Μια κομβική μορφή της σύχρονης ελληνικής κωμωδίας, ο Χάρρυ Κλυνν (κατά κόσμον Βασίλης Τριανταφυλλίδης) έφυγε στα 78 του χρόνια.
Ήταν γνωστό σε πολλούς πως ο Χάρρυ Κλυνν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και πως τον τελευταίο καιρό ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Η υγεία του επιβαρύνθηκε μετά τον θάνατο του γιου του, Νίκου Τριανταφυλλίδη, το 2016, ενώ τα αναπνευστικά προβλήματα που είχε οδήγησαν τελικά σε κρίση, χθες το βράδυ, όταν και οδηγήθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο όπου και τελικά κατέληξε.
Ο Έλληνας κωμικός θα παραμείνει για πάντα μια ιδιότυπη περίπτωση καλλιτέχνη για τη χώρα μας, συνδυάζοντας το σαρωτικό χιούμορ που είχε ως βασικό στόχο τους ακρογωνιαίους λίθους του νεοέλληνα, όπως το έθνος, την πολιτική και την εκκλησία, με μια πρωτότυπη παρουσίαση που ξεκινούσε από τις αρχές του stand-up comedy, όταν αυτό ήταν ακόμη εντελώς άγνωστη λέξη στα μέρη μας και κατέληγε με ευφάνταστους τρόπους σε μουσικά (όταν ηχογραφούσε δίσκους) ή κινηματογραφικά (όταν έφτιαχνε ταινίες) ευρήματα.
Ο Χάρρυ Κλυνν στον κινηματογράφο είχε ποσοτικά μικρότερο έργο σε σχέση με τη μουσική και το θέατρο, όμως πρόλαβε να φτιάξει 2 τεράστιες εμπορικές επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '80, την περίοδο που χαρακτηρίζεται ως η πιο δημιουργική της καριέρας του σε όλους τους τομείς, ενώ είχε και 2 μικρές εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 60 , πριν το ταξίδι και την καλλιτεχνική του περιοδεία στις ΗΠΑ και τον Καναδά που καθόρισαν αρκετά το έργο του.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, ο Χάρρυ Κλυνν γεννήθηκε ως Βασίλης Τριανταφυλλίδης στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης το 1940 και από πολύ μικρή ηλικία φλέρταρε με τον χώρο του θεάματος, σε εντελώς ερασιτεχνικό επίπεδο φυσικά. Αυτό άρχισε να αλλάζει όταν αναδείχθηκε από την πολύ δημοφιλή, στη δεκαετία του 50, ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Οικονομίδη όπου ακούγονταν νέα ταλέντα, κάτι που του έδωσε την ευκαιρία για το ταξίδι στην Αθήνα.
Έμεινε 3 χρόνια πλάι στον Οικονομίδη και άρχισε να εμφανίζεται σε μουσικά κέντρα ως παρουσιαστής προγράμματος. Η κωμική φιγούρα του τον έκανε γρήγορα γνωστό και η μεταπήδηση στο θέατρο ήταν μια αναμενόμενη κίνηση, παράλληλα όμως ο εκτός Αθήνας κόσμος τον γνωρίζει από τον κινηματογράφο καθώς παίζει σε 2 πολύ ιδιαίτερες ταινίες του 1964 («Γάμος αλά Ελληνικά» και «Τα 201 Καναρίνια»). Στο πρώτο κρατά μικρό ρόλο, ζώντας παρασιτικά μέσα στο σπίτι όπου η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Γιώργος Κωνσταντίνου στεγάζουν τον πρόωρο νεανικό τους έρωτα, ενώ στο δεύτερο προσφέρει αρκετές στιγμές αυτοσχεδιασμού σε ένα φιλμ με ετερόκλητο καστ, που περιείχε ακόμη και την Ελένη Χαλκούση, επίσης σε μια από τις λίγες κινηματογραφικές εμφανίσεις της.
Επιστρέφει στην Ελλάδα στο ξεκίνημα της μεταπολίτευσης και ταράζει μια σειρά από νυχτερινά κέντρα, έχοντας πλέον στο οπλοστάσιό του ένα χειμαρρώδες χιούμορ που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Τα όσα συμβαίνουν στη χώρα και κυρίως η ανάπτυξη της νέας τάξης που γιγαντώνει τα αστικά κέντρα αλλά μεταφέρει τις, ριζωμένες βαθιά μέσα της, παθογένειες που ταλαιπωρούν τη χώρα ως σήμερα, γίνονται ένα ανεξάντλητο πρωτογενές υλικό για τον Κλυνν που γίνεται ο κορυφαίος σχολιαστής αυτού που αποκαλούμε «μεταπολιτευτική Ελλάδα».
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει δίσκους που τον έκαναν διάσημο, ο Χάρρυ Κλυνν αφήνει το στίγμα του στον κινηματογράφο. Το «Αλαλούμ» που κυκλοφόρησε το 1982, έκοψε εκείνη τη σεζόν 300.000 εισιτήρια, ενώ ακόμη και αν δε το βρείτε σήμερα ολόκληρο στο YouTube, θα βρείτε πολλά κομμάτια του με χιλιάδες views, δείγμα ενός διαχρονικού χιούμορ που αναφέρεται στο πως βλέπει ο Έλληνας έννοιες όπως πατρίδα, θρησκεία, ιστορία και τέχνη - με την τελευταία να έχει αξιοσημείωτο ρόλο στο φιλμ σε μια εποχή που η άνοδος του ΠΑΣΟΚ έφερνε νέα ήθη στο πως ακριβώς αυτή ορίζεται.