Μια ματιά στο «Κόκκινο Παλτό» του αξέχαστου Νίκου Παναγιωτόπουλου - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
15:03
11/1

Μια ματιά στο «Κόκκινο Παλτό» του αξέχαστου Νίκου Παναγιωτόπουλου

Θυμόμαστε τον σπουδαίο, οξυδερκή Νίκο Παναγιωτόπουλο κι αναδημοσιεύουμε τα αποσπάσματα που είχε αφιερώσει αποκλειστικά στο Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ (#234) από το ακυκλοφόρητο βιβλίο του «Το Κόκκινο Παλτό» (Μικρά Travelling Back). 

Από τον Πάνο Γκένα

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους, παραγωγικούς και αγαπημένους σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου απεβίωσε σαν σήμερα (11/1) σε ηλικία 74 ετών. Ο Παναγιωτόπουλος, ένας απολαυστικά εύγλωττος δημιουργός, κοινωνός της πνευματικότητας του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, κινήθηκε με συνέπεια πέρα από τα προφανή για να αναδείξει μέσα από την ειρωνεία και το χιούμορ το χαριτωμένο δράμα και την υπαρξιακή κωμωδία της αληθινής ζωής. Και το κατάφερε μέσα από 17 ξεχωριστές ταινίες.

Με χαρακτηριστική άρνηση στον καθωσπρεπισμό, είχε δηλώσει πρόσφατα στην πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας «Η Κόρη του Ρέμπραντ»: «δεν έχω μάθει να κάνω κανονικές ταινίες και για να σας πω αλήθεια με πλήττουν αφόρητα». Η καλλιτεχνική «παραβατικότητα» ήταν άλλωστε η μόνιμη θεματική του έργου του, ενός έργου που έδινε «διαστάσεις» στη μεγάλη οθόνη.

Ο Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1941 στην Μυτιλήνη και σπούδασε σκηνοθεσία σε Αθήνα και Παρίσι. Ανδρώθηκε καλλιτεχνικά μέσα από το αρχείο της γαλλικής ταινιοθήκης και το 1973 επέστρεψε στην Ελλάδα. Η πρώτη του ταινία «Τα Χρώματα της Ίριδας» (1974), προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το πρώτο της μεταπολίτευσης, ιντριγκάροντας με την αντισυμβατική αφηγηματική γραφή της.

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι θρυλικοί «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978), η ταινία που καθόρισε την καριέρα του του Νίκου Παναγιωτόπουλου και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο με τη Χρυσή Λεοπάρδαλη. Η ανυποχώρητη σάτιρα του Παναγιωτόπουλου στη σύγχρονη οκνηρία και την τρυφηλότητα της ευμάρειας, απορρίφθηκε σκανδαλωδώς από το Κέντρο Κινηματογράφου, και τελικά σάρωσε ταμεία, αλλά και τα μεγάλα βραβεία στη Θεσσαλονίκη.

Από το «Μελόδραμα;» (1981), μέχρι το «Ονειρεύομαι τους Φίλους μου» (1993) και τον «Εργένη» (1997), ο Παναγιωτόπουλος συνέχισε να προσεγγίζει την ερωτική αυταπάτη, τα όρια των σχέσεων και το γελοίο της ύπαρξης με τρόπο ανυποχώρητο, καθαρά προσωπικό και σπιρτόζικα δεικτικό. Ο ίδιος υπήρξε άλλωστε ευπροσήγορος ομιλητής, τόσο μέσα από τις εικόνες, όσο και μέσα από τις λέξεις.

Το 2000 κινηματογράφησε με το «Αυτή η Νύχτα Μένει» τον λαϊκό νταλκά της εθνικής μας ταυτότητας, κι έπειτα «έπαιξε» με το γκονταρικών αναφορών «Beautiful People» (2001) και το φορμαλιστικό μιούζικαλ «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» (2006). Τα τελευταία χρόνια επιθυμούσε να επικοινωνήσει «κωμωδίες παρεξηγήσεων». Οι ταινίες «Η Λιμουζίνα» (2013) και «Η Κόρη του Ρέμπραντ» (2015) πιστοποιούσαν την αυτοσαρκαστική διάθεση του Παναγιωτόπουλου να προ(σ)καλέσει με αυθάδεια τη γελοιότητα.

Γνήσια αντι-κανονικός και καλλιτεχνικά παρών μέχρι τέλους, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έκλεισε με το θάνατό του ένα μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου. Ένα κεφάλαιο που έγραψε ο ίδιος πανάξια.

