της Μαντάμ Ντε...», «Τhe Lady Εve».

Οι αγαπημένοι της σταρ
Μάρλον Μπράντο, Τζέιμς Μέισον, Τζέιν Φόντα, Μπάρμπρα Στρέιζαντ

Ο σκηνοθέτης/σταρ που μισούσε 
«Ιδού ένα Μάγκνουμ 44, το πιο δυνατό πιστόλι στον κόσμο, που μπορεί να σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Το ερώτημα είναι το εξής: Νιώθεις τυχερός;» Η Πολίν Κέιλ ποτέ δεν συγχώρεσε τον Κλίντ Ιστγουντ γι αυτή την ατάκα ούτε και τον «Βρώμικο Χάρι» γενικότερα, στολίζοντάς τον σε κάθε ευκαιρία. «Ο Κλιντ Ιστγουντ δεν είναι προσβλητικός. Δεν είναι ηθοποιός, οπότε κανένας δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την ερμηνεία του κακή. Για να είσαι κακός πρέπει πρώτα να κάνεις κάτι. Ενας ψηλός μπακαλιάρος σαν κι αυτόν είναι απόλυτα ικανός να αφαιρέσει και τα τελευταία ίχνη ανθρωπιάς από οποιοδήποτε χαρακτήρα, μετατρέποντας τις ταινίες του σε μια απρόσωπη, αφηρημένη σχεδόν, άσκηση στη βαρβαρότητα!». Οταν αργότερα ο Ιστγουντ άρχισε να κερδίζει την εκτίμηση των απανταχού κριτικών για τη σκηνοθετική του καριέρα, η Κέιλ δήλωσε ότι ήταν ο μόνος λόγος που μετάνιωσε που είχε βγει στη σύνταξη, αλλά ήταν πια αργά.

Οι σκηνοθέτες που συμπαθούσε λιγότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς
Τζον Φορντ, Ολιβερ Στόουν, Στάνλεί Κιούμπρικ, Τζορτζ Λούκας

- Πιστεύεις πως οι κριτικές σου άλλαξαν την πορεία του κινηματογράφου και επηρέασαν δημιουργούς;
- Θα προτιμούσα να μην απαντήσω. Αν έλεγα ναι, θα ήμουν εγωίστρια. Αν έλεγα όχι, τότε η ζωή μου έχει πάει στράφι. 

Από συνέντευξή της στο περιοδικό Modern Maturity το Μάρτιο του 1998

κεντρική φωτογραφία άρθρου: New York Times