Μάνος Χατζιδάκις: «Το μυστικό είναι να μην συνηθίσεις στην ασχήμια» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:00
15/6

Μάνος Χατζιδάκις: «Το μυστικό είναι να μην συνηθίσεις στην ασχήμια»

Σαν σήμερα 23 Οκτωβρίου του 1925 γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις. Με τη σκέψη πως η ασχήμια μας καταλαμβάνει αβοήθητους ελλείψει του, θυμόμαστε τη στιγμή που είχαμε την τιμή να μιλήσουμε μαζί του.

Από το αρχείο του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ

Το Νοέμβριο του 1991, οι «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη βρίσκονταν ήδη στις ελληνικές αίθουσες και ο Μάνος Χατζιδάκις, υπεύθυνος για τη μουσική του φιλμ, έδινε συνέντευξη στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, με θέμα την κινηματογραφική μουσική, το παρελθόν του στη Φίνος Φιλμ, το ραδιόφωνο και, προφανώς, τον ίδιο τον Βούλγαρη.

Μοιραζόμαστε μαζί σας τη συνέντευξη αυτή (τεύχος 20, Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ) στην Χριστίνα Τσεκούρα και τον Θάνο Θουργιώτη.

ΣΙΝΕΜΑ: Όταν σας πρωτομίλησε ο Παντελής Βούλγαρης για τις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου», τι σκεφτήκατε;

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Πρέπει να ξέρετε οτι δεν κάνω πλεον μουσική για τον κινηματογράφο, ή δεν με ενδιαφέρει πλεον να κάνω. Εκτός σπανίων εξαιρέσεων που θα αποφασίσω σαν μια χειρονομία φιλική προς κάποιον που εκτιμώ. Και εκτιμώ τον Βούλγαρη, και η ταινία του είναι πάρα πολύ καλή.

Σ.: Και όπως λέει και ο ίδιος, είστε ο μόνος που του απαντήσατε, όταν με ένα γράμμα σάς ζήτησε βοήθεια για τις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου».

Μ.Χ.: Σας είπα, γιατί τον εκτιμώ πολύ. Είναι από τους άξιους ανθρώπους του τόπου μας. Ο Βούλγαρης δεν είναι από τους ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια. Αλλά αισθάνομαι εγώ την υποχρέωση, όταν κάνει μια εργασία και θέλει να συνεργαστώ, αν είμαι ελεύθερος βέβαια, να ανταποκρίνομαι αμέσως, να λεω το ναι χωρίς περιστροφές.

Σ.: Με ποιο τρόπο αντιμετωπίσατε, λοιπόν, την μουσική για τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου»;

Μ.Χ.: Πρώτα είδα την ταινία. Και συνέλαβα την ιδέα οτι είναι μια ταινία όπου θα μπορούσε να μπει η έννοια τραγούδι οργανικά μέσα στο φιλμ. Δηλαδή, αντί να έχει την «κλασική» μουσική υπόκρουση, θέλησα να έχει το τραγούδι σαν μια προέκταση των σκηνών, με στίχους που έγραψα ο ίδιος πάνω στις στιγμές που χρειαζόνταν η μουσική. Σαν προέκταση των σκηνών ή των διαλόγων, λοιπόν, το τραγούδι μέσα σε αυτή την ταινία του Βούλγαρη περιέχει τις σκέψεις ή του θεατή ή των ηρώων του.

«Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου»

Σ.: Υπάρχουν επομένως πράγματα που, αντί να ειπωθούν με εικόνα ή με λόγια από τους πρωταγωνιστές, λέγονται με ένα τραγούδι.

Μ.Χ.: Ακριβώς! Και το βρήκα μια πολύ ωραία ιδέα, να υπάρξει ένα τέτοιο είδος μουσικής στην ταινία, παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε ακόμα. Θα την ολοκληρώσω τώρα. Έχω πολλά σήμερα που πρέπει να φτιάξω.

Σ.: Τι είναι αυτό που λείπει κατα τη γνώμη σας από τη μουσική, έτσι όπως ακούστηκε στην ταινία;

Μ.Χ.: Να σας πω. Η ταινία αρχίζει μουσικά σωστά. Με τη σωστή συχνότητα παρουσίας της μουσικής. Ξαφνικά όμως, η μουσική αρχίζει να απουσιάζει, για να επανέλθει κανονικά στο τέλος. Τότε που ετοιμάζαμε τη μουσική της ταινίας - ήταν τον περασμένο Φεβρουάριο και βιαζόμασταν να προλάβουμε το φεστιβάλ του Βερολίνου - είχα συλλάβει την αρχή και το τέλος, αλλά δεν είχα τον χρόνο να φτιάξω τα επιμέρους στοιχεία στο ενδιάμεσο της ταινίας. Δεν λείπουν πολλά, αλλά λείπουν αρκετά χαρακτηριστικά για να δέσει η μουσική στις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου».

Σ.: Σκοπεύετε να προσθέσετε κι άλλα τραγούδια;

Μ.Χ.: Βεβαίως! Υπάρχουν άλλα τρία ή τέσσερα τραγούδια που θα πρέπει να μπουν.

Σ.: Σε στίχους δικούς σας πάντα;

Μ.Χ.: Ναι, διότι εκτός από το αρχικό θέμα, του οποίου οι πολύ όμορφοι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου, όλα τα άλλα τα έγραψα εγώ ο ίδιος, με βάση την ταινία.

«Μικραίνει το Φεγγάρι»

Σ.: Μιλήσατε για την λειτουργία των τραγουδιών σαν προέκταση της εικόνας. Έχετε κάποιο αντίστοιχο παράδειγμα ταινίας, όπου να έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο;

Μ.Χ.: Δε νομίζω. Απ’ ό,τι θυμάμαι όχι. Ίσως στην «Μύριελ» του Αλάν Ρενέ, που έγραψε μουσική ο Χανς Βέρνερ Χένσε.

Σ.: Γιατί θελήσατε τα τραγούδια να έχουν αυτή την λειτουργία;

Μ.Χ.: Αναζητούσα, όπως σας είπα, μια ουσιαστική αιτία για να υπάρξω μέσα στην ταινία, όχι κάτι το τυπικό. Και η ιδέα μού ήρθε, βλέποντας την ταίνια - ιδίως τις σκηνές με την Αλέκα Παϊζη, η οποία παίζει υπέροχα. Είναι μια πολύ σπουδαία ηθοποιός! Όλα αυτά που σκεφτόταν η Παϊζη πριν να αρχίσει τον διάλογο, όλα αυτά που μου εξήγησε ο Παντελής βλέποντας τις σκηνές, όπως για παράδειγμα, με το απέναντι παράθυρο, όλα αυτά μου έδωσαν την ιδέα να γράψω στίχους για τη μουσική που θα συνόδευε αυτές τις βουβές σκηνές. Και φυσικά μετά αυτό αποτέλεσε κανόνα και στις υπόλοιπες ιστορίες της ταινίας.

Σ.: Η μουσική γράφτηκε πριν και μετά προσθέσατε στίχους;

Μ.Χ.: Όχι, πρώτα τους στίχους και μετά τη μουσική. Δηλαδή, οι εικόνες μού γέννησαν την ανάγκη της μουσικής! Δημιούργησα πρώτα τους στίχους και η μουσική συνετέθη πάνω στους στίχους αλλά με βάση την εικόνα.

Σ.: Αυτό είναι κάτι που φαίνεται. Η μουσική σας μοιάζει να «διαβάζει» τους στίχους. Όπως, για παράδειγμα, σε εκείνη την καταπληκτική σκηνή με την Αλέκα Παΐζη, όπου ακούμε τη Νένα Βενετσάνου να τραγουδάει: «Το κάθε τραγούδι που ηχεί μες στο δωμάτιο / έχει δικούς του στίχους / που γράφονται στους τοίχους / εκείνη τη στιγμή...»

Μ.Χ.: Ναι, είναι ένα παιχνίδι που κάνει και η ηρωϊδα (Αλέκα Παΐζη). Παίρνει τις εκπομπές που ακούει από το ραδιόφωνο και τις κάνει δικές της. Είναι αυτό που μου έδωσε την όλη ιδέα της μουσικής.

Σ.: Στέκομαι σε έναν άλλον στίχο σας που λέει: «Φωνή ζεστή του ραδιοφώνου / συμπλήρωμα του χρόνου»

Μ.Χ.: Κοιτάξτε, το ραδιόφωνο σε πρόσωπα μοναχικά, όπως η ηρωίδα της ταινίας- για πρόσωπα που δεν έχουν άλλον άνθρωπο μέσα στο σπίτι, αρχίζει να παίρνει μεταφυσικές προεκτάσεις, γίνεται σαν άνθρωπος, αποκτά την θερμότητα ενος συνομιλητή! Μην κοιτάτε εμείς το πώς ακούμε ραδιόφωνο. Για τους ανθρώπους που ζουν μόνοι, η φωνή του ραδιοφώνου γίνεται μια οικεία φωνή, η οποία σχεδόν προσωποποιείται μέσα στο δωμάτιο. Είναι ακριβώς ο τρόπος που έχει χειριστεί το ραδιόφωνο ο Παντελής Βούγλαρης στην περίπτωση της Παΐζη.