Φιλμογραφία
Τα Χρώματα της Ίριδος (1974)
Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1978)
Μελόδραμα;(1981)
Βαριετέ (1985)
Η Γυναίκα που Εβλεπε τα Ονειρα (1988)
Ονειρεύομαι τους Φίλους μου (1993)
Ο Εργένης (1997)
Αυτή η Νύχτα Μένει (1999)
Beautiful People (2001)
Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου (2002)
Delivery (2004)
Αγρύπνια( 2005)
Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006)
Αθήνα- Κωνσταντινούπολη (2008)
Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010)
Δεσμά Αίματος (2012)
Η Λιμουζίνα: κωμωδία παρεξηγήσεων (2013)
Η Κόρη του Ρέμπραντ (2015)

Αποσπάσματα από το «Κόκκινο Παλτό»

Η Πάτμος είναι για μένα μια υιοθετημένη πατρίδα. Είναι σαν να πηγαίνω κάθε χρόνο για να παίρνα αμπάριζα. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί έχω επιλέξει να γράφω τα σενάρια των ταινιών μου. Κυριολεκτικά αποκλεισμένος. Αποκομμένος από κάθε στεριά, περιτριγυρισμένος από τη θάλασσα. Ακόμα κι αν πρόκειται να γράψω σκηνές που διαδραματίζονται σε πόλεις που δεν γνωρίζω, ο εγκλωβισμός με βοηθάει να μην μπαίνω στον πειρασμό να θέλω να πάω επί τόπου, σε μια μα΄ταιη προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας. Όπως ένας συγγραφέας που γράφει ένα περιπετειώδες βιβλίο δεν είναι υποχρεωτικό να είναι ένας περιπετειώδης τύπος. Τελικά, κανείς δεν ξέρει ποια είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα των σεναρίων μου, μπορεί να είναι η Πάτμος, το τραπέζι που πάνω του γράφω, το χαρτί και το μολύβι. Έτσι κι αλλιώς, η εξέλιξη της υπόθεσης είναι για μένα πάντα δευτερεύουσα. Καμιά φορά, κοιτάζω με τις ώρες μια δέσμη ήλιου που τρύπωσε από τη μισάνοιχτη πόρτα μέσα στο δωμάτιο και πόσο θα ήθελα το σενάριο που γράφω να έχει με έναν τρόπο απόλυτη σχέση με αυτή την εικόνα. Μερικές φορές, θέλω να γράψω μια σκηνή εκατό φορές και μακάρι ο θεατής να μπορούσε να απομονώσει αυτή τη σκηνή και να τη δει εκατό φορές και μετά να συνεχίσει στην υπόλοιπη ταινία. Δεν είμαι σίγουρος ότι οι άσχετες σκέψεις που κάνω γράφοντας ένα σενάριο, δε βρίσκουν τρόπο να τρυπώσουν μέσα στην ταινία, ακόμα και να της αλλάξουν τους στόχους και τον ρυθμό. Μπορεί αυτό το θαύμα να πραγματοποιείται επειδή η Πάτμος είναι το νησί της Αποκάλυψης αλλά κακά τα ψέματα, κατά τη γνώμη μου, όποιος γράφει ένα σενάριο αυτό που περιμένει είναι να γίνει ένα θαύμα.

Ίσως η πιο παρεξηγημένη υπόθεση του κινηματογράφου, είναι το σενάριο. Στην αξιολόγηση μιας ταινίας έρχεται πρώτο, χωρίς να έχω καταλάβει ποτέ το λόγο. Είναι σαν να θεωρεί κανείς ότι στη ζωγραφική το πιο σημαντικό πράγμα ενός πίνακα είναι το θέμα του.

Δε μου αρέσουν τα σενάρια. Προτιμώ τις σκηνοθεσίες. Ένα σενάριο είναι μια υποθετική πλοκή, χρειάζεται να επινοήσεις κάτι. Στη σκηνοθεσία βολέυεσαι με αυτό που υπάρχει.

Όταν μπορώ να αφηγηθώ την ταινία που θέλω να κάνω, δεν μπαίνω καν στον πειρασμό να τη γυρίσω.

Στον κινηματογράφο δεν απαγορεύεται να είναι κανείς έξυπνος. Όμως προτιμώ τους σκηνοθέτες που ακολουθούν βλακωδώς το ένστικτό τους. Γενικώς, μου αρέσουν οι καλλιτέχνες που έχουν καταλάβει περισσότερα απ' όσα κοινοποιούν.

Πολλές φορές, περνούν μπροστά από τα μάτια μου, με ταχύτητα εικοσιτεσσάρων εικόνων το δευτερόλεπτο, ολόκληρες ταινίες που δεν γυρισα ποτέ κι ούτε πρόκειται να γυρίσω. Τότε λέω στον εαυτό μου: «Αυτές είναι οι καλύτερές μου ταινίες. Τι κρίμα που δεν υπάρχει άλλος θεατής εκτός από μένα».

Πολλές φορές, όταν με στριμώχνουν προβλήματα που ζητούν επίμονα λύσεις, στενοχώριες της καθημερινότητας, άγχη για τη δουλειά, αναποδιές, μ' αρέσει να σκέφτομαι τον εαυτό μου, ένα καλοκαίρι πίσω, ξαπλωμένο ανάσκελα στον ήλιο, πάνω στην καυτή άμμο. Αυτό είναι το δικό μου καταφύγιο. Το κεφάλι μου άδειο από σκέψεις και ιδέες, ισορροπώ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με όλες τις αισθήσεις συγκεντρωμένες αποκλειστικά στην επιδερμίδα μου, που την καίνε γλυκά οι ακτίνες του ήλιου. Το σύμπαν μου, ολόκληρο, γίνεται ο ήχος της θάλασσας. Αισθάνομαι σαν να ανακαλύπτω τον «ελλείποντα κρίκο» μεταξύ ζώου και ανθρώπου. Αυτή η κατάσταση της αιώρησης σ' έναν κόσμο χωρίς βαρύτητα δυστυχώς δεν διαρκεί ποτέ όσο ήθελα. Η συνείδηση βρίσκει χαραμάδες και ξαναεισβάλλει, μαζί με όλο το βάρος του κόσμου. Τότε αρχίζουν δειλά-δειλά να τρυπώνουν εικόνες αναπάντεχες, άσχετες σκέψεις και συνειρμοί αδιανόητοι, φράσεις ακατάληπτες, που επαναλαμβάνονται ρυθμικά σαν μουσική. 

Αυτές τις μοναδικές στιγμές, είναι περίεργο, τις αναγνωρίζω μερικές φορές μέσα σε σπάνιες ταινίες, και καταλαμβάνομαι από την ίδια πληρότητα, παρ' όλο που οι θεατές, στην έξοδο, κοιτάζουν αμήχανα ο ένας τον άλλον και δεν κρύβουν την αγανάκτησή τους, επαναλαμβάνοντας μονότονα: «Δεν κατάλαβα τίποτα». Η ευτυχία στο σινεμά γίνεται, δυστυχώς για τους πολλούς, που αντί να αφήνονται να «καταλαμβάνονται» θέλουν σώνει και καλά να «καταλαβαίνουν» ένα ανυπόφορο αίνιγμα που μάταια προσπαθούν να λύσουν, χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει. 

Την πρώτη φορά που γύρισα ταινία, ως σκηνοθέτης, τη θυμάμαι πολύ έντονα. Ήταν η πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, «Κυριακή». Δεν ήξερα να πω που τελειώνει ένα πλάνο. Μου ήταν δύσκολο να πω «στοπ». Πολλές φορές, ο Πανουσόπουλος, που έκανε τον οπερατέρ, μου φώναζε με το μάτι στην κάμερα: «Τι θα γίνει; Θα πεις στοπ;». Το είχα εκλάβει, τότε, ως απειρία. Όμως είναι ένα πρόβλημα που με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ξέρω σε ποιο σημείο πρέπει να διακόψω ένα πλάνο. Πολλές φορές, οι ηθοποιοί δεν ξέρουν πια τι να κάνουν και γυρίζουν και με κοιτάζουν αμήχανοι κι έτσι το πλάνο τελειώνει υποχρεωτικά. 

Είναι ενδεικτικό πόσες φορές έχω κρατήσει στο μοντάζ αυτά τα εκτός προγράμματος γυρίσματα των ηθοποιών. Είναι τα πιο αθώα βλέμματα της ταινίας. Όμως εκτός από αυτό, πάρα πολλές φορές ο μοντέρ μου παραπονιέται, γιατί δεν έχει το πλάνο στην ουρά του δύο δευτερόλεπτα παραπάνω. Είναι φυσικό, λοιπόν, να είναι για μένα μυστήριο πότε τελειώνει ένα πλάνο. Επίσης, ποτέ δεν ξέρω πως να τελειώσω μια ταινία, γι' αυτό δεν βάζω ποτέ τη λέξη «Τέλος».