Σ.: Αυτό που αναφέραμε για την «οικεία φωνή του ραδιοφώνου» πιστεύετε οτι υπάρχει και σήμερα στην σχέση μας με το ραδιόφωνο;

Μ.Χ.: Όχι, έχει πλεον χαθεί. Μην ξεχνάτε οτι σήμερα η τηλεόραση έχει πάρει την κύρια θέση μέσα στο σπίτι. Το ραδιόφωνο ήταν κάποτε για τις νοικοκυρές ή για τις γυναίκες που ήταν η μοναδική τους συντροφιά. Και το γεγονός οτι η «φωνή του ραδιοφώνου» που άκουγαν δεν είχε ούτε όψη, ούτε εικόνα, την έκανε να παίρνει διαστάσεις μυθικές. Σήμερα, καμία φωνή, ακόμα και στην τηλεόραση, δεν μπορεί να πάρει «διαστάσεις μυθικές», διότι προσωποποιείται. Ακόμα κι ένας σταρ, μες στην τηλεόραση δεν έχει μυθικές διαστάσεις. Οι μυθικές διστάσεις υπάρχουν διότι η φωνή του ραδιοφώνου προσωποποιείται από εμάς τους ίδιους. Διότι η φωνή του ραδιοφώνου, άλλοτε, με την καθημερινή παρουσία, έπαιρνε την όψη του ανθρώπου που εμείς θα θέλαμε να έχει αυτή η φωνη. Αυτό ήταν μαγικό! Σήμερα, με την τηλεόραση, χάθηκε η μαγεία. Μπορεί να μας αιχμαλωτίζει η τηλεόραση, αλλά δεν μας μαγεύει. Με το ραδιόφωνο δημιουργούσαμε τις εικόνες που θέλαμε. Με την τηλεόραση μάς επιβάλλουν τις εικόνες που άλλοι θέλουν. Να η διαφορά!

«Αυτή η Γυναίκα»

Σ.: Σε σας προσωπικά, λείπει το ραδιόφωνο;

Μ.Χ.: (χαμογελώντας με νόημα) Μα εγώ δεν υπήρξα ποτέ μοναχικό πρόσωπο. Για μένα το ραδιόφωνο ήταν πάντοτε μια πηγή πληροφοριών.

Σ.: Δεν θα κάνατε λοιπόν σήμερα ένα καινούργιο Τρίτο Πρόγραμμα;

Μ.Χ.: Όχι, δε νομίζω. Όταν ανέλαβα, τον καιρό εκείνο, το Τρίτο Πρόγαμμα, παραμερίζοντας τα κεκτημένα συμφέροντα γύρω από το Ραδιόφωνο, ανέλαβα με ανακούφιση των αρμοδίων- το ανυπόληπτο Τρίτο, με την σχεδόν ασήμαντη ακροαματικότητα, και πραγματοποίησα ένα κέφι του επιπέδου μου. Το πείραμα πέτυχε, αλλά το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφου» (γέλια)

Σ.: Λέγεται συχνά οτι όταν η κινηματογραφική μουσική κυκλοφορεί σε δίσκο, χάνει κάτι από την αποτελεσματικότητά της. Λίγο πολύ, οτι χωρίς την εικόνα δεν λειτουργεί.

Μ.Χ.: Η καλή μουσική για τον κινηματογράφο φέρνει πάντα την εικόνα μέσα μας. Δηλαδή, οι μουσικές του Μάξ Στάινερ ή του Άλεξ Νορθ έχουν εξουσία πάνω στο φιλμ, εξουσιάζουν την εικόνα. Είναι δυνατόν να συλλάβεις το «Βίβα Ζαπάτα» χωρίς τη μουσική του; Και μιλάω για μεγάλες ταινίες, όπως του Καζάν, οχι για ταινίες μικρές. Είναι δυνατόν να σκεφθείς το «Λιμάνι της Αγωνίας» χωρίς την μουσική του Μπερνστάιν; Είναι μεγαλοφυής μουσική